Γυμνά ορεινά επιβλητικά τοπία στον βορρά, γαλήνιες πράσινες λοφώδεις εκτάσεις στον νότο. Η σκονισμένη καστροπολιτεία του Εδιμβούργου και η αυστηρά αστική αισθητική της Γλασκώβης, σε πλήρη αντίθεση με την αργή και απενοχοποιημένη καθημερινότητα της αγροτικής Σκωτίας. Η βαριά και ανοίκεια, αλλά τόσο λυρική και ζεστή, προφορά. Η ιστορία που σημαδεύει τον συγκεκριμένο τόπο. Είναι σαν όλες αυτές οι στερεοτυπικές αντιφάσεις της χώρας να διοχετεύονται αρμονικά στις μουσικές ιδιαιτερότητες και στις δημιουργικές συγκρούσεις που τη χαρακτηρίζουν.
Αυτό βέβαια δεν είναι κάτι που παρατηρείται για πρώτη φορά στα τελευταία 10 χρόνια· οι σπόροι είχαν ήδη φυτευτεί ως απόρροια της απότομης έκρηξης του post-punk. Το 1979, ο Alan Horne (μία πολύ ιδιαίτερη και περίεργη προσωπικότητα) δημιούργησε την Postcard Records, η οποία αγκάλιασε τις σημαντικότερες post-punk μπάντες της Σκωτίας, όπως τους Orange Juice, τους Josef K και τους Aztec Camera. Κοινό χαρακτηριστικό δεν ήταν μόνο ο συγγενικός ήχος –πιο ευχάριστος, ρυθμικός και μελωδικός από τη συνήθη φόρμα– αλλά και οι θεματικές σε στιχουργικό επίπεδο: ο αυτοσαρκασμός, η ανάγκη για διαφυγή, οι θεωρητικά χαρούμενοι και καθαροί ήχοι, ποτισμένοι όμως από συναισθηματικές τραγωδίες και υπαρξιακές αποτυχίες. Παρ’ όλη τη σύντομη ζωή της ανεξάρτητης δισκογραφικής, οι βάσεις και τα κύρια χαρακτηριστικά της σκηνής είχαν άτυπα δομηθεί.
Ως λογικό επακόλουθο δημιουργήθηκαν στη συνέχεια αρκετοί καλλιτεχνικοί απόγονοι. Οι Pastels, οι Delgados και οι Arab Strap εμπλούτισαν τα ηχητικά σωματίδια που απαρτίζουν τη σύγχρονη σκωτσέζικη μουσική παράδοση, ενσωματώνοντας πιο έντονα ηλεκτρονικά και folk στοιχεία. Παράλληλα, πραγματεύτηκαν βαθύτερες στιχουργικές έννοιες σε μία διαρκή προσπάθεια για την εύρεση της τέλειας αισθητικής συμμετρίας. Μπορεί μάλιστα να ισχυριστεί κανείς πως μπάντες όπως οι Belle And Sebastian, οι Mogwai και οι Franz Ferdinand έχουν απορροφήσει και ηχηρά αναδείξει στη δισκογραφία τους τις αρετές αυτής της σκηνής.
Πάντως την τέλεια αντανάκλαση και τη φυσική συνέχεια τη συναντάει κανείς στο τελευταίο μεγάλο σκωτσέζικο μουσικό ρεύμα, αυτό της άτυπης αναβίωσης του post-punk των τελευταίων 7 χρόνων, σε μία παλέτα όμως όπου μαζί αναμειγνύονται τόσο η folk παράδοση της χώρας, όσο και οι ηλεκτρονικές καταβολές, οι οποίες δύσκολα αποκόβονται. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ένα απίστευτα εύθραυστο κράμα, κρυμμένο πίσω από τραχείς και γλυκόπικρες ηχητικές επιλογές, επισκιασμένες από τα μελαγχολικά σκωτσέζικα φωνητικά· βουτηγμένο όμως στη συναισθηματική αναταραχή και στη νοσταλγική ομίχλη.
{youtube}nkUW_Kt9Nxg{/youtube}
Πρώτο άλμπουμ της νεοσύστατης αυτής σκηνής ήταν το συναισθηματικώς υπόγειο Sing To The Greys των Frightened Rabbit (2006). Αλλά, στην πραγματικότητα, το πρώτο σημαντικό και απόλυτα χαρακτηριστικό δείγμα γραφής κυκλοφόρησε 6 μήνες αργότερα και δεν ήταν άλλο από το βγαλμένο από αλλοιωμένες παιδικές αναμνήσεις και εφηβικούς εφιάλτες Fourteen Autumns And Fifteen Winters των Twilight Sad. Πρόκειται για ένα άλμπουμ που έλαβε απίστευτα θετικές κριτικές και προωθήθηκε μαζικά από τον ανεξάρτητο μουσικό τύπο –ιδιαίτερα από σκωτσέζικα μέσα όπως το DIS και το Skinny, τα οποία στηρίζουν άλλωστε μέχρι και σήμερα σχεδόν όλες τις καλλιτεχνικές προσπάθειες των συμπατριωτών τους, δημιουργώντας κλίμα αλληλεγγύης και δεσίματος. Αποτελεί ίσως και το πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της εν λόγω σκηνής: οι πολυεπίπεδοι σε ερμηνεία στίχοι παραδίδονται με μια γλυκιά και άμεση δοτικότητα, που προσγειώνεται αρχικά ανώμαλα αλλά στη συνέχεια καλλιεργείται ως ανάγκη στο αισθητήριο του ακροατή. Η δε μουσική ραχοκοκαλιά δεν θα μπορούσε να περιγραφεί καλύτερα από ό,τι είπε για εκείνη ο ίδιος ο frontman της μπάντας, James Graham: «folk μουσική γεμισμένη με στρώματα θορύβου».
Χαρακτηριστικό είναι πως και τα δύο αυτά άλμπουμ, όπως και η επόμενη καλλιτεχνική προσπάθεια των Frightened Rabbit –το εντυπωσιακά ειλικρινές και απίστευτα ψυχωμένο Midnight Organ Fight (2008)– κυκλοφόρησαν από το ανεξάρτητο βρετανικό label της Fat Cat, με έδρα το Μπράιτον. Ακόμη μία σκωτσέζικη μπάντα που βρήκε καταφύγιο εκεί για τις παρόμοιες αισθητικά ανησυχίες της, ήταν οι We Were Promised Jetpacks. Με ήχο πιο εύκολο και προσιτό, αλλά και με τραγούδια που προορίζονταν για άμεσα indie hits (π.χ. το "Quite Little Voices"), το ντεμπούτο τους These Four Walls ήρθε τον Ιούνιο του 2009 να επισφραγίσει θριαμβευτικά τη δημιουργία μιας σκηνής, που πλέον διέθετε ευδιάκριτη σάρκα και οστά.
{youtube}G5ZhBAylbN4{/youtube}
Εντωμεταξύ, στο συνήθως ομιχλώδες Εδιμβούργο, συνέβαινε κάτι πολύ ενδιαφέρον και μάλιστα ακριβώς στην αντίθετη πλευρά της ηχητικής παλέτας που μελετάμε. Ένα ανεξάρτητο μουσικό blog το οποίο λειτουργούσε από το 2004 ο μηχανικός Matthew Young υπό το όνομα "Song, by Toad", στάθηκε υπεύθυνο για την άνθιση μιας σκηνής με πνευματικές ανησυχίες ίδιες με εκείνες της Fat Cat, η οποία χρησιμοποιούσε όμως διαφορετικές μουσικές διαλέκτους: o ήχος ήταν απαλλαγμένος από indie μικρόβια και επιχειρούσε να αγκαλιάσει όσο πιο σφιχτά γινόταν τις νατουραλιστικές γέφυρες και νόρμες που πήγαζαν από τα βιώματα των καλλιτεχνών.
Μετά από μία βουτηγμένη στο αλκοόλ συζήτηση με τη μπάντα Broken Records –που τόσο ταίριαζε στο καλλιτεχνικό όραμα του Matthew Young, αλλά δεν καρποφόρησε κάποια συνεργασία– δημιουργήθηκε από τον ίδιο το 2008 η Song, by Toad Records. Και καλλιτέχνες όπως οι Meurasalt, ο King Creosote και αργότερα οι Sparrow And The Workshop βρήκαν το ιδανικό κρησφύγετο για τις πιο μινιμαλιστικές συνθετικά μα πυκνότερες πνευματικά ανησυχίες τους, δίνοντας βάρος κυρίως στο στοιχείο της σκωτζέζικης παράδοσης, ενσωματωμένο βέβαια σε σύγχρονες μουσικές φόρμες.
{youtube}57EEspGFGqg{/youtube}
Αλλά το συγκρότημα που κατάφερε να παντρέψει με ιδιοφυή τρόπο τις post-punk αρετές με τις folk καταβολές του, ακονίζοντας παράλληλα τις krautrock και ηλεκτρονικές τεχνοτροπίες, είναι οι Phantom Band. Οι οποίοι κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο τους Chekmate Savage τον Ιανουάριο του 2009 μέσα από την τρίτη και πιο δραστήρια δισκογραφική –κυρίως στα περιθώρια και όχι στο επίκεντρο της σύγχρονης σκωτσέζικης σκηνής– την Chemikal Undreground Records, προϊόν αγάπης της εμβληματικής για τα indie 1990s μπάντας των Delgados. Το Chekmate Savage βρήκε σημαντική απήχηση στο κοινό της χώρας του αλλά και στο παγκόσμιο ανεξάρτητο στερέωμα, λαμβάνοντας μαζικές θετικές κριτικές. Μαζί με το ντεμπούτο των Twilight Sad και το Midnight Ogan Fight των Frightened Rabbit συναποτελούν τα τρία πιο αντιπροσωπευτικά άλμπουμ της εν λόγω σκηνής, σε όποιο επίπεδο ανάλυσης και αν το προσεγγίσει κανείς.
Το τέλος του 2009 και το 2010 βρήκε τους Twilight Sad να επιστρέφουν με το δεύτερο άλμπουμ τους, Forget The Night Ahead, με πιο γενναιόδωρη και εμπλουτισμένη παραγωγή, η οποία μάλλον κάλυπτε τις φτωχές συνθετικές τους ιδέες· τους Frightened Rabbit να είναι πολύ πιο χαρούμενοι με τη ζωή στο The Winter Of Mixed Drinks και τους Phantom Band να πετυχαίνουν μία ακόμη πιο συμπαγή εκδοχή του ιδιαίτερου μουσικού συνδυασμού που πρότειναν στο κοινό, με το The Wants. Εισχωρώντας όμως στη νέα δεκαετία το τοπίο άλλαξε ριζικά και σκοτείνιασε, καθώς μία από τις μπάντες της σκηνής δημιούργησε ένα από τα πιο κλειστοφοβικά διαμάντια των τελευταίων ετών, παρασέρνοντας και τους υπόλοιπους σε αυτό το επικίνδυνο ρεύμα...
Προτεινόμενη δισκογραφία
Twilight Sad: Fourteen Autumns And Fifteen Winters (2006)
Frightened Rabbit: Midnight Organ Fight (2008)
Phantom Band: Checkmate Savage (2009)