Αύγουστος του 2009: οι xx κυκλοφορούν το ομώνυμο ντεμπούτο τους στη Young Turks. Ο ελεγειακός, εσωστρεφής συναισθηματισμός τους χτίζει ρομαντικά και ντροπαλά τον δρόμο του για τις μεγάλες αρένες και γίνεται το αστικά σπαραχτικό σάουντρακ για πολλές πολιτισμικές φυλές. Ακολουθούν αμέτρητες συμμετοχές στη διεκδίκηση μουσικών βραβείων, μα και διακρίσεις –με ανώτερη αυτή του Mercury prize, τον Σεπτέμβριο του 2010. Τα κομμάτια τους (ειδικά το μαγευτικά σκοτεινό και δυσοίωνα εύθυμο “Intro”) ντύνουν αμέτρητες διαφημίσεις, τίτλους σειρών, μέχρι και αθλητικές διοργανώσεις. Ένα ξεχωριστό success story είχε μόλις φτάσει στην κορύφωσή του, φέρνοντας τέσσερα ντροπαλά παιδιά από το Λονδίνο –τα οποία στα πρώτα λάιβ δεν σήκωναν το βλέμμα από τα πόδια τους– ενώπιον ενός τεράστιου κοινού, που «αναγκάστηκε» να ταυτιστεί με τους εξομολογητικούς και εύθραυστους στίχους τους.
Αποτελεί δε αυτή η ιστορία και την ιδανική ιδεολογική αποκρυστάλλωση της Young Turks: στηρίζεται δηλαδή στην εύρεση εκείνης της μαγικής φόρμουλας που θα αφήσει χώρο για μια κρυστάλλινη αισθητική ταυτότητα, βρίσκοντας παράλληλα τη διαλεκτική πλατφόρμα ώστε να διοχετεύσει τις ιδέες της σε μεγαλύτερο κοινό. Πάντα βέβαια με τους δικούς της, αδιαπραγμάτευτους στιλιστικά και μουσικά όρους.
Η Young Turks είχε γεννηθεί 3 χρόνια πριν (2006), ως αποτέλεσμα μιας ιστορίας που μόνο το πάθος για τη μουσική μπορεί να δημιουργήσει. Ο Caius Pawson –εμπνευστής του label και γενικός υπεύθυνος– ήταν ήδη από την εφηβεία του ένα από τα πιο δραστήρια και cool ονόματα στα ηλεκτρονικά πάρτι του Λονδίνου. Η καλλιτεχνική ομάδα που είχε σχηματίσει πήρε το όνομά της από ένα χιτάκι του Rod Stewart (1981), το οποίο με τη σειρά του απηχούσε τους γνωστούς μας Νεότουρκους του Κεμάλ Ατατούρκ. Στη μεταφορική βέβαια έννοιά τους, αφού στόχος ήταν η περιγραφή νεαρών επαναστατών, κινούμενων ενάντια σε ό,τι η κοινωνία θεωρεί «φυσιολογικό».
Η ομάδα αυτή στάθηκε υπεύθυνη για την προώθηση λάιβ και την ανάδειξη βρετανικών ταλέντων, διοργάνωσε όμως και ξέφρενα DJ set σε γνωστά ηλεκτρονικά καταφύγια. Λίγοι ξέρουν πως έστησε τα πρώτα λάιβ ονομάτων άγνωστων στο μακρινό 2005, μα τόσο αναγνωρίσιμων σήμερα: Florence And The Machine, Adele, Laura Marling. Τα πράγματα άλλαξαν μετά από μiα επεισοδιακή βραδιά το 2006, όταν η κατάσταση σε ένα πάρτι βγήκε εκτός ελέγχου, με την αστυνομία να κατάσχει τον πολύτιμο εξοπλισμό του Pawson, προχωρώντας ακόμη και σε συλλήψεις συμμετεχόντων καλλιτεχνών. Όμως το όνομα του Pawson είχε πια διαρρεύσει, ως ταλέντου ικανού να μυριστεί τα indie breakthroughs. Κι έτσι ο Richard Russel –ιθύνων νους της XL, που συγκαταλεγόταν στους βασικούς «παίκτες» του εναλλακτικού στερεώματος– του πρότεινε να συνεχίσει ανεμπόδιστα το όραμά του δημιουργώντας ένα label με το δικό του στίγμα, που θα εντασσόταν στην οικογένεια της XL. Κι έτσι οι Young Turks έγιναν από ομάδα, δισκογραφική.
{youtube}G79g70YLeUw{/youtube}
Οι πρώτες κυκλοφορίες του νεοσύστατου label είχαν αναγνωριστικό χαρακτήρα. Τα 7ιντσα Λονδρέζων indie τροβαδούρων όπως του Jack Penate και του Kid Harpoon αποτελούν τις αρχικές, ερασιτεχνικές απόπειρες, με τα ραντάρ του Pawson να εστιάζουν τόσο στο περιθώριο (για ανερχόμενους καλλιτέχνες), όσο και στο προσκήνιο (για ονόματα αισθητικά συγχρονισμένα με τις ιδέες του). Το πρώτο σημαντικό άλμπουμ με την υπογραφή της Young Turks ήταν η δεύτερη δουλειά των hyped, αντισυμβατικών Καναδών Holy Fuck (Οκτώβριος 2007), με τον απλό τίτλο LP. Η αντίληψή τους για την ηλεκτρονική μουσική ήταν όσο περιπετειώδης, μοντέρνα, βρόμικη και εικονοπλαστική έπρεπε να είναι, η δε αξία της αναγνωρίστηκε τότε με υποψηφιότητα στα Juno awards (το καναδικό Mercury prize) για καλύτερο εναλλακτικό άλμπουμ της χρονιάς. Το LP αποτελεί ένα μικρό μεν μα χαρακτηριστικό δείγμα για το πώς το label πλάσαρε αβίαστα, ευρηματικά και ιδεολογικώς ακέραια έναν σχετικά αντιεμπορικό ήχο σε ευρύτερο κοινό, με απροσδόκητη αποδοχή. Μία πυκνή σύνοψη για τις μελλοντικές επιτυχίες.
Οι μήνες που ακολούθησαν χαρακτηρίστηκαν από έναν ατελείωτο βομβαρδισμό νέων ονομάτων και των ιδεών που έφερναν, ως αποτέλεσμα του ενθουσιασμού του Pawson για την επιτυχία και την αναγνωρισιμότητα που άρχισε να συγκεντρώνει το καλλιτεχνικό του «παιδί» στους εναλλακτικούς (και όχι μόνο) κύκλους. Αμέτρητα ΕΡ και 7ιντσα κυκλοφόρησαν τότε. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν το βουτηγμένο στον λυγμό single των folk/post-punk Σκωτσέζων Broken Records, το μίνι άλμπουμ των ποπ αισθηματιών Tanlines, η απολαυστική ΕΡ κυκλοφορία των lo-fi Wavves, αλλά και τα πρώτα άλμπουμ του Ισπανού El Guincho με την ιδιαίτερη, rock 'n' roll, tropicalia του.
Η Young Turks απεδείκνυε λοιπόν τον μουσικό της πλουραλισμό αλλά και τις γωνίες της ταυτότητάς της, με ένα πολυσχιδές ρόστερ που κινούταν από ηλεκτρονικούς μοντερνιστές και ποπ ρομαντικούς, μέχρι indie δανδήδες και «εξωτικούς» performers. Και όπως βέβαια κάθε εναλλακτική δισκογραφική που σέβεται τον εαυτό της, κυκλοφόρησε και μία συλλογή αντιπροσωπευτική του πνεύματός της, με κομμάτια από όλες τις σημαντικές της κυκλοφορίες μέχρι τότε. Όλα αυτά μοιάζουν βέβαια να έχουν πλέον μικροσκοπικές διαστάσεις μπροστά στη βόμβα που έσκασε με το ντεμπούτο των xx.
{youtube}Pib8eYDSFEI{/youtube}
Η μπάντα –η Romy, o Oliver Sim, ο Jamie xx και το πρώην πια μέλος Baria Qureshi– γνωρίστηκε το διάστημα που ήταν όλοι τους μαθητές στο Elliot School. Μάλιστα, πολλοί ακόμη Λονδρέζοι καλλιτέχνες του ίδιου αισθητικού φάσματος μαθήτευσαν στο συγκεκριμένο σχολείο, μέλη π.χ. των Hot Chip, ο Burial, αλλά και ο Four Tet. Μέσα από συνεντεύξεις τους, οι xx έχουν υπογραμμίσει πως η συνεισφορά του στη μελλοντική τους καριέρα ήταν τα αρνητικά συναισθήματα που τους δημιουργούσε, οδηγώντας τους στην έμπνευση.
Το ντεμπούτο τους είναι πράγματι ένα εντυπωσιακό άλμπουμ, το οποίο λατρεύτηκε από τα μέσα καταφέρνοντας και να δημιουργήσει μία συγκεκριμένη νόρμα εκείνη την περίοδο, μα και να επηρεάσει αρκετούς ακόμα καλλιτέχνες –έστω και όχι με ιδιαίτερο εκτόπισμα. Σε σχέση όμως με τη Young Turks πέτυχε δύο σημαντικά επιτεύγματα: φώτισε τον δρόμο και για άλλα acts του label ώστε να βγουν από το καβούκι τους και να κάνουν το άνοιγμά τους χωρίς απώλειες, ενώ ανέδειξε και το οπτικό κομμάτι της Young Turks αισθητικής.
Η καλλιτεχνική διευθύντρια της εταιρίας, η Molly Hawkins, ήταν εκείνη που συνέλαβε το όραμα των ιδιαίτερων λάιβ των xx: έστησε ένα ατελείωτο ψηφιδωτό από installations, σκοτεινούς κύβους με το σήμα της μπάντας και υφασμάτινους σκοτεινούς τείχους σε ασυνήθιστες τοποθεσίες, που μετέτρεπαν τις συναυλίες σε εύθραυστα, club τελετουργικά, σε πλήρη εγκεφαλικό συγχρονισμό με τη μουσική τους. Τα επόμενα χρόνια η δισκογραφική άρχισε να δομεί την εικόνα της πάνω σ' αυτήν ακριβώς τη λογική, δημιουργώντας ψυχικά και εικονοπλαστικά οφθαλμόλουτρα, σε ασκήσεις απαράμιλλης αισθητικής ισορροπίας και διαδραστικών περιπετειών.
Στον απόηχο της τεράστιας επιτυχίας των xx, η Young Turks συνέχισε σαν να μην είχε αλλάξει τίποτα. Το 2010 οι πιο ενδιαφέρουσες κυκλοφορίες ήταν το Latin των Holy Fuck (δίσκος πιο σκοτεινός και χορευτικός, αλλά λιγότερο ορμητικός και φρέσκος), τα παρθενικά EP των Sampha και Kwes –γεμάτα jazz και soul πινελιές, ηλεκτρονικούς πειραματισμούς και μία αίσθηση δροσιάς να τα διακατέχει– το single "Days" των Creep που θα έπρεπε να το βάλουμε σε μια χρονομηχανή για να γίνει χιτάκι το 1983, αλλά και το πιο εξωτικό και διασκεδαστικό άλμπουμ του El Guinco, Pop Negro, πάντα κινούμενο σε ό,τι ξέρει να κάνει καλύτερα: να δημιουργεί καλοκαιρινά σάουντρακ παιδικής νοσταλγίας και χορών, για τις ώρες πριν πέσει ο ήλιος.
Αλλά το 2011 βγήκαν δύο πολύ σημαντικά άλμπουμ: το ντεμπούτο του μυστήριου λονδρέζου DJ Aaron Jerome (ή διαφορετικά SBTRKT) και το πρώτο προσωπικό άλμπουμ του Jamie XX των xx, που ουσιαστικά ήταν η χορευτική, remixed εκδοχή στο I Am New Here του Gil-Scott Heron, από την προηγούμενη χρονιά. Στο δικό του ντεμπούτο, ο SBTRKT –με τη χαρακτηριστική του αφρικάνικη μάσκα να υποδηλώνει (σύμφωνα με τον ίδιο) μια επιθυμία διατηρήσης της ανωνυμίας του– απλώνει όλες του τις επιρροές για να δημιουργήσει ένα ποπ άλμπουμ με ηλεκτρονική επένδυση, γεμάτο μαύρα φωνητικά και αφορμές για χορό. Ο Jamie xx, από την άλλη, έχοντας ήδη αρχίσει να φτιάχνει όνομα στον ηλεκτρονικό μικρόκοσμο, κυκλοφορούσε remix εκδοχές στο "Rolling Ιn Τhe Deep" της Adele και στο "Bloom" των Radiohead, ενώ μετέτρεψε σε αγνώριστο dance διαμάντι τον ήδη εξαιρετικό δίσκο του Gil-Scott Heron.
{youtube}3yDP9MKVhZc{/youtube}
Το 2012 και το 2013 δεν ήταν ιδιαίτερα παραγωγικές και ενδιαφέρουσες χρονιές, καλλιέργησαν όμως την προσδοκία για ένα πιο δημιουργικό μέλλον. Αξιόλογη κυκλοφορία ήταν το δεύτερο άλμπουμ των Chairlift (και πρώτο για την Young Turks), το Something τον Ιανουάριο του 2012. Το ντουέτο από το Μπρούκλιν παρέδωσε σ' αυτό μια δουλειά κρυστάλλινης, αιθέριας ποπ, με sing-along κομμάτια, εθιστική ροή και συναισθηματικούς, ειλικρινείς στίχους. Μετά από 3 χρόνια και έναν μήνα ακολούθησε και η πολυαναμενόμενη επιστροφή των xx. Όμως το Coexist αποδείχθηκε απογοήτευση, ένα χλιαρό ως βαρετό κακέκτυπο του ντεμπούτο τους, με ελάχιστες στιγμές-σανίδες σωτηρίας. Συνέβαλλε πάντως στο να απελευθερωθεί ο Jamie xx από το σχήμα, αποκτώντας τον χώρο, τα ερεθίσματα μα και την αυτοπεποίθηση την οποία χρειαζόταν για τη μελλοντική του σόλο πορεία.
Το 2013 εμφανίστηκε επίσης μία από τις σημαντικότερες ανερχόμενες περσόνες της σύγχρονης μουσικής βιομηχανίας, η οποία είδε το ντεμπούτο ΕΡ της να κυκλοφορεί τον Σεπτέμβριο μέσω της Young Turks. Η FKA Twigs, αυτή η μυστήρια, σκοτεινή και εξωτική ύπαρξη, είχε μόλις κερδίσει την προσοχή του μουσικοδημοσιογραφικού στερεώματος.
Με πατέρα Τζαμαϊκανό και μητέρα Ισπανίδα, η Tahliah Debrett Barnett μεγάλωσε σε μια επαρχιακή, βαρετή πόλη της δυτικής Αγγλίας (έτσι περιγράφει η ίδια το Gloucestershire), και έχει να θυμάται εικόνες από το καθολικό σχολείο που παρακολουθούσε εκεί. Στα 17 της, και ενώ είχε ξεκινήσει να παίζει μουσική σε clubs του Λονδίνου, αποφάσισε να κυνηγήσει την τύχη της ως χορεύτρια, πετυχαίνοντας να εμφανιστεί σε βιντεοκλίπ της Kylie Minogue, της Jessie J και του Ed Sheeran. To 2012 κυκλοφόρησε το πρώτο της ΕΡ στο Bandcamp της (ως twigs), λόγω του έντονου τρόπου με τον οποίον σπάνε οι αρθρώσεις της –twigs ονομάζονται τα κλαδιά. Το hype πάντως άρχισε να εντείνεται με το βιντεοκλίπ για το "Water Me", που την παρουσιάζει ως πορσελάνινη manga κούκλα, σε μία εφιαλτική ατμόσφαιρα.
Η ένταξη της FKA Twigs από το «formely known as» στην ομάδα της Young Turks πυροδότησε και ενέπνευσε το καλλιτεχνικό όραμα που χρειαζόταν. Κι έτσι, το μεν EP 2 έφτασε το hype της στα ύψη, το δε ντεμπούτο της το επόμενο έτος της χάρισε ακόμα και υποψηφιότητα για Mercury, χάρη στο σύγχρονο, σκοτεινό και διεστραμμένο R'n'B σύμπαν του. Και πάλι, βέβαια, ήταν η αντίληψη της Molly Hawkins για μια ολοκληρωμένη οπτικοακουστική εμπειρία το στοιχείο που ξεχώρισε την FKA Twigs από τον υπόλοιπο σωρό, αφού εκείνη σμίλεψε τη σχεδόν άπιαστη, ημίθεη περσόνα που θαυμάσαμε στο βιντεοκλίπ για το εξαιρετικό “Two Weeks”.
{youtube}TP9luRtEqjc{/youtube}
Από την ημέρα της δημιουργίας της μέχρι και σήμερα, η Young Turks έχει καταφέρει να παραμένει πιστή στις θεμελιώδεις αισθητικές της αρχές, ενώ την ίδια στιγμή γνώρισε εμπορική επιτυχία περνώντας νόρμες, ρεύματα και προσωπικότητες στον ωκεανό του ευρύτερου κοινού. Ο νέος, απολαυστικός δίσκος του Jamie xx (In Colour) αποτελεί τρανταχτή απόδειξη: ηλεκτρονική μουσική με γωνίες, άποψη, στυλ, αμέτρητες μαύρες επιρροές και εξαιρετικά samples, υποψήφιος ήδη για ένα από τα σημαντικότερα άλμπουμ του 2015.
Το label δεν έχει πάψει λοιπόν ούτε το '15 να προσμετράται στις πιο συζητημένες δισκογραφικές. Και δικαίως, καθώς κατάφερε να φέρει σκοτεινά και υπόγεια συναισθήματα στο κέντρο του ενδιαφέροντος, επενδύοντας σε αυθεντικές μουσικές προσωπικότητες, με ιδέες και περιεχόμενο. Αν όμως υπάρχει κι ένα ηθικό δίδαγμα που πρέπει να μείνει πιο έντονα στο τέλος, είναι πως, για να φτάσεις εκεί που θες, δεν χρειάζεται να καταφύγεις σε εκπτώσεις και να μετρήσεις απώλειες. Ίσως ο συνδυασμός ρεαλισμού και ρομαντισμού να είναι το «μυστικό».
Προτεινόμενη δισκογραφία:
Holy Fuck – LP (2007)
The xx – xx (2009)
FKA Twigs – LP1 (2014)
Jamie xx – In Colour (2015)