Άγγελος Κλειτσίκας

 

Το να ξαραχνιάσει κανείς τον goth ιστό σε όλη του την έκταση, δεν είναι καθόλου απλή και ακίνδυνη δοκιμασία. Θα χρειαστεί να εντάξει στο αντιληπτικό του γνωσιακό πεδίο θεωρητικά ασύνδετες μεταξύ τους έννοιες: βάρβαρα γερμανικά φύλα,  μεσαιωνικές εκκλησίες και γκάργκοιλς, απόκρυφη λογοτεχνία και καταραμένους ποιητές, βικτωριανά παγανιστικά σύμβολα και φθηνές παραγωγές ταινιών τρόμου –ή, σε πλήρες πολιτισμικό κομφούζιο, μερικές με τον Johny Depp– κρυφά (ή και όχι τόσο...) νεοναζιστικά μηνύματα, υπαινιγμούς για πρωτοσέλιδα μακελειά και απόπειρες μαζικών αυτοκτονιών, πέπλα βουτηγμένα στην πίσσα (πολλά πέπλα), eyeliners (πολλά eyeliners βρε αδερφέ) και ασφαλώς μυριάδες στερεοτυπικές αντιλήψεις. Α, ναι, σωστά... Και μερικές από τις πιο επιδραστικές μπάντες της σύγχρονης μουσικής ιστορίας.

Άτυπα –και πάντα σε μουσικολογικά πλαίσια και όσα εφάπτονται αυτών ή πηγάζουν από αυτά– εκείνοι που άθελά τους έβαλαν τους σπόρους της goth αισθητικής και κοσμολογίας, είναι καλλιτέχνες που στο μυαλό των περισσότερων έχουν ελάχιστη έως αναιμική σχέση με τη συγκεκριμένη υποκουλτούρα. Οι Doors, οι Velvet Underground, o Iggy Pop και η Nico ήταν τα πρώτα μεγαθήρια που απόλαυσαν τη χρήση της λέξης «goth» δίπλα από τους τίτλους των έργων τους, ήδη από τα τέλη των 1960s. Η πρώτη ουσιαστική νύξη εντός του ηχητικού, αισθητικού και εννοιολογικού goth κάδρου (όπως νοείται σήμερα), έγινε για το Closer (1980), το κύκνειο άσμα των Joy Division, η πραγματική πάντως γέννηση της goth σκηνής –όπως βιώθηκε τότε, αλλά και όπως κρίνεται στον απολογισμό του σήμερα– σημάνθηκε με το θρυλικό ντεμπούτο single των Bauhaus, “Bela Lugosi Is Dead” (1982). Τίτλος που αναφέρεται στον Ούγγρο ηθοποιό ο οποίος ενσάρκωσε τον Δράκουλα στην ομότιλη ταινία του 1931, συμβάλλοντας στην ένταξη της μορφής του βρυκόλοκα στην ευρύτερη ποπ κουλτούρα.

Indiestgoth_2.jpg

Οι πρώτες μπάντες που άρχισαν κατόπιν να δίνουν το σκοτεινό, νεκροφιλικό τους στίγμα στη νεότευκτη goth σκηνή ήταν βρετανικές. Όπως λ.χ. οι Blood And Roses, οι οποίοι καταπιάνονταν στιχουργικά με τη μαγεία, τα ξόρκια και οτιδήποτε αποκρυφιστικό, οι Sex Gang Children που είχαν ως σύμβολο τον Grim Reaper, αλλά και οι UK Decay με τις ιδιαίτερες στυλιστικές τους επιλογές και το κομμάτι “Rising Fro, The Dead”. Μουσικολογικά, η καλύτερη συμπύκνωση είναι αυτή που θέλει τη σκηνή να σμιλεύεται ως αντίδραση ή ιδεολογική μετάλλαξη σε σύγκριση με άλλα περιθωριακά ρεύματα εκείνων των καιρών. Οι Bauhaus, για παράδειγμα, συγκέντρωσαν απογοητευμένους οπαδούς των σκοτεινών πρεσβευτών της new pop, Adam & The Ants· η Siouxsie με τους Banshees, οι Virgin Prunes, αλλά και οι Birthday Party του Nick Cave, διαχωρίστηκαν από τις Oi! και αναρχοπάνκ μπάντες των 1980s λόγω των λιγότερο κυνικών και περισσότερο ρομαντικοποιημένων και εκλεπτυσμένων αισθητικών τους γραμμών· οι Cure πάλι και οι Killing Joke τράβηξαν από αντίθετες άκρες τις ευαισθησίες του post-punk σχοινιού.

{youtube}OKRJfIPiJGY{/youtube}

Στη συνέχεια έγιναν νέες ζυμώσεις: μπήκε στο παιχνίδι η ψυχεδέλεια, μέσα από το A Kiss In The Dreamhouse των Siouxsie & Τhe Banshees (1982), μπήκε και το «βρώμικο» rock 'n' roll με τους Sisters Of Mercy, οι οποίοι, μαζί με τους Southern Death Cult, δόμησαν τον όρο «gothic rock». Το NME προσπάθησε τότε ανεπιτυχώς να κηρύξει το goth ως το θετικό post-punk μέσα από τους Theatre Of Hate, ενώ το τελευταίο εξελικτικό στάδιο της πρωτόλειας εκείνης εποχής ήταν ο ήχος που ονομάστηκε «ethereal wave» και έμεινε άρρηκτα συνδεδεμένος με την 4AD και με μπάντες σαν τους Dead Can Dance, Cocteau Twins και Xmal Deutschland. Η λεπτομερέστερη καταγραφή των 1980s ξεφεύγει ωστόσο από τους σκοπούς του παρόντος κειμένου· οπότε, αν θέλετε περισσότερα, ανατρέξτε στο «ευαγγέλιο» του Simon Reynolds Rip Ιt Up And Start Again και συγκεκριμένα στο κεφάλαιο 22. Για την ώρα, (θέλω να) πιστεύω πως αποκτήσατε μία αρκετά σαφή εικόνα για το ιστορικό υπόβαθρο και τις επιστρώσεις ταυτότητας που χαρακτηρίζουν τη σκηνή, έτσι ώστε να μπορείτε να ενώσετε τις τελείες μέχρι και τη σύγχρονη αναζοπύρωσή της.

Στο επίκεντρο αυτής, βρίσκονται δύο αινιγματικές και απόκοσμες περσόνες: η Nika Roza Danilova, δηλαδή η κυρία Zola Jesus, και η Chelsea Joy Wolfe –η γνωστή Chelsea Wolfe, με τα παιδικά τους χρόνια να μοιράζονται στις δύο διαφορετικές πλευρές της αχανούς έκτασης των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. 

Indiestgoth_3.jpg

Η Danilova, με ρωσικές και σλοβενικές καταβολές, μεγάλωσε στη δασώδη επαρχιακή κωμόπολη Merill, στο Γουισκόνσιν. Οι παρθένες εκτάσεις των κωνοφώρων που περικύκλωναν το σπίτι της οικογένειάς της, τα κομμένα κεφάλια ελαφιών και βουβάλων που έφερνε ως έπαθλα ο κυνηγός πατέρας της, η παντελής έλλειψη ερεθισμάτων από την επαφή με τον αληθινό, έξω κόσμο, διαμόρφωσαν σε μεγάλο βαθμό την πρωτόγονη ψυχοσύνθεσή της, την οποία και εκτονώνει σήμερα τόσο εκλεπτυσμένα στους δίσκους της. Στα 7 της χρόνια, ικέτευσε τους γονείς της να την αφήσουν να ξεκινήσει μαθήματα φωνητικής, με απώτερο σκοπό να τραγουδήσει όπερα· επιδίωξη που διαρκώς άφηνε στην άκρη στη συνέχεια λόγω των ψυχικών διαταραχών που της επέφερε. Έτσι, στράφηκε σιγά-σιγά σε πιο σκοτεινά μουσικά μονοπάτια, τα οποία ένιωθε ότι καθρέφτιζαν τα συναισθήματά της και αντιπροσώπευαν την αισθητική της, ακούγοντας Joy Division, Swans, Throbbing Gristle και Lydia Lunch.

Kι ενώ το 2009, στα 20 της χρόνια, ολοκλήρωνε τις σπουδές της στη διοίκηση επιχειρήσεων (σύμφωνα με την ίδια, ήταν το απαραίτητο κυνικό κοντράστ στον συναισθηματικό κόσμο της μουσικής), ηχογράφησε στο φοιτητικό της διαμέρισμα το Spoils, το οποίο κυκλοφόρησε μέσω της πάντα εκλεκτικής Sacred Bones. Ήταν ένα ομιχλώδες αλλά και αιθέριο ντεμπούτο lo-fi αισθητικής, το οποίο οδήγησε στους πρώτους υπερβολικούς χαρακτηρισμούς για μία νέα, μοντέρνα Siouxsie Sioux. Το 2010 αποδείχθηκε άκρως παραγωγική χρονιά για τη Zola Jesus (όνομα προερχόμενο από τον Γάλλο λογοτέχνη Émile Zola, συνδυάζεται όμως και με τις έντονες θρησκευτικές επιρροές που δέχτηκε από το περιβάλλον της), αφού πέντε ολόκληρες δουλειές έφεραν την υπογραφή της! Αρχικά, η συνεργασία της με τον Jamie Stewart των Xiu Xiu απέφερε το δεύτερο και πιο αξιοπρόσεχτο άλμπουμ των Former Ghosts. Στη συνέχεια, ένωσε δυνάμεις με την Amanda Brown –μέλος της πειραματικής μπάντας Pocahaunted, αλλά και συνιδιοκτήτρια της δισκογραφικής Not Not Fun– σε ένα project ονόματι L.A. Vampires meets Zola Jesus, που άφησε έναν και μοναδικό μέχρι σήμερα δίσκο.

{youtube}j-dVJz3Uyts{/youtube}

Όσον αφορά τις προσωπικές της δουλειές, η Zola Jesus κυκλοφόρησε δύο ΕΡ μέσα στο 2010, το μελωδικώς ελεγειακό Stridulum και το Valusia, τα οποία μετουσιώθηκαν κατόπιν στον δεύτερο δίσκο της, Stridulum IIτην πιο μεστή και αχαλίνωτη δουλειά της ως τώρα. Το όνομα προέρχεται από την ομώνυμη τανία τρόμου του Gulio Paradisi (1979), το δε άλμπουμ πραγματεύεται θεματικές όπως την εσωτερική πάλη ανάμεσα στο καλό και στο κακό, πυροδοτώντας συζητήσεις για goth αναλογίες, μα και γραφικούς χαρακτηρισμούς τύπου η «goth Florence Welch». Ακολούθως, οι μεν μουσικοί γραφιάδες και οι επηρεαστές γνώμης (αν υπάρχουν τέτοιοι σήμερα) άρχισαν να ψάχνουν πάτημα για να χρησιμοποιήσουν τον όρο «new-goth αναβίωση» (που μέχρι τότε στερούνταν βάσης), η δε Zola Jesus έμπαινε στο άλλο –σήμερα άφαντο– ρεύμα της witch pop (OoOoO, Salem κτλ). Και τότε, εκ ουρανών ερχόμενη, εμφανίστηκε η Chelsea Wolfe. Και habemus neo-Goth.

Indiestgoth_4.jpg

Σε αντίθεση με τη Zola Jesus, η Chelsea Wolfe δεν αποκαλύπτει τόσες πολλές λεπτομέρεις για τα τρυφερά της χρόνια. Μεγάλωσε σε αστικό περιβάλλον, στο Σακραμέντο, που τόσο συχνά ξεχνάμε πως είναι η πρωτεύουσα της Καλιφόρνια. Είχε δε σκοτεινή και ομιχλώδη παιδική ηλικία και προσπαθούσε πάντα να ψάξει «την αλήθεια», την οποία έβρισκε μέσα στις ατέλειωτες ειδήσεις που κατανάλωνε μέσω εκπομπών και εφημερίδων, αλλά και μέσω των πρώτων μουσικών ερεθισμάτων: τους δίσκους του Nick Cave, του Hank Williams, αλλά και των Suicide και Burzum. Ο πατέρας της ήταν μέλος σε μία country μπάντα και διέθετε ένα σπιτικό στούντιο, στο οποίο και ηχογράφησε τα πρώτα της ερασιτεχνικά κομμάτια, γύρω στα 9 της. Το 2006, στα 23 πλέον, συνέθεσε ένα άλμπουμ με τίτλο Mistake In Parting, το οποίο δεν κυκλοφόρησε όμως ποτέ και θεωρεί «αμήχανα κακό». Το 2009, μετά από μία μυστικιστική περιοδεία στην οποία έπαιξε σε πυρηνικά καταφύγια και καθεδρικούς ναούς (ανάμεσα σε πολλά ακόμα αλλόκοτα μέρη), άρχισε να ηχογραφεί το ντεμπούτο της, εμφανώς επηρεασμένη από τα πρόσφατα αυτά βιώματά της. Το The Grime And The Glow (2010) προέκυψε ως ένα βαθιά μοναχικό και πειραματικό άλμπουμ, ιδανικό για χειμερινά φυσιολατρικά τοπία. 

{youtube}fiwBe8GX-HU{/youtube}

Το 2011, σε μία σχεδόν σκηνοθετημένη πράξη ευθυγράμμισης, οι πρωταγωνίστριές μας κυκλοφόρησαν τους δύο δίσκους που έγιναν αντικείμενο σημειολογικής ανάλυσης ακαδημαϊκού επιπέδου για τον εντοπισμό ομοιοτήτων/διαφορών, αλλά και για την εύρεση κωδικοποιημένων συμβολισμών και συσχετισμών με τη θρυλική goth σκηνή των 1980s. Πράγματι, τόσο το Conatus της Zola Jesus (απαγορευμένος λατινικός όρος που συνοψίζεται στην έννοια μιας μεταφυσικής κίνησης, η οποία τα παίρνει όλα παραμάζωμα), όσο και το Αποκάλυψις της Chelsea Wolfe –παρότι δεν μοιράζονται τα κοινά που τους αποδώθηκαν– πραγματεύονται αμφότερα θεματικές αναβλύζουσες από τα σπλάχνα της goth κουλτούρας, δημιουργώντας ένα νοητό κανάλι επικοινωνίας με τα πιο λόγια κομμάτια της. Ένα ακόμη κοινό γνώρισμα, πέρα από την παραπλήσια εμφάνιση των εξωφύλλων: αποτελούν τις πιο συναισθηματικές και απαλλαγμένες από εξωτερικούς θορύβους καταθέσεις και των δύο.

Indiestgoth_5.jpg

Στα έτη που ακολούθησαν, η Zola Jesus κυκλοφόρησε δύο ακόμη δίσκους, διαφορετικής φύσεως, δουλειές πιο «έντεχνες» και συνειδητοποιημένες, μάλλον όμως και πιο ανέμπνευστες. Η goth ταμπέλα είχε στο μεταξύ αρχίσει να ξεθωριάζει: δεν πωλούσε πια και τόσο, και με τα άλμπουμ της αυτά έβαλε κι εκείνη το χεράκι της. Η Chelsea Wolfe, από την άλλη, μετατράπηκε στη goth ντίβα που πάντα ήθελαν οι κριτικοί να γίνει, παίρνοντας παράλληλα τα σκήπτρα από τη Zola Jesus. Πριν, βέβαια, χρειάστηκε να ξεπεράσει τον φόβο της σκηνής που τη διέκρινε, ώστε να μπορέσει να υποστηρίξει ζωντανά τις δουλειές της. Όταν τελικά το έπραξε, άρχισε να παίζει με ένα μαύρο πέπλο ως σήμα κατατεθέν. 

Το 2012 κυκλοφόρησε μία συλλογή με μη ηχογραφημένα ακουστικά κομμάτια στη Sargent House (Unknown Rooms), αναδεικνύοτας πιο γήινες και εσωτερικές πτυχές, είναι όμως τα επόμενα δύο άλμπουμ τα οποία θεωρούνται και τα πιο σπουδαία της: δύο προσωπικά μανιφέστα, που μπλέκουν βιομηχανικά ηχοτοπία, ακατέργαστη goth αισθητική και metal κοσμοθεωρία, σε ένα βαθιά ατμοσφαιρικό σύνολο. Το Pain Ιs Beauty του 2013 καταπιάνεται με την πρωτόγονη φύση της αγάπης, ενώ το φετινό Abyss μας προσκαλεί στον δικό της, ψυχικά διαταραγμένο, λαβύρινθο.

{youtube}mCTHzAkxaG4{/youtube}

Μπορεί ο μουσικός τύπος να ασχολείται εμμονικά μόνο με τις παραπάνω αιθέριες οντότητες, υπάρχουν πάντως και άλλες δύο πολύ ταλαντούχες και ενδιαφέρουσες περιπτώσεις. Η μουσική της Natalie Merling, η οποία κυκλοφορεί τις δουλειές της ως Weyes Blood, έχει βάσεις τόσο στην αμερικάνικη folk παράδοση, όσο και σε πιο ψυχεδελικά ακούσματα, ενταγμένα όλα σε μια ζεστή, παρηγορητική μορφή goth τραγουδοποιίας. Ουσιαστικά το ντεμπούτο της κυκλοφόρησε πέρυσι (The Innocents) και είναι μία συλλογή από μυστηριακές, μελαγχολικές μπαλάντες, που δεν θα σου αλλάξουν τη ζωή, αλλά θα σου καλλωπίσουν την αισθητική. Τον επόμενο μήνα κυκλοφορεί μάλιστα και το νέο της ΕΡ, οπότε αναμένουμε να δούμε αν θα ενισχύσει τις goth καταβολές της. 

Indiestgoth_6.jpg

Ακόμη μία πολυσχιδής μουσικός, ο ήχος της οποίας μπλέκει τη goth παρακαταθήκη με τη folk, είναι η Emma Ruth Rundle. Με παρουσίες σε διάφορα συγκροτήματα όπως τους δικούς της post-punk Marriages, αλλά και τους post-metal Red Sparrowes, αναδεικνύεται σε μία πολύ δραστήρια κήρυκα του σκοτεινού, περιθωριακού ήχου. Στις δύο προσωπικές της δουλειές, ιδιαίτερα στο περσινό Some Heavy Ocean, επιτυγχάνει να ξεδιπλώσει τα μαγεμένα της αφηγήματα με τον πλέον θεατρικό τρόπο.

Τελικά όμως, ποια είναι η απάντηση στην αρχική ερώτηση; Ναι, έχουμε αναβίωση, αν το θέλετε λοιπόν. Όπως έχουμε αναβίωση στα πάντα. Αναβίωση post-punk, αναβίωση emο, αναβίωση ψυχεδέλειας, αναβίωση /και συμπλήρωσε εσύ οτιδήποτε νοσταλγείς από το παρελθόν σαν προσδιοριστική λέξη. Ζούμε άλλωστε στην εποχή των αναβιώσεων και της αβίαστης νοσταλγολαγνείας. Όχι πως κρύβονται πάντα κακόβουλα οικονομικά κίνητρα πίσω από κάτι τέτοιο (αν και υπάρχουν κι αυτά, πάντα υπήρχαν)... Περισσότερο είναι το θλιβερό μα και λογικό γεγονός πως η αγάπη παλιών και νέων –κριτικών και ακροατών– που μεγάλωσαν με παρελθοντικά ακούσματα, έχει τόσο ανάγκη να διοτεχευθεί σε μοντέρνους ήρωες, ώστε υπερκερνά οποιαδήποτε σφραγίδα έχει αναφορικότητα στο παρόν, όπως λ.χ. την καλλιτεχνική αξία των πρωταγωνιστριών του Indiestopia αυτού. 

Να είστε πάντως βέβαιοι: σε κάθε γωνιά καραδοκούν και άλλες ευφάνταστες αναβιώσεις, μεχρι να μην πουλάει πια ο όρος. Προς το παρόν, ας την απολαύσουμε και εμείς εν Ελλάδι τη συγκεκριμένη, με τις ερχόμενες συναυλίες των Sisters Of Mercy (Σάββατο 24/10, στην Ιερά Οδό τελικά) και της Zola Jesus (Πέμπτη 5/11, στο Fuzz).

Προτεινόμενη Δισκογραφία:

Zola Jesus – Stridulum II (2010)

Chelsea Wolfe – Αποκάλυψις (2011)

Chelsea Wolfe – Pain Is Beauty (2013)

Weyes Blood – The Innocents (2014)

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured