φωτογραφίες: Katja Ruge (1,12,13,14,15), Dario Dumancic (2), Christoph Eisenmenger (3,5), Christian Hedel (4), Lisa Mainen (7), Michael Rathmayr (10), Lucia Pagliara (11)
Η καλή μέρα, αν είσαι στο Αμβούργο, φαίνεται κάπου εκεί στο μεσημεράκι. Έχεις μόλις τακτοποιήσει τις διαμονές και τα πάσα σου και στο press lounge πέφτεις ξαφνικά πάνω σε τρεις σχετικά σφιχτοδεμένους, μεσαίου προς ψηλού αναστήματος Άγγλους, που προσέχουν σχολαστικά να μην χυθεί η μπύρα τους.
Ψελλίζεις κάτι σαν «sorry, wait, you are the guys from Sleaford Mods, right;» και o Jason Williamson σε κοιτάζει με το μόνιμα στραβωμένο ύφος του και απαντάει «fuck, this place is bullocks, let’s get the fuck out of here».
Καλώς ήρθατε στο Reeperbahn Festival 2019, το ευρωπαϊκό αντίστοιχο του SXSW. Για τις υπόλοιπες 4 μέρες, σε κάτι λιγότερο από 60 stages σε μια πόλη 2 εκατομμυρίων, θα παρελάσουν κοντά στα 300 συγκροτήματα, μεταξύ αυτών και 3 ελληνικές συμμετοχές, σε ειδικό showcase στο κέντρο σχεδόν του φεστιβάλ. Όλα στην περιοχή St. Pauli, ναι αυτή με την ποδοσφαιρική ομάδα και το γνωστό street fashion brand με logo τη νεκροκεφαλή.
Let’s go.
Συνεχίζοντας τη σύνδεση με το δίκτυο που προβλέπει αντίστοιχα conferences –βλέπε CMJ Νέας Υόρκης ή The Great Escape στο Brighton– η κατάσταση για κάποιον από την αποδυναμωμένη μουσική αγορά της Ευρώπης, βλέπε Ελλάδα, είναι μη ενθαρρυντική. Εννοώ ότι, εκεί που ακούς δίπλα σου executives να λένε «άσε, έχω σκουριάσει από το καλοκαίρι, έχω να δω καλό σόου και να ταξιδέψω σε φεστιβάλ εδώ και 3 βδομάδες», σκέφτεσαι ότι εσύ βλέπεις μετρημένα καλά σόου, πόσο μάλλον με την ελπίδα να ανακαλύψεις ανερχόμενες και ανυπόγραφες μπάντες. Κι εκεί που λες θα το ξεπεράσω, πέφτεις πάνω στα περίπτερα της GEMA (εταιρεία συλλογής πνευματικών δικαιωμάτων) και της Orchard και συνειδητοποιείς ότι είσαι όντως ο φτωχός συγγενής.
Στη GEMA αναρωτιούνται ακόμα αν έχουμε λύσει το μπάχαλο ΑΕΠΙ, ενώ στην Orchard ελπίζουν πως μπορεί σε κάποια φάση η αγορά μας να γίνει καλύτερη, αν ο κόσμος καταναλώσει πιο υπεύθυνα μουσική από τα digital streams, με δεδομένο ότι δεν έχουμε καν γραφεία της Spotify στη χώρα.
Kαι πάλι όμως, εσύ βρίσκεσαι εκεί για τη μουσική και τα χοτ ντογκ. Κατευθύνεσαι λοιπόν στο Festival Village και στο Art Playground stage πέφτεις πάνω στο installation A Sympony Of Noise, inspired by Matthew Herbert. O ορισμός του «ηχοτοπία» και, περιέργως, η υπογραφή ενός Έλληνα σε επίπεδο sound design, του Φοίβου-Άγγελου Κόλλια. Λίγο πιο δίπλα, στη rollerskate πίστα, βλέπεις να ζεσταίνουν τα πατίνια τους επίδοξοι rollerskaters, σκέφτεσαι το αποτύπωμα που έχουν αφήσει κι εδώ τα αντίστοιχα parties του Μοοdyman και ψάχνεις απεγνωσμένα την καλή μουσική.
Η Αmili είναι από τα νέα ταλέντα της γερμανικής αγοράς και, μόλις στα 19, κάνει bedroom R'n'B, την οποία σου προσφέρει απλόχερα στις 6 το απόγευμα στο open air stage Ν-Joy Reeperbus, δηλαδή σε ένα κινητό stage-λεωφορείο του ραδιοφωνικού σταθμού N-Joy. Γνέφεις ΟΚ, κρατάς το όνομα ως «πιθανόν για το μέλλον» και ξανακοιτάς το πρόγραμμα. Αυτό που δείχνει να έχει μια αξεπέραστη ουρά και σε αυτήν να έχουν ήδη πάρει θέση άτομα από το press και music industry ολόκληρου του κόσμου (οπότε δεν μπορείς να μπεις), είναι το σόου Ekki Hugsa 360° του Ólafur Arnalds, στο Πλανητάριο.
Μέχρι δε να γίνει ξεκάθαρο ότι δεν θα μπεις στο Πλανητάριο, έχεις ήδη χάσει το μισό φιλμ French Waves για τη γαλλική ηλεκτρονική σκηνή, πιο επίκαιρο από ποτέ μετά τον απρόσμενο φετινό χαμό του Phillipe Zdar.
Aν έχεις μια σχετική εμπειρία, γίνεται ξεκάθαρο ότι αυτές τις μέρες που το Reeperbahn παίρνει παραπάνω ζωή από το κανονικό, θα πρέπει ή να στήνεσαι στις ουρές ή να αποφασίζεις ότι θα το ζήσεις σε μικρά stages, ψάχνοντας σχετικά άγνωστα ονόματα. Όπως οι Bazzookas, ας πούμε, με 2 zz και s στο τέλος. Οι οποίοι γυρνάνε ασταμάτητα με το Bazzookas tour bus-mini stage αντίστοιχα φεστιβάλ ανά τον κόσμο, αλλά η μουσική τους είναι ό,τι πιο κλισέ σε ροκ-reggae-wannabe feelgood φάση.
Koινώς, το catch-up στην πλατεία είναι που κάνει τον χαμό, γνωρίζοντας ότι film stars επιπέδου Matt Dillon ή περσόνες τύπου Peaches έχουν γεμάτο το κεντρικό Opera House για το επίσημο opening του φεστιβάλ. Λίγο πιο αργά, άλλωστε, εκεί αναμένεται να κάνει τη live επιστροφή της η Feist, ενώ ελάχιστα πιο δίπλα, στο επίσημο alternative συναυλιακό venue του Αμβούργου (το περίφημο Docks), οι Sleaford Mods γίνονται talk of the town. Και δίκαια, αν με ρωτάτε.
Για την ημέρα Τετάρτη, η ελληνική αποστολή τιμά σύσσωμη το showcase της Αυστρίας, με κυρίως καλό φαγητό της αντίστοιχης αποστολής. Από τις 7μμ. και μετά, λοιπόν, ο χώρος Indra, με την ωραία πίσω αυλή, γεμίζει με στελέχη της αυστριακής μουσικής κοινότητας, ενώ στη σκηνή δεσπόζει το δίδυμο των Αnger.
Mε εμφανέστατες επιρροές από The xx και μια σχετική εμμονή με το vocoder/autotune, οι Anger παρουσίασαν με σχετική άνεση τη φουτουριστική indie pop τους. Ξεκάθαρα, όμως, τα πιο έμπειρα τουλάχιστον αυτιά άκουσαν περιθώρια βελτίωσης· κυρίως στη χρήση της αγγλικής γλώσσας, καθώς το sοund concept ήταν (σχετικά) στη θέση του. Ακολούθησαν άλλοι δύο indie πολυοργανίστες υπό το όνομα Ohel, με soul καταβολές. Οι οποίοι το μόνο που έκαναν ίσως ξεκάθαρο, ήταν η τάση να ταξιδεύει κανείς με το μικρότερο και πιο ευέλικτο σχήμα σε τέτοιου είδους μαζικά φεστιβάλ. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι πολλοί σόλο καλλιτέχνες έτυχαν ιδιαίτερης προβολής και οι παραγωγές ήταν ως επί το πλείστον μαζεμένες και με βάση την ηλεκτρονική μουσική.
Πράγμα που μας πηγαίνει στην αποκορύφωση της πρώτης μέρας. Η μετριότητα στις συνθέσεις και η αγωνιώδης αναζήτηση νέων ταλέντων λαμβάνει τέλος γύρω στις 11 παρά, στο κλειστό stage Klubhaus-Haaken στην πλατεία St. Pauli. H Georgia, με τον αέρα καλλιτέχνιδας που μόλις στα 19 έχει υπογράψει στη Domino και θεωρείται το μέλλον της λονδρέζικης σκηνής δίπλα σε ονόματα όπως Jai Paul και Kate Tempest, κυριολεκτικά μόνη (μαζί με το ηλεκτρονικό drum set της), κάνει ό,τι θέλει τη σκηνή και το κοινό. Τους χορεύει, τους έχει στην αναμονή με τα χέρια στον αέρα στο νέο της single “About To Work The Dancefloor” και τους διαλύει με το χαρακτηριστικό της χιτ “Started Out”. Επιτέλους, το φεστιβάλ ρολάρει.
Στο τέλος της Georgia, κυριολεκτικά στη διπλανή πόρτα, εμφανίζεται το νέο ταλέντο που έχει υπογράψει η παλαιάς κοπής κολεκτίβα Big Crown Records, του Leon Michels εκ των Εl Michel's Affair.
O Φινλανδός Βobby Oroza παίζει στα δάχτυλα τη vintage soul των 1960s, το ίδιο και η μπάντα του –η πρώτη στο φεστιβάλ που ξεπερνάει τα 5 μέλη. Έτσι, κυριολεκτικά μετατρέπει το ήδη σκοτεινό Angie's Nightclub σε πρωτοκλασάτο καμπαρέ, με τα blues, τη soul και τις jazz επιρροές να στοιχειώνουν τοίχους και κοινό. Ο (επίσης Φινλανδός) Jimi Tenor περνάει βέβαια από το μυαλό μου σαν αναφορά, όμως είναι η ερμηνεία του Oroza που του δίνει προβάδισμα σε αυτήν την εποχή. Με το δεδομένο της πρόσφατης κυκλοφορίας του στο κλασάτο νεοϋορκέζικο label, η φήμη του στο ύφος που έχουν υπηρετήσει ονόματα όπως ο Lee Fields και ο Charles Bradley, αναμένεται να μεγαλώσει.
Η τρίτη και πλέον ελπιδοφόρα έκπληξη, λίγο πριν τη λήξη της βραδιάς, έρχεται από τη νέα jazz σχολή. Με το Οpera Ηouse, όπου εμφανίζεται η Feist, να εξακολουθεί να είναι κατά 200 θέσεις πιο γεμάτο απ' ό,τι προβλέπεται, η Βρετανίδα Tamzene και το ηλεκτρονικό pop/soul τρίο της συνεπαίρνουν το κοινό του Mojo Jazz cafe. Mία ώρα πριν, το main stage του Mojo club χόρευαν με αφρικάνικες διαθέσεις οι εκ Ντίσελντορφ ορμώμενοι Gato Pretto –ξεκάθαρα ones to watch για τον κόσμο της έθνικ/world μουσικής· αλλά τώρα, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, το cool Μοjo Jazz cafe έχει αφεθεί στη «μπλε» φωνή της πιτσιρίκας Tamzene.
Η ποπ της λίγο πιο mainstream απ' ό,τι θα ήθελε ο Gilles Peterson και λίγο πιο ιδιαίτερη απ' ό,τι θα έψαχνε ο Diplo, αλλά το songwriting της ειδικά στο hit “Last Song” είναι δυνατό και η συμπαθέστατη σκηνική της παρουσία, σε συνδυασμό με το νεαρό της ηλικίας, δίνουν ξεκάθαρο προβάδισμα. Εννοώ –και κλείνω με αυτήν τη σκέψη την πρώτη μέρα– «νιώστε το λίγο», καθώς στην έναρξη του Reeperbahn 2019 πρωταγωνίστησαν σόλο φιγούρες ή ντουέτα με ηλικίες μικρότερες των 23 και ήχο που είναι φτιαγμένος στα εφηβικά τους δωμάτια, κοιτώντας το μέλλον.
Σε λιγότερο από 16 ώρες, εντωμεταξύ, σε ένα από τα main stages του Reeperbahn 2019, θα λάμβανε χώρα η ελληνική αποστολή με τον Sillyboy (ο οποίος μετράει 15 χρόνια σαν επαγγελματίας μουσικός), τη Δανάη Νίλσεν σαν πρωτοεμφανιζόμενη μεν στη δισκογραφία μα με θητεία 10αετίας (plus) σε σχήματα όπως Rosebleed και τους –λίγο παραπάνω από– 25άχρονους Sworr.
Ξυπνάς λοιπόν στο σχεδόν χειμωνιάτικο Αμβούργο, ημέρα Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου. Στριμώχνεσαι με τον καφέ ανά χείρας, γιατί πρέπει να παρακολουθήσεις το πάνελ της εταιρείας συλλογής πνευματικών δικαιωμάτων PRS, στο Οpera Ηouse. To Keychange 2.0 πάνελ έχει από την αρχισυντάκτρια του Pitchfork Puja Patel, μέχρι Kate Nash και Peaches. Όλες εκεί για την αλλαγή που ζει η μουσική βιομηχανία στο streaming και για τον πρωταγωνιστικό ρόλο της γυναίκας στη νέα εποχή.
Λίγο πριν τη 1μμ., έπειτα, κίνησα βιαστικά στο Artist Village για το sign in των Ελλήνων. Σε λιγότερο από 1 ώρα, ο Sillyboy, αφού ξεναγηθεί στο ολοκαίνουριο nightliner tour van της Pieter Smit, θα δώσει ένα ακουστικό performance για το ολλανδικό ραδιόφωνο Kink μέσα από το βαν, ενώ στη σκηνή Fritz Buhne –στο χωριό των μουσικών– θα απολαύσεις την πρώτη μπύρα με το τσέχικο δίδυμο των Τeepee. Φολκ, ψυχεδελικοί, ταξιδιάρικοι. Φινετσάτη, αεράτη ποπ.
{youtube}aUZoWjz0QhY{/youtube}
Στις 3:30μμ. οι Foreign Diplomats από τον Καναδά, με σχετικό hype, παίζουν το ακουστικό τους set στο εξωτερικό stage του N-joy Reeperbus. Το μυστικό στα ευρωπαϊκά μουσικά conferences είναι να βλέπεις ό,τι αμερικάνικο σου προσφέρεται α) γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι θα τους ξημερώσει σε λίγο καιρό και β) γιατί, για να κάνανε το υπερατλαντικό ταξίδι, σημαίνει ότι το πάνε σοβαρά. H τυπική indie dance pop των Foreign Diplomats δικαίωσε λοιπόν το hype κερδίζοντας τις εντυπώσεις, αν και όχι περισσότερο από το χοτ ντογκ που συνοδεύει τη βόλτα μου στις σκηνές. Η ακουστική τους εκδοχή, πάντως, είναι πλέον στα βιβλία μου.
Το ίδιο ισχύει και για τη σκανδιναβική, ραδιοφωνική ποπ της Kiddo, το “Drunk And I Miss You” της οποίας απολαμβάνω στο ίδιο stage, 40 λεπτά αργότερα.
Λίγο πιο δίπλα, στο Sommersalon του Klubhaus, η Ιταλίδα Julielle –το νέο single της οποίας είχε μόλις φτάσει στα promos μου– έδινε τον δικό της αγώνα για αναγνώριση. Το δελτίο Τύπου έκανε λόγο για επιρροές από Bonobo, Flume και Four Tet. Στο λιτό, ατμοσφαιρικό της live, ξεχώρισε η ιδιαίτερη φωνή της και η μαεστρία στο να δημιουργεί στρώματα από synths και ρυθμούς, τα οποία γαληνεύουν τον ακροατή.
Κοινώς, όχι και ό,τι πιο φεστιβαλικό. Αλλά, επαναλαμβάνω, η bedroom pop εκδοχή διαφόρων σόλο projects είναι ξεκάθαρα η νέα τάση για την ανερχόμενη γενιά μουσικών, η οποία θεωρεί πλέον δύσκολο και πανάκριβο να τουράρει με 4 άτομα ή να συνθέτει μέσα σε στούντιο, με ακριβό κόστος παραγωγής. Σας κάνει ή όχι, σε τέτοια φεστιβάλ ανακαλύπτεις το πού πάνε τα πράγματα.
Πίσω στο Ν-joy Reeperbus, παρελαύνει το μέλλον της soul. H Celeste, γεννημένη στο Λος Άντζελες και μεγαλωμένη στο Brighton, διαθέτει τη φωνή-διαβατήριο για τα σαλόνια όπου περπάτησε η Adele, μα και το songwtriting/look το οποίο καθιέρωσε την Erykah Badu. Αν όχι ήδη, στα 24 της, ο κόσμος θα την ψάχνει πολύ σύντομα· οπότε μπαίνει με άνεση στη λίστα με τα ονόματα που θα συστήσω στη νέα σεζόν του Avopolis Radio. Στο ακουστικό set του N-joy είναι πιο άνετη και δίνει πόνο στην ερμηνεία, αλλά το βράδυ έμαθα ότι είχε κόσμο μαζί της επί σκηνής και ότι άνοιξε σαγόνια.
Βλέπετε, για τη 2η μέρα του φεστιβάλ, οι υποχρεώσεις του Greek Music Export stage –το οποίο να τονίσουμε ότι στήθηκε με την υποστήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού– κρατούσαν τις μετακινήσεις κοντά στο Spielbude stage της κεντρικής πλατείας του St. Pauli. Oι ετοιμασίες είχαν ξεκινήσει από τις 6μμ. και στις 8μμ., μπροστά σε κάτι λιγότερο από 30 άτομα και με την ένταση του ήχου (κατόπιν αυστηρής εντολής) στα 80 decibel, το τρίο των Sillyboy’s Ghost Relatives ξεκίνησε τη διαδικασία ανάδειξης στην ευρωπαϊκή μουσική αγορά, με ό,τι καλύτερο (δεν είμαι σίγουρος) και πλέον φρέσκο έχει να επιδείξει η εγχώρια σκηνή.
Σημειώσεις και εξηγήσεις, προ παρεξηγήσεων. Οι αποστολές εγχώριων μουσικών στο Reeperbahn γίνονται κατόπιν δήλωσης συμμετοχής στο ίδιο το φεστιβάλ και κατόπιν έγκρισης, αφενός της επιτροπής του κι έπειτα του γραφείου Greek Music Export, το οποίο επιμελείται το σχετικό stage. Επιπλέον, πρόκειται για αποστολές σχημάτων ή μουσικών που έχουν τη δυνατότητα να αυτοχρηματοδοτήσουν το ταξίδι. Πέρσι, λ.χ., είχαμε μία ακόμη φουρνιά σπουδαίων Ελλήνων indie καλλιτεχνών, με συμμετοχή της Σtella, του Leon Of Athens και του Theodore.
Eπίσης, πρόσβαση στο event έχουν μόνο όσοι δημοσιογράφοι ή μέλη της ευρωπαϊκής μουσικής βιομηχανίας έχουν προσκληθεί και έχουν αποδεχθεί την πρόσκληση για το ελληνικό showcase, καθώς και όσοι κάτοχοι εισιτηρίων έχουν επιλέξει το φουλ πακέτο εκδηλώσεων του φεστιβάλ. Σε ακόμα πιο απλή γλώσσα, όσα περισσότερα e-mail είχαν απαντήσει ότι ενδιαφέρονται να δουν το showcase (ή κάποιο από τα ελληνικά acts) και όσο περισσότερο κόσμο με δημοσιογραφική ή music business πρόσβαση μπορούσε να συγκεντρώσει στον χώρο ένα από τα ονόματα, τόσο αριθμητικά θα ήταν και το κοινό του.
Για φέτος, λοιπόν, τον άχαρο ρόλο του opening act είχαν αναλάβει ο Sillyboy και οι δύο on tour Ghost Relatives του. Αισίως στο 4ο του άλμπουμ (αλλά πρώτο με διεθνή, φυσική κυκλοφορία), βγαλμένο από το βρετανικό label Claremont 56 –έχοντας μόλις ξεπουλήσει τις πρώτες 350 κόπιες και με πρεμιέρα του video στο βερολινέζικο Majestic, μα και συνέντευξη στο επιδραστικό site Katbult– ο Μπάμπης Κουρτάρας έπαιξε 3 καινούρια τραγούδια και άλλα τόσα από τις προηγούμενες 3 δουλειές του, στο προαναφερθέν κοινό των 30κάτι ατόμων.
Λίγο μετά τις 9μμ., μέσα στο ειδικά διαμορφωμένο κουστούμι της και με τον αριθμό του κόσμου να έχει πλέον διπλασιαστεί, εμφανίστηκε η Δανάη Νίλσεν. Να πούμε βέβαια εδώ ότι, στον αρχικό σχεδιασμό του Greek Music Export, στη θέση αυτή θα βρισκόταν η Sarah P., γνωστή από τη συμμετοχή της στους Keep Shelly In Athens –και με δική της πλέον, σόλο δισκογραφία. Για λόγους όμως ανωτέρας βίας ακύρωσε, οπότε τη θέση της κατέλαβε η Δανάη Νίλσεν, με το πρώτο της single “Unbelievable” (στο label United We Fly, που κατά βάση τρέχει ο Theodore), να μετράει μία εβδομάδα κυκλοφορίας.
Με το ιδιαίτερα εμβληματικό drum μπάσο από φιάλη συσκευασίας ψύκτη νερού δαπέδου και με την αέρινη ποπ φωνή της, συνέδεσε ιδανικά τις νέες ηλεκτρονικές synth pop φόρμες με τις φολκ μελωδίες, που προέρχονται τόσο από την Ελλάδα και την ευρύτερη περιοχή, όσο και από τις βορειοευρωπαϊκές καταβολές που μαρτυρά το επώνυμό της (έχει ρίζες από Δανία).
Στο headline spot της βραδιάς, μόλις έναν χρόνο μετά την επίσημη κυκλοφορία του ντεμπούτο τους, ο φρέσκος ηλεκτρονικός ήχος των Sworr. πέρναγε στο γεμάτο πλέον stage του Greek Music Export. Είτε γιατί το πρόγραμμα και η επιμέλεια του line-up είχαν κάνει τη δουλειά, είτε γιατί οι Sworr. (που έτσι κι αλλιώς μπήκαν δυναμικά στα εγχώρια δρώμενα) έχουν management εξαιρετικών δυνατοτήτων, το Greek Music Export stage επιτέλους έδειχνε ζωντανό και γεμάτο. Χειροκροτήματα, ελαφρό λίκνισμα και φρέσκες φάτσες συνόδευσαν ό,τι πιο κοντινό έχει βγάλει η Ελλάδα στον ήχο των The xx. Πιθανό δε να συγκέντρωσαν και αρκετό music business ενδιαφέρον, με το δεδομένο ότι έχουν νέο άλμπουμ στα σκαριά. Μετά από αυτό το live, ας ελπίσουμε ότι θα αποκτήσουν και διεθνή δισκογραφική στέγη.
Τα 80 decibel βέβαια, δεν καθιστούσαν τα παραπάνω και την απόλυτη μουσική εμπειρία. Η θερμοκρασία, επίσης, δεν στάθηκε σύμμαχος: λίγο πριν τις 11μμ., με το κρύο πλέον αισθητό, το καταφύγιο για πραγματικά καλή και δυνατή μουσική ήταν το Mojo Jazz Club. Η μπάντα-αποκάλυψη για το φετινό φεστιβάλ, τουλάχιστον για μένα, άκουγε στο όνομα Jungle By Night. Αριθμούν 9 μέλη επί σκηνής και ο τρόπος με τον οποίον συνδέουν τη disco, τα breaks, την jazz και τη γενικότερη afro κουλτούρα, υπήρξε φοβερός.
Μια πραγματικά cosmic χορευτική εμπειρία, σε ένα κατάμεστο χώρο, με απίστευτες εγκαταστάσεις. Αμφιθεατρικός, με κλάση ανάλογη σπουδαίων clubs και με μια μπάντα ιπτάμενων Ολλανδών εκεί κοντά στα 30 να ξεσηκώνει τους πάντες. Με τη σφραγίδα άλλωστε και μεγάλων ονομάτων της dance σκηνής (το remix του Ron Trent στο "Spending Week" τους, ροκάρει ακόμα τα DJ set μου) και ολόφρεσκο νέο άλμπουμ στη Rush Hour με διανομή από την Κ7, οι Jungle By Night έχουν το πακέτο που δεν μπορείς να αντισταθείς. Kαι, με την βοήθεια του απίστευτου Mojo Jazz Club, μας πήραν τα σώβρακα –με το συμπάθιο. Ανακαλύψτε τους τώρα, ξεκινώντας από το live video στο τέλος του κειμένου.
Κι αν σας έδωσα το μουσικό tip που εδώ και μερικές χιλιάδες λέξεις περιμένατε, αφήστε με να ηρεμήσω κι εγώ, όπως ακριβώς έκανα αμέσως μετά το live τους, επισκεπτόμενος τον φοβερό πολυχώρο Molotov. Μάλλον το καλύτερο DIY hang-out bar, club, music space στο οποίο έχω βρεθεί, μετά το θρυλικό Maria στο Βερολίνο.
Τις μπύρες της Πέμπτης ακολούθησε το hangover της Παρασκευής και μαντέψτε ποιος με ξελάσπωσε από τον πονοκέφαλο και τον έλεγχο ασφαλείας των Γερμανών, στο αεροδρόμιο του Αμβούργου:
- Υου seem to be in trouble mate? How are you hanging?
- WTF?! Aren’t you that block from Sleaford Mods? Let’s hit the bar...
{youtube}xtTo5TrLgtI{/youtube}