Αναδημοσίευση από το περιοδικό Sonik
Το μισό rock 'n' roll είναι η εικόνα. Έχει αποδειχθεί αυτό είτε από μελέτες, είτε από την ίδια την εμμονή μας με το είδος. Βράσε όρυζα αν δε σε εξιτάρει ο λυσσασμένος λύκος που σκούζει στο δίσκο, αν δεν είναι σε θέση να βγάλει αυτή τη μανία και στη θωριά του. Το ίδιο λοιπόν, μετασχηματίζεται και περνάει και στον οπαδό. Γι’ αυτό και ενίοτε, όταν συναντάμε οπαδό των Deicide, ο οποίος πηγαίνει στη δουλειά του στην τράπεζα το πρωί και φέρεται με τους τύπους που δεν έχουν καθόλου να κάνουν με αυτό που φανατικά ακούει, σχολιάζουμε ότι, είτε με (βαθύ) πρόβλημα έχουμε να κάνουμε σχιζοειδούς προσωπικότητας, είτε κάποια μέρα θα βγει με το πολυβόλο να μας καθαρίσει όλους...
Προσωπικά ο πρώτος ρόκερ που είδα στη ζωή μου ήταν το 1975, και δεν ήταν μήτε ο Bowie μήτε οι Stones. Πού να τους δω; Στην ΥΕΝΕΔ (κρατικό κανάλι υπό την εποπτεία των ενόπλων δυνάμεων, υπενθυμίζω για τους νεώτερους); Πάμε πάλι. Ο πρώτος που είδα λοιπόν, δεν ήταν ούτε κάποιο άτομο από συγκρότημα και ούτε καν μια ζωντανή και τρισδιάστατη φιγούρα. Ήταν 1975 και ήμουν οκτώ χρόνων, όταν ο πατέρας μου με πήρε μαζί στη δουλειά του στο κέντρο της Αθήνας ένα πρωινό. Το τρόλεϊ αφήνει στο τέλος της Αλεξάνδρας και περπατάς με τα πόδια μέχρι το κέντρο, περνώντας μπροστά από το Πολυτεχνείο. Και επειδή τότε μπορούσες να σταματήσεις στο μεσοδιάστημα του Αρχαιολογικού Μουσείου και του κτιρίου του Πολυτεχνείου χωρίς να χρειάζεται να έρθεις σε επαφή με τα πρεζάκια, αλλά αντιθέτως κυριούλες (όχι με σκυλάκια… δεν υπήρχε η εξοντωτική νεύρων, αυτή μανία με τα pets να έχουν υποκαταστήσει τα παιδιά) σεργιάνιζαν ή λιάζονταν (αν είχε καλή ημέρα) στα παγκάκια, μπορούσες να σταματήσεις και στο περίπτερο χωρίς να σου σπάσουν τα νεύρα. Μέχρι να τσακώσει ο πατέρας μου τη διπλή δόση από το λεβητοστάσιο που κάπνιζε εκείνη την εποχή, εγώ περιτρέχω το βλέμμα μου –κυριολεκτικά– 360 μοίρες ολούθε. Και στην κολώνα, περίμενε μια αποκάλυψη. Μικρή υποκίτρινη αφίσα, με μια φωτογραφία και ελάχιστες λέξεις. Η φωτό έδειχνε ένα μακρυμάλλη τύπο να κλωτσάει έναν αστυνομικό με πλαϊνό κουντουπιέ. Από κάτω το σύνθημα δυσεπίλυτο, σε επίπεδο κώδικα, για έναν πιτσιρικά. «Αγαπώ τον αθλητισμό και προσπαθώ». Λίγο πιο πέρα, τα σήμαντρα βαρούσαν για συγκέντρωση περί διαμαρτυρίας. Προσοχή! Δεν υπήρχε ο λόγος της διαμαρτυρίας και η αφίσα δεν υπογραφόταν, μήτε από Αναρχικούς, μήτε απο ΜΛ –ΚΚΕ, ούτε κανένα αριστερό παρακλάδι, μαοϊκό ή γκεβαρικό. Διαμαρτυρία. Το σύνθημα ήταν απλό. Σας την πέφτουμε διότι είναι στη φύση μας, όχι στην ιδεολογία μας. Μαγεία ανόθευτη δηλαδή.
Μα πότε, χριστιανέ μου, έφτασες στο 1975; Τι έγινε στα πέντε χρόνια που προηγήθησαν από την αρχή της δεκαετίας; Ναι, εδώ είμαι και θα τα καταγράψω, αλλά αυτή η αφίσα, πέραν του ανεξίτηλου μέσα μου, σηματολογεί το ελληνικό rock στη δεκαετία του 70. Υπάρχει μια μεγάλη παρεξήγηση που προτίθεμαι να ξεδιαλύνω παρακάτω, διότι rock σκηνή δεν είναι μόνο αυτοί που ήταν πάνω στις σκηνές, αλλά και οι αποκάτω. Οι οπαδοί και θιασώτες. Εξάλλου, από τα σπλάχνα των τελευταίων βγαίνουν τα επόμενα συγκροτήματα. Και στην Ελλάδα, το βασικό γεγονός, που χαρακτήρισε το ντόπιο rock στα 70s δεν ήταν η χούντα, αλλά η ίδια η πτώση της. Απλά.
Πέραν της Ψυχολογίας υπάρχει και η Φυσική
Είναι αποδεδειγμένο ότι, όταν κάτι σου πηγαίνει αντίθετα, πεισμώνεις και προσπαθείς. Εκτός βέβαια αν είσαι ηττοπαθής ως προσωπικότητα. Αλλά, όπως και να το κάνουμε, το rock έχει να κάνει με την ιδιαιτερότητα του ανθρώπου και με την προσπάθεια του να ξεχωρίσει, οπότε και είναι αυτονόητη η επιβίωση. Και μιας και είχε περάσει το πρώτο σοκ από την επιβολή της χούντας, στα πρώτα 2-3 χρόνια και τελευταία της δεκαετίας του 60, τα 70s ήταν κατά μία έννοα, πιο εύκολα. Κι αυτό, διότι οι συνταγματάρχες είχαν πολλά περισσότερα να σκεφθούν από το να απαγορεύσουν στους μακρυμάλληδες να κυκλοφορούν. Το rock, ναι μεν έχει τον χαρακτηρισμό του αποσαθρωτή, αλλά κομμουνιστικό, άρα και αποδιοπομπαίο, δεν είναι – ακριβώς επειδή έχει ελευθεριότητα, και όχι σαφή στόχο. Τα πράγματα αλλάζουν επίσης, σε ένα πολύ καθοριστικό επίπεδο. Αυτό του ήχου. Τέρμα πια τα γέα-γέα και τα ολίγον από ποπ και ιταλική πατίνα. Οι καλοδουλεμένες φράντζες με τα χαμόγελα, που εφαρμόζονταν ως εικόνα καλλιτεχνική, μιας και κολλούσαν άψογα με την (σε πείσμα των καιρών) ανεμελιά, που υπήρχε (έστω και εξ αμερικάνικης αντανακλάσεως) στα μέσα των ‘60s με όλες αυτές τις pop μπάντες (βλέπε στο αφιέρωμα που προηγείται, του φίλτατου Χάρη Συμβουλίδη). Ουχί όμως και στα 70s, βρε brother! Εδώ καιγόταν πια και το κάρβουνο, για χαμόγελα δεν υπήρχε καιρός. Η αμερικάνικη ψυχεδέλεια, που μόνο παίξε–γέλασε δεν είναι, με την εσωτερικότητα πολλών συγκροτημάτων της, επηρεάζει και εδώ τα τεκταινόμενα. Και κατά διαβολική –ή μάλλον ψυχεδελική– συγκυρία, το πρώτο πραγματικό ελληνικό τραγούδι που είναι ψυχεδελικό απόλυτα, φέρνει στο νου το ταπεινό Γαρύφαλλο. Ο Γιάννης Κιουρτσόγλου, με τους Πελόμα Μπόκιου, το 1970 θα κάνει τη διαφορά και μάλιστα θα βάλει στο χαρτί και ένα νεαρό, που θα διαδραμάτιζε ιδιόμορφο ρόλο για πολλά χρόνια ακόμα – ο λόγος για τον Βλάσση Μπονάτσο φυσικά. Το όμορφο με αυτό το τραγούδι είναι, ότι έχει ενσωματώσει την ελληνικότητα, όχι εξαιτίας του στίχου, αλλά επειδή οι εικόνες που σχηματίζονται έχουν να κάνουν με έναν παρία που όντως θα μπορούσε να υπάρχει σε αστικό κέντρο ή κωμόπολη της ημεδαπής. Αυτή η ελληνικότητα είναι, κατά μία έννοια, περίεργη τη συγκεκριμένη περίοδο, αλλά διαλύει πολλά σύννεφα που υπάρχουν, σχετικά με μετέπειτα επιλογές ελλήνων καλλιτεχνών. Το ελληνικό rock της δεκαετίας του 60 και του 70 προήλθε από οικογένειες –επί το πλείστον– αστικές, που δεν είχαν κανένα πρόβλημα με την ελληνικότητά τους, έχοντας λύσει το ζήτημα που αργότερα δημιουργήθηκε, με την παρεξήγηση «πατριώτης ίσον εθνικιστής».
Μια παραγνωρισμένη καλλιτεχνική κατάθεση
Οι Έλληνες μουσικοί, αν και βομβαρδίζονται από εθνικοφροσύνη, εντούτοις αποφασίζουν να μην ακολουθήσουν τη γραμμή «τραγουδάω στα αγγλικά για να μη με καταλαβαίνει ο αστυνόμος και για να τη σπάσω στο μπάρμπα μου». Και αυτό, σαφώς, είναι άξιο επαίνου. Και μιλάμε για εποχή που η λογοκρισία έπεφτε ως πολυβόλο πάνω σε βαμβακοφυτείες. Και γι’ αυτό το λόγο, είναι τεράστιος δίσκος το «Μεταφοραί Εκδρομαί ο Μήτσος» του Πουλικάκου. Ο ελλοχεύων σαρκασμός που ο Θείος Νώντας (όπως χαϊδευτικά τον απεκάλεσαν μετά) είχε πάντα, μιας και υπήρξε εκ των μεγάλων αλανιάρηδων –και ταυτόχρονα εγκεφαλικών– της ελληνικής σκηνής, έκανε με θριαμβευτικό τρόπο την εμφάνιση του.
Η καθημερινή ζωή και τα γεγονότα της περνούν από ένα μεγεθυντικό φακό, που διαπομπεύει την (υπερ)βολή της νεόκοπης (για την Ελλάδα) αστικής ζωής. Μην ξεχνάμε ότι, αν και με ρυθμούς περίεργους, η Αθήνα αρχίζει να μετασχηματίζεται σε μητρόπολη και ειδικότερα, τα τελευταία χρόνια των ‘60s, συνέρευσαν κατά χιλιάδες οι εσωτερικοί οικονομικοί μετανάστες. Οι οποίοι και λογικά, θα κοιτούσαν τους ανθρώπους που μαζεύτηκαν να παρακολουθήσουν την περίφημη προβολή της ταινίας Woodstock, το σωτήριο έτος 1970 στο Παλλάς, αν όχι σαν εξωγήινους, στα σίγουρα όμως, σαν κάτι το οποίο δεν υπήρχε όμοιό του. Γιατί, εντάξει, υπήρχε ο αείμνηστος Βασίλης Τσιβιλίκας, ως απλοϊκός χίπις, στο Η θεία μου η Χίπισσα, παραγωγής 1970, αλλά εκεί τελικώς, έπαιρναν έναν δρόμο συντηρητικό στο τέλος, με το σκουπόξυλο της Βλαχοπούλου να επικρατεί (η οικεία νικάει πάντα τον παρία και τον φέρνει στα μέτρα της). «Αυτούνοι όμως», όπως θα έλεγε κάποιος προσφάτως εγκατασταθείς στην Αθήνα και πρώην επαρχιώτης, αυτούνοι λοιπόν, ήταν κομματάκι πιο επικίνδυνοι. Γι’ αυτό και η αστυνομία απαγορεύει την προβολή τρεις μέρες μετά την πρεμιέρα. Αλλά ως γνωστόν, η παλίρροια και η άμπωτη είναι φαινόμενα που δεν μπορούμε να επηρεάσουμε. Οι εξελίξεις τρέχουν πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι μπορεί να αφομοιώσει η ελληνική κοινωνία. Μπορεί, όπως έχει υποστηρίξει σε συνέντευξή του αναφορικά με εκείνα τα χρόνια ο Κιουρτσόγλου, να μην υπάρχει κοινωνική αντιστοιχία στις συνθήκες που γέννησαν το rock σε Αμερική και Αγγλία, με τις συνθήκες της ημεδαπής, αλλά το σίγουρο είναι ότι ο ενστικτώδης μιμητισμός/θαυμασμός της δεκαετίας του ‘60, μετασχηματίζεται στη δεκαετία του ‘70 σε ένα νέο αμάλγαμα. Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ‘70, ο έλληνας rock μουσικός βρίσκει πλήρεις τους λόγους που τον ωθούν προς μια έκφραση, την οποία μπορεί να υποστηρίξει 100%. Ο Κώστας Φέρρης, ερωτούμενος περί του αν υπάρχει ελληνικό rock, υποστήριξε πολύ σωστά, ότι όπως με τον παλαιότερο καυγά περί ρεμπέτικου και της καταγωγής του (από Σμύρνη/Τουρκία), με την έντονη αντιπαράθεση της ελληνικής κραταιούς τάξης πραγμάτων, έτσι και το ελληνικό rock –όπως υποστηρίζει– λοιδορήθηκε ως μια ΜΗ αφομοιωμένη φόρμα, αδίκως κατά τον ίδιο. Και θα συμφωνήσω, διότι μέσα στη χούντα και με την ελληνική μητρόπολη να μεγαλώνει και να γεννάει προβλήματα που δεν υπήρχαν πιο πριν στην –εκτός των θυρών της οικίας– συμπεριφορική, η αντίδραση ήταν αναμενόμενο ότι θα συμβεί. Δράση-Αντίδραση, ο γνωστός νόμος της Φυσικής. Και ξεπετιούνται, ως αμανίτες (δηλητηριώδεις και μη), μπάντες που χαράζουν το δικό τους τρόπο, ηχητικού λόγου. Οι Socrates, ήδη από το 1972, δίνουν συναυλίες όπου ο κόσμος σείεται και υπάρχουν ντοκουμέντα φιλμικά για το γεγονός, από την περίφημη συναυλία στον Άγιο Κοσμά. Σαφώς επηρεασμένοι από τον Hendrix, αλλά με ένα μπρίο που, εμφανώς, κρίνεται ως μεσογειακό. Το εκπληκτικό τρίο που βρίσκεται πίσω από το όνομα Ακρίτας (με ηγήτορα το Σταύρο Λογαρίδη) φέρνει το prog rock στην Ελλάδα, τρανσφορμαρισμένο μέσα από δομές ηχητικές, που ακουμπούν εξίσου στον δυτικό τρόπο, όσο και στην ελληνική παράδοση. Οι Εξαδάκτυλος και οι Νοστράδαμος αμφότεροι βαδίζουν, αν και με διαφορετικό τρόπο, στα μεταψυχεδελικά μονοπάτια. Οι Poll έχουν μάλλον, την πλέον pop και ταυτόχρονα χίπικη παρακαταθήκη υπό μάλης, από όλους τους συνοδοιπόρους τους. Αλλά μετά το 1972, τα πράγματα αλλάζουν και αυτό, διότι η κατακόρυφη πτώση της ανοχής του κόσμου απέναντι στον τραγέλαφο της δικτατορίας, ορίζει την ώρα για δράση. Είναι κοινή πεποίθηση ότι η κορύφωση ήταν το 1972 και μετά –και μέχρι την πτώση της χούντας το καλοκαίρι του 74– τα πράγματα απλώς συντηρήθηκαν.
Στο κοίλο του καθρέπτη της κοινωνικοποίησης
Έχει ενδιαφέρον να δούμε και την παράλληλη πορεία της λοιπής κοινωνίας, αυτής που δεν ήταν μέσα στο κόλπο των συγκροτημάτων ή των οπαδών. Αρχής γενομένης από τη δεκαετία του ‘60, στα μέσα της, ο μέσος Έλληνας (πάντα της Αθήνας και μερικών άλλων και λίγων πόλεων) έχει επαφή, έστω και επιφανειακή, με το rock. Τα Μπητλάκια (όπως τα έλεγε ο πατέρας μου), ο Elvis από νωρίτερα, οι Stones, είχαν ευρεία αναγνωρισιμότητα στο συνειδητό του κόσμου. Όταν τα πράγματα βάρυναν, το πλατύ κοινό έμεινε σε απόσταση. Οι προτιμήσεις τους είχαν να κάνουν με τη χορευτική μεριά του rock που την κάλυψαν αρκετά ελληνικά συγκροτήματα, τα οποία έπαιζαν στα μέσα και τέλη των 60s αυτό το pop/rock ιδίωμα.
Ο Hendrix και οι Jefferson Airplane, ακόμα και οι μετέπειτα λαοφιλείς (στα 80s όμως) Doors, δεν πέρασαν στο μέσο πολίτη. Τουτέστιν, τα συγκροτήματα των αρχών του ‘70 έφτιαξαν ουσιαστικά την πρώτη πραγματική σκηνή, μιας και βγήκαν από τη στενή έννοια του διασκεδαστή και πέρασαν στον καθαρό δημιουργικό χώρο, οπότε η πλατιά αποδοχή χάθηκε, ασχέτως του ότι όλοι, μα όλοι οι Έλληνες, είχαν μακρύνει το μαλλί τους, είχαν μεγάλες φαβορίτες, φορούσαν (οι ελληνίδες) μίνι φούστες και χαϊμαλιά ινδικο-ινδιάνικης προέλευσης και οι καμπάνες των παντελονιών σκούπιζαν τα πεζοδρόμια. Το rock είχε φέρει έστω και ένα ελαφρύ αεράκι αλλαγής της πλεύσης μόδας, από το συντηρητικό στο πιο αλέγκρο (ειδικότερα αν σκεφτούμε το πόσο στενοί σε τέτοια πλαίσια ήταν οι Έλληνες) και το οποίο αεράκι, συμπαρέσερνε και άλλα ζητήματα κοινωνικής αγωγής. Μπορεί η σεξουαλική ελευθερία να μετουσιώθηκε στα ύστερα χρόνια των ‘80s, εντούτοις πάλι, από τον σκληρό πυρήνα των ελληνικών συγκροτημάτων και οπαδών τους ξεκίνησε και το σαρκικό κολπέττο.
Βέβαια, με τις φαβορίτες και τους οργασμούς δεν πέφτουν κυβερνήσεις (πόσο μάλλον αυταρχικές), οπότε το ταρακούνημα του Πολυτεχνείου και η, έτσι και αλλιώς, διάβρωση της πολιτικής ιεραρχίας, συν το εσχατικό πραξικόπημα κατά της Κυπριακής κυβέρνησης, που οδήγησε στην κερκόπορτα για την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο το 1974, έφεραν το τέλος για τους συνταγματάρχες. Ο Καραμανλής φτάνει και η χώρα, αν και βαθιά πληγωμένη, παίρνει μια ανάσα. Τα πολιτικά γεγονότα και οι συνεχείς διεργασίες είναι αυτά που κυριαρχούν, όχι μόνο σε επίπεδο ειδησεογραφίας, αλλά και κοινωνικού ενδιαφέροντος. Μέσα σε αυτή την παραζάλη, δε γίνεται να μην παρασυρθείς, σε όποια πλατφόρμα της κοινωνικής ιεραρχίας και αν βρίσκεσαι. Η, πριν της δικτατορίας, κουνημένη βάρκα που ονομαζόταν πολιτική σταθερότητα και η μπετονένια πόρτα, που αργότερα έπεσε στην έξοδο προς την οδό ελευθερίας με τους συνταγματάρχες, έχουν δώσει μια αδημονία στους Έλληνες σε επίπεδο εμπλοκής με τα κοινά. Ο Καραμανλής, το γεγονός του ότι έχουμε πια μέσα της δεκαετίας του 70, η ΕΟΚ και η προοπτική της, η πλήρης νομιμοποίηση του ΚΚΕ, όλα μα όλα πριμοδοτούν στο να υπάρχει μια γενικήαίσθηση ότι, ναι μεν μπορεί να μην είναι ρόδινα τα πάντα, αλλά σαφώς υπάρχει ένας πολιτικός στίβος, κατάλληλος δια αγώνες και βραβεύσεις. Και εκεί ακριβώς (όπως και σε ολόκληρη την Ευρώπη) γίνεται ένα τεράστιο βήμα.
Υπάρχει ζωή μετά την ερπύστρια;
Πολλές φορές έχω διαβάσει να γίνεται λόγος για «την φωτιά του underground που υπήρχε μέχρι το ‘67 και με τη Χούντα έσβησε», αλλά όπως είδαμε παραπάνω, απλώς τα πράγματα ξεκαθάρισαν στα επίπεδα διασκεδαστή-ατόφιου δημιουργού. Οι εξελίξεις στη μεταπολίτευση όμως, ήταν τόσο κατακλυσμιαίες, που η μη εμπλοκή με τα πολιτικά ήταν αδύνατη. Είχε πιάσει μια γενικότερη φαγούρα την ελληνική κοινωνία. Τα συμπτώματα αυτής είχαν να κάνουν με την πλήρη εγκεφαλικότητα που ακολούθησε την (σε πολλά σημεία) ενστικτώδη πορεία προς το Μάη του ‘68 στη Γαλλία, και τις εδώ αναταράξεις του «1-1-4» και του Πολυτεχνείου. Τώρα οι θεωρίες, αλλά και ο ακτιβισμός (φρούτο που έρχεται κατευθείαν από την Ευρώπη), αναλαμβάνουν να κινήσουν το βραχίονα της πολιτικής. Δεκάδες μαχητικές πορείες, των οποίων η υφή αλλάζει, μιας και ο «αστυφύλακας» μεταλλάσσεται σε «αστυνόμο» και σε ελάχιστο χρονικό διάστημα «μπάτσο», στην πλατφόρμα επαγγελματικής προσφώνησης. Άιντε λοιπόν να δω ποιος θα μπορούσε να περάσει αναίμακτος (εγκεφαλικά, ψυχικά και σωματικά) από αυτήν την πρόκληση. Η πολιτικοποίηση, όχι μόνο άλλαξε το χάρτη του ελληνικού rock, αλλά –τολμώ να πω– το αφομοίωσε σε μεγάλο βαθμό. Πολλοί έκριναν ότι τα πράγματα αλλάζουν και τα παράτησαν. Άλλοι σιώπησαν. Και οι περισσότεροι, ακολούθησαν το πολιτικό και ειδικότερα αριστερόστροφο τραγούδι, που σάρωνε τα πάντα, στην αυγή της ελεύθερης ύπαρξής του (βλέπε απαγόρευση ειδικότερα του Θοδωράκη τα προηγούμενα χρόνια). Ήταν και αυτή η έκρηξη της νέας μουσικής, ειδικότερα στην Αγγλία και μετέπειτα στην Αμερική, που μπορεί να μην ζήσαμε κατευθείαν αλλά, όπως και να το κάνεις, κάποιες φωτογραφίες έφταναν, κάποιοι πήγαν ταξίδια και είδαν μερικούς κοντοκουρεμένους να αλλάζουν δραστικά τα πράγματα. Ορίστε, λοιπόν, στο τραπέζι, και η μουσική αμηχανία. Γι’ αυτό και είναι καίριο, όχι μόνο μουσικά αλλά και σε επίπεδο τιτλοφορίας, το «Φλου» του Σιδηρόπουλου το 1978. Τοπίο στην ομίχλη το ελληνικό rock, και αυτό, διότι δεν υπήρχαν οι κινητήριες κοινωνικές δυνάμεις ώστε να γίνει αντιληπτή η μεταβατικότητα του punk. Το ότι είχαν ξεκινήσει κάποια μουσικά περιοδικά, και ειδικότερα ο Ήχος, να ευαγγελίζονται ότι υπάρχει ζωή και πέραν των Led Zeppelin, δεν σημαίνει και πάρα πολλά, διότι ακόμα και εκεί η αμηχανία χρειάστηκε πολλές οκάδες ατόφιου ιδρώτα που ερχόταν μετουσιωμένος σε βινύλιο από την Αμερική (από ένα σημείο και πέρα κυρίως) για να γίνει αντιληπτό, ότι υπάρχει ζωή και πέρα από το art rock. O live δίσκος του Πουλικάκου το 1978 στου Ζωγράφου, αποτελεί μια ιδιότυπη ταφόπλακα. Αποθεώνει και θρηνεί ταυτόχρονα. Ακόμα και στα ρούχα των συντελεστών στο εσωτερικό της gatefold έκδοσης, βλέπεις την αλλαγή. Δεν μπορεί να βυσσοδομεί το punk (έστω και ως φήμη στα αυτιά σου) και εσύ να ντύνεσαι ως παιδί του ήλιου και των Μάγια. Ομιλώ περί του κοινού φυσικά, διότι ο θείος Νώντας ήταν πάντα ψιλιασμένος σε τέτοια ζητήματα.
Και απεδείχθη το τέλος των πάντων, όταν οι Socrates, παρόλο που εξέδωσαν κοτζάμ Phos με την βοήθεια του Vangelis στην παραγωγή, μόνο αυτό δεν έβλεπαν, και απεφάσισαν να πάνε στην Αγγλία να αναζητήσουν την τύχη τους. Και έκοψαν τα μαλλιά. Την ημέρα που μπήκε ψαλίδι στη μαλλούρα του Τουρκογιώργη και επήλθε η ημι-ροκαμπιλάδικη πειραιώτικη κουπ του, ο τροχονόμος της λεωφόρου της ιστορικότητας έδειξε κατεύθυνση προς τη Δύση. Έπρεπε να πάμε με τα κελεύσματά της.
Οι rockers, για την ακρίβεια –αν θέλουμε να μιλάμε για την ελληνική εκδοχή τους– τα φρικιά, ξεκίνησαν μια βαθιά πορεία, που τελικά ιστορικώς, τους έβγαλε στη χρονική ακτή, κοντά στα τέλη της δεκαετίας του ‘80. Γεγονός καθόλου παράξενο, μιας και το ρεμπέλικο ύφος και οι αργοί ρυθμοί ταίριαζαν γάντι με την ελληνική ιδιοσυγκρασία και ας έμαθε κάπου το 1981 το (πλατύ) ελληνικό κοινό, ότι έχει συμβεί κάτι εκεί πέρα έξω, που δεν μπορείς να το αγνοείς. Τα φρικιά το άκουσαν, αλλά το αγνόησαν. Είχαν τη δική τους μυθολογία να πλέξουν. Δεν την ξέμπλεξαν ποτέ πραγματικά, διότι χρειάστηκαν πολλά χρόνια για να αρχίσει να γίνεται πραγματική σημειολόγηση των ελληνικών underground τεταρτημορίων, και η παράλληλη έλλειψη πραγματικής πληροφορίας και βιβλιογραφίας, άφησε το φαινόμενο της rock μυθολογίας να λάβει λάθος διαστάσεις, που μπορεί να έτρεφαν τα σωθικά της κοινότητας, την κρατούσαν όμως, σε μια βαυκαλιστική κατάσταση που, πέραν κάποιων αυθεντικών προσωπικοτήτων μετά το ‘79 και μέχρι το ‘84, ελάχιστες μουσικές προεκτάσεις μπόρεσε να παραδώσει.