Άγγελος Κλειτσίκας

 

Όταν ήμουν μικρός, ο πατέρας μου λάτρευε να γράφει κασέτες για να τις ακούμε στο καθιστικό, αλλά κυρίως στο αυτοκίνητο, γιατί δεν είχαμε ακόμη εκείνα με τα CD players –δεν ξέρω καν αν είχαν κυκλοφορήσει τότε (1999), δεν τα πάω και πολύ καλά με τα αυτοκίνητα. Mία από τις πιο έντονες καλοκαιρινές μου αναμνήσεις, είναι να γυρίζουμε από το απογευματινό μπάνιο στο εξοχικό, ενώ ο ήλιος έχει πέσει, και να παίζει κάθε απόγευμα η κασέτα «καλοκαίρι 1999 ροκ»· μερικές φορές πιο δυνατά απ΄ ότι άντεχε η μητέρα μου. 

To “Born In The USA” έκανε τον πατέρα μου να χορεύει με τον χαρακτηριστικό του αστείο τρόπο, το “Sultans Of Swing” το βαριόμουν λίγο και του έλεγα να το αλλάξει, ενώ πάντα περίμενα το “Go Your Own Way” (των Fleetwood Mac), στο καθιερωμένο μου πια sing-along. Μετά από κάθε τραγούδι, πάντως, δεν ξεχνούσα να του κάνω την ερώτηση: «αυτό είναι ροκ;». Αν μυρίσω ξανά εκείνα τα αρωματικά καθίσματα του Skoda που έχουμε πουλήσει πια, είμαι βέβαιος πως όλα αυτά θα με πλημμυρίσουν σε μη ελεγχόμενο βαθμό.

Fast forward, 15 χρόνια μετά: αρχές Μαρτίου του 2014. Από εκείνα τα κρυστάλλινα, ηλιόλουστα, ακόμη τσουχτερά πρωινά Κυριακής, όταν όλα μοιάζουν να βρίσκονται στη θέση τους. Η μυρωδιά του φρέσκου καφέ μπλέκεται με αυτή των σελίδων του βιβλίου που διαβάζω κάτω από τα παπλώματα. Μέρα αφιερωμένη στον εαυτό μου και μόνο. Με νέους δίσκους, παλιές ταινίες, απογευματινή βόλτα, σε μια προσπάθεια να νοηματοδοτήσω τον κόσμο γύρω μου. 

Επιλέγω τον πρώτο δίσκο. Χτυπάει η πόρτα. Είναι ακόμη πρωί, δεν θέλω κανείς να εισβάλλει στο πολύτιμο σύμπαν μου –άλλωστε ο δίσκος έχει ήδη αρχίσει να έχει μαγευτική επιρροή πάνω μου. Είναι ο πατέρας: «Θέλω να σου ζητήσω μία χάρη», λέει. Μπαίνει στο δωμάτιο, μα σταματάει απότομα. Το "An Ocean Between The Waves" των War On Drugs βρίσκεται στην κορύφωσή του. Με κοιτάει. «Αν δεν είναι αυτό καλό ροκ, τότε τι είναι;» τον ρωτάω πειραχτικά. Με τον πατέρα μου διαφωνούμε συνέχεια για δίσκους. «Ήθελα να σου ζητήσω νέους δίσκους», μου απαντάει, «και μόλις βρήκα». Τους War On Drugs τους αγαπήσαμε μαζί.

Ο Kurt Vile και ο Adam Granduciel –ο βασικός συνθέτης και ο δημιουργός των War On Drugs, δηλαδή– ανήκουν σ' εκείνους τους καλλιτέχνες που έχουν συμφιλιώσει διαφορετικές γενιές. Γιατί η μουσική τους συλλαμβάνει και το στοιχείο της διαχρονικότητας, το οποίο αναγκάζει παλιούς λάτρεις του πυρήνα της αμερικάνικης ροκ παράδοσης να ανακαλούν τα νιάτα τους (άλλοι νοσταλγικά, άλλοι μελαγχολικά και άλλοι επαναστατικά), μα και το επίκαιρο, βρίσκοντας έτσι σημεία επαφής με 20άρηδες που μπορεί να μην έχουν ακούσει (ή να μη ξέρουν καν) το Blonde On Blonde, επικοινωνούν όμως αισθητικά –και κυρίως στιλιστικά– με τις επιρροές των δύο Αμερικανών. 

{youtube}ki4xBXucjSQ{/youtube}

Στα πιο πρόσφατα άλμπουμ έφτασαν μάλιστα και στο καλλιτεχνικό και εμπορικό τους αποκορύφωμα. Αμέτρητες παρουσίες σε λίστες με τα καλύτερα της χρονιάς, πωλήσεις που ούτε οι ίδιοι δεν φαντάζονταν, ατελείωτες συνεντεύξεις και δημοσιογραφικές αποδομήσεις των προφίλ τους· μία ανεξέλεγκτη έκθεση, του είδους που χρειάζεται γερό στομάχι για να διαχειριστείς. Ας είμαστε ειλικρινείς, όμως: και οι δύο καραδοκούσαν στη γωνία για να αρπάξουν την ευκαιρία που θα τους αναλογούσε· πάντα δίψαγαν για ό,τι βιώνουν σήμερα. Για να φτάσουν πάντως μέχρι εδώ, έχουν προηγηθεί γεγονότα από εκείνα που οφείλουν να συνοδεύουν κάθε ροκ σταρ. Από τα γεμάτα ερεθίσματα παιδικά χρόνια στην προσωπική αμφισβήτηση της νεότητας και από εκεί στη σταδιακή επαγγελματική ολοκλήρωση, οι ιστορίες των πρωταγωνιστών μας είναι από αυτές που πάντα θεωρούσες ρομαντικά κλισέ, μέχρι να στις εξιστορήσουν.

Ο Kurt μεγάλωσε στο Lansdowne, ένα μικρό προάστιο της Φιλαδέλφειας, σε μία από εκείνες τις τεράστιες, θρησκευόμενες αμερικάνικες οικογένειες (έχει 9 αδέλφια). Ο ίδιος θυμάται τον πατέρα του να του κάνει δώρο ένα μπάντζο όταν έκλεισε τα 14 –αν και λαχταρούσε κιθάρα, καθώς το μπάντζο δεν είχε καμία σχέση με τα τότε ακούσματά του (Pavement, Beck, Bill Callahan). Άρχισε όμως να πειραματίζεται πάνω στο νέο του δώρο και τότε κατάλαβε πως το μόνο που θα έβγαζε νόημα θα ήταν να ασχοληθεί με τη μουσική. Τα επόμενα χρόνια, έχοντας πια αγοράσει την ανεκτίμητης αξίας πρώτη του ακουστική κιθάρα, άρχισε να ηχογραφεί ερασιτεχνικά σε κασέτες και CD-R, με σκοπό να τα στείλει στη Drag City, απλά γιατί εκεί έβγαζαν δίσκους όλοι οι μοντέρνοι ήρωές του. 

Phil2_2.jpg

Το 2000, στα 20 του πλέον, αποφάσισε να ακολουθήσει την τότε κοπέλα του (και νυν σύζυγό του) στη Βοστόνη, όπου θα σπούδαζε. Εκεί πέρασε μία από τις χειρότερες περιόδους της ζωής του. Βλέποντας την κοπέλα του να πετυχαίνει στο πανεπιστήμιο, ένιωθε τύψεις που δεν έδωσε ποτέ εξετάσεις, από τη στιγμή κιόλας που δεν κατάφερνε και τίποτα με τις μουσικές του αναζητήσεις. Παράλληλα δούλευε ως εργάτης σε αποθήκη, χειριζόμενος καθημερινά ένα ανυψωτικό μηχάνημα. Πέφτοντας σε καταθλιπτική λούπα, έκανε ακριβώς την αντίθετη ζωή από αυτή που επιθυμούσε. Το 2003 αποφάσισε λοιπόν να γυρίσει πίσω στο Lansdowne, γράφτηκε στο πανεπιστήμιο –το οποίο άντεξε βέβαια μόλις για ένα εξάμηνο, συνειδητοποιώντας πως το μόνο που έκανε μέσα στις διαλέξεις είναι να σκέφτεται ιδέες για νέα κομμάτια– και άρχισε να παίζει σε διάφορους χώρους της ανεξάρτητης σκηνής της πόλης. Και κάπου εκεί, γνώρισε τον Adam.

{youtube}7JVM1aHrBU4{/youtube}

O Adam Granofsky (όπως είναι το πραγματικό του όνομα) δεν ήρθε στη Φιλαδέλφεια μέχρι και τα 25 του. Με έναν πατέρα γεννημένο στη δεκαετία του 1930 και μία μητέρα που μπορεί να έγραφε κασέτες με τις επιτυχίες του Roy Orbison αλλά εκεί τελείωνε ο μουσικός της πλουραλισμός, μεγάλωσε σε ένα στείρο από δημιουργικά ερεθίσματα περιβάλλον, στο Dover της Μασαχουσέτης. Ανάμεσα λοιπόν στον κύκλο του, ήταν ο μόνος που επένδυε χρήματα σε δίσκους και καλά ακουστικά. Έχοντας εκδηλώσει έντονες καλλιτεχνικές τάσεις από νεαρή ηλικία, μόλις τελείωσε με τις σπουδές του (Ιστορία και Καλές Τέχνες), μετακόμισε στη Δυτική ακτή για να μελετήσει το έργο καλλιτεχνών των μέσων του 19ου αιώνα –του Elmer Bischoff π.χ., ο οποίος παράτησε τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό για πιο προσιτές τέχνες. 

Ενώ ζωγράφιζε, άρχισε να εξερευνεί όλο και πιο έντονα τον μουσικό καμβά, ακούγοντας Led Zeppelin, Joni Mitchell και Neil Young. Τα δε βράδια πειραματιζόταν πάνω στη δική του μουσική, την οποία ηχογραφούσε, συγκεντρώνοντάς την τελικά σε μια κασέτα που ονόμασε “Granduciel” –ψευδώνυμο που του είχε δώσει ένας Γάλλος καθηγητής του στο Λύκειο. Και ενώ έμεινε για έναν χρόνο στη Βοστόνη, σε ένα καπρίτσιο της στιγμής, αποφάσισε να μετακομίσει το 2002 στη Φιλαδέλφεια, στο διαμέρισμα όπου και μένει μέχρι και σήμερα. Κάπου εκεί, γνώρισε τον Kurt.

Phil2_3.jpg

Η συνάντησή τους ήταν εκρηκτική: ο Adam βρήκε στον Kurt τον εξωστρεφή χαρακτήρα που θα του έφτιαχνε τη διάθεση, ενώ ο Kurt διέκρινε στον Adam το στοιχείο διανόησης και εγκεφαλικότητας που ένιωθε ότι του έλειπε, τόσο ως φιλοσοφία ζωής, όσο και ως δημιουργικό συστατικό. Άρχισαν λοιπόν να ηχογραφούν μαζί στο θρυλικό διαμέρισμα του Adam, πολλά μάλιστα από τα τραγούδια που προέκυψαν τότε συμπεριλήφθηκαν τελικά στο ντεμπούτο του Kurt Vile. 

Παράλληλα, για να μπορέσουν και να επιβιώσουν (καθώς μέσω της μουσικής δεν έβγαζαν τίποτα, μάλλον σπαταλούσαν κιόλας –π.χ. για νέα πετάλια και κιθάρες), ο μεν Adam δούλευε μαζί με τον μετέπειτα μπασίστα των War On Drugs, David Hartley, σε μια εταιρεία καθαρισμού και διαχείρισης κολεγιακών διαμερισμάτων, ο δε Kurt στη βασική βιομηχανία μπύρας της Φιλαδέλφειας, προμηθεύοντας με μπύρες τις μηχανές στις κατοικίες. Όταν βόλευαν οι βάρδιες, βρίσκονταν με τα εταιρικά βανάκια και φτιάχνονταν ακούγοντας τα demo τους. Τελικά απολύθηκαν όλοι και αποφάσισαν (2005) να σχηματίσουν τους War On Drugs. Το όνομα το σκέφτηκε ο Adam πίσω στις μέρες του στην Καλιφόρνια, κατά τη διάρκεια μιας βραδιάς βουτηγμένη στο κρασί και τις συζητήσεις για τη δημιουργία ενός λεξικού, με έναν καλό του φίλο ονόματι Julian. Τελικά κατέληξαν στο War On Drugs, αντί για το Rigatoni Danzas, ενώ σίγουρα παρήχθησαν και άλλα τέτοια ...τρομαχτικά ονόματα στο μεταξύ! Το πλέον δε χαρακτηριστικό πρώιμο στιγμιότυπο καταγράφηκε σε ένα από τα πρώτα τους live, όταν έπαιξαν σε ένα μικροσκοπικό μαγαζί, το Fire: στο οποίο, μόλις o Vile βγήκε μόνος για encore, δεν είχε πια μείνει κανείς, παρότι κατά τη διάρκεια της βραδιάς ήταν γεμάτο.

{youtube}-3InoFn0eBE{/youtube}

Το 2006 άρχισαν να δουλεύουν σοβαρά για την πρώτη τους δουλειά, με τον τοπικό παραγωγό Jeff Zeigler. Τελικά κυκλοφόρησαν το ΕΡ Barrel Batteries στη Secretly Canadian και οι χαρακτηρισμοί για «μοντέρνους Bruce Springsteen» άρχισαν να πυκνώνουν δειλά-δειλά. Μετά την κυκλοφορία του ντεμπούτο τους, Wagonwheel Blues (2008) –στο οποίο συγκέντρωσαν και ξαναηχογράφησαν κομμάτια των προηγούμενων ετών, διατηρώντας όμως ένα lo-fi, ωμό και ακατέργαστο στοιχείο που χαρίζει έναν διάχυτο αυθορμητισμό– ο Kurt Vile εγκατέλειψε τη μπάντα για να συγκεντρωθεί στις δικές του δουλειές, μαζί με το live σχήμα του, τους Violators, μέλος του οποίου ήταν και ο Adam. Μετά την αποχώρησή του, οι φήμες για πιθανό τσακωμό φούντωσαν, αλλά και οι δύο διαψεύδουν τη δημοσιογραφική δίψα για «ζουμερά» νέα. Απλώς, ο καθένας επιθυμούσε να εστιάσει στην κατεύθυνση που ένιωθε ότι τον αντιπροσώπευε περισσότερο. Εξάλλου τα αμέσως επόμενα χρόνια και οι δύο μπάντες έπαιξαν μαζί σε αρκετά live, αντάλλαζαν δε συνεχώς μέλη επί σκηνής.  

Phil2_4.jpg

Μέσα στο 2008 βγήκε και το παρθενικό άλμπουμ των Violators, με τον σαρκαστικό τίτλο Constant Hitmaker, το οποίο ο ίδιος ο Kurt χαρακτηρίζει ως «best of όσων κομματιών είχε ηχογραφήσει με τον Adam», περασμένα όμως από ένα έξτρα ψυχεδελικό φίλτρο και εμφανώς επηρεασμένα από τη lo-fi  νόρμα της εποχής. Δεν είναι τυχαίο πως και ο Ariel Pink επικρότησε την προσπάθεια. Το 2009 ήταν μία ιδιαίτερα παραγωγική χρονιά για τον Kurt Vile, που τον είδε να κυκλοφορεί 2 άλμπουμ και 2 ΕΡ. Στο God Is Saying This To You..., όπου συνέβαλλε και ο αδερφός του, διατήρησε το lo-fi κάλυμμα που είχε συλλάβει μέσα από τις αρχικές του ηχογραφήσεις –δίνοντάς του εντούτοις πιο ονειρικές διαστάσεις. Πρώτα όμως με το The Hunchback EP και κατόπιν με το άλμπουμ Childish Prodigy (Οκτώβριος '09), άρχισε να καταλαβαίνει πως τα κομμάτια του είχαν δυναμική να πιάσουν σε μεγαλύτερο κοινό και θα έπρεπε έτσι να τους δώσει τις διαστάσεις που τους αξίζουν. 

Με το πρώτο του λοιπόν άλμπουμ για τη Matador, Smoke Ring For My Halo (2011), απαλλάχθηκε οριστικά από την εμμονή με το ερασιτεχνικό του παρελθόν: με τη βοήθεια του Adam και του Jeff Zeigler ακόνισε τον ήχο του, παραδίδοντας το πρώτο δείγμα της νέας του δημιουργικής εποχής. Ο Adam, από την άλλη, προσπαθούσε να βρει έμπνευση για ένα νέο άλμπουμ, ενώ παράλληλα έκανε αλλαγές στο line-up των War On Drugs και ακολουθούσε τον Kurt στις συναυλίες. Το Childish Prodigy, πάντως, ήταν εκείνο που άλλαξε εντελώς το παιχνίδι και για τους δύο: το κρυμμένο τους ταλέντο είχε πια αποκτήσει αυτοπεποίθηση και φιλοδοξίες. Και τα άλμπουμ που ακολουθούν στο επόμενο Indiestopia το μαρτυρούν με τον πιο τρανταχτό τρόπο.

Προτεινόμενη δισκογραφία:

The War On Drugs – Wagonwheel Blues (2008)

Kurt Vile – Constant Hitmaker (2008)

Kurt Vile – Childish Prodigy (2009)

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured