Το δυσθεώρητο σερί των 7 πρώτων δίσκων των Iron Maiden είναι ένα από τα πιο καλοζυγισμένα βέλη στην (ομολογουμένως αρκετά γεμάτη) φαρέτρα καθενός που υποστηρίζει πως οι Άγγλοι είναι το μεγαλύτερο μεταλλικό συγκρότημα της ιστορίας. Μια οχτάχρονη δισκογραφία αποτελούμενη μονάχα από αριστουργήματα, καθένα εκ των οποίων έχει ουκ ολίγες φωνές να το δοξάζουν ως την κορυφαία τους στιγμή. Δίσκοι που προφανώς έχουν υπεραναλυθεί σε ικανό αριθμό λέξεων, από διάφορες οπτικές γωνίες.
Εδώ, ορμώμενος από την ευκαιρία της επικείμενης συναυλίας τους (Παρασκευή 20 Ιουλίου στο Terra Vibe, στα πλαίσια του Rockwave Festival 2018), καταπιάνομαι με εκείνα που θεωρώ ως δεύτερα καλύτερα κομμάτια καθενός από τους 7 αυτούς δίσκους, προσπαθώντας παράλληλα να χαράξω την αδρή πορεία ενός φανταστικού ήρωα, η ζωή του οποίου εφάπτεται με την πορεία της μπάντας. Προφανώς σε άλμπουμ τέτοιας εμβέλειας και ποιότητας οι όποιες επιλογές έχουν να κάνουν με καθαρά προσωπικά κριτήρια. Ένα από αυτά τα κριτήρια είναι μια κάποια αντιπάθεια που τρέφω προς τα φαβορί κάθε είδους, οπότε αρκετά κομμάτια που θεωρούνται ιδιαίτερα λαοφιλή δεν παίρνουν το αργυρό μετάλλιο, εν αντιθέσει με ορισμένα outsiders.
Prowler (από το Iron Maiden, 1980)
Όταν στο ντεμπούτο υπάρχει το “Phantom Of The Opera”, η πρωτιά είναι σφραγισμένη με οριστικότητα αντάξια έλευσης Μεγάλου Παλαιού στον πλανήτη. Το "Prowler", όμως, είναι το πιο περιπετειώδες τραγούδι του ομώνυμου δίσκου. Με την έννοια της περιπέτειας εννοώ εδώ εκείνη την αύρα συναρπαστικού ενδιαφέροντος που διατηρεί ο κόσμος στα ύστερα εφηβικά χρόνια, η οποία –συνδεδεμένη με την αίσθηση παντοδυναμίας της ηλικίας– καταλήγει στον βασικό καλπασμό του κομματιού. Άφιξη λοιπόν στη μεγάλη πόλη για τον νεαρό και βυθισμένο στην ανεμελιά ήρωα, με τη χαίτη των 1980s να παρασύρεται από τον βιομηχανικό αέρα, που τόσο καινοτόμος του φαίνεται. Το "Prowler" είναι ένας ύμνος στον τυχοδιωκτισμό και στο γοητευτικό ρίσκο που ελοχεύει σε κάθε κακοφωτισμένο σοκάκι. Ένα απαράμιλλα αυθεντικό κομμάτι, το οποίο μοιάζει με την ηχητική σύγκλιση όλων των νεαρών πρωταγωνιστών των ταινιών αστικής περιπέτειας της εποχής, στοιχειωμένο για πάντα από την ψυχή του Paul Di'Αnno.
{youtube}nCViwXz7zAM{/youtube}
Purgatory (από το Killers, 1981)
Στο Killers, το ομώνυμο τραγούδι είναι το πιο απειλητικό πράγμα που έχουν γράψει οι Maiden –και δεν αγγίζεται. Αλλά η δεύτερη θέση έχει τρεις διεκδικητές: το “Wrathchild” (το οποίο χάνει το μετάλλιο λόγω δημοτικότητας και ρεφρέν), το “Genghis Khan” (το οποίο θα ήταν προβλέψιμη ανατροπή λόγω του instrumental στάτους του) και το “Purgatory”. Για χρόνια είχα τον δίσκο σε μια αντιγραμμένη κασέτα, στην οποία εκείνος που μου την είχε γράψει δεν χώρεσε παρά μόνο το πρώτο λεπτό του κομματιού. Αυτά τα αδιανόητα ξεσηκωτικά 60 δευτερόλεπτα, στα οποία προλαβαίνει να χωρέσει και το ρεφρέν μια φορά, μου είχαν γίνει εμμονή, για λόγους προφανείς σε όσους έχουν ακούσει το κομμάτι. Εδώ ο ήρωάς μας έχει φτάσει στα μετεφηβικά χρόνια, έχει πετύχει στις σκιώδεις περιπέτειες του πρώτου δίσκου, και είναι ελαφρύς σαν τον άνεμο μέσα σε κάποιο αστραφτερό αμάξι με κοψιά ΚΙΤ από τον Ιππότη της Ασφάλτου. Το "Purgatory" είναι η ηχητική υλοποίηση του ανοιξιάτικου ανέμου, η προσωποποίηση της μετεφηβικής φιλοδοξίας.
{youtube}Th16vNh5HDw{/youtube}
22 Acacia Avenue (από το The Number Of The Beast, 1982)
Αν δεχτώ πως το ομώνυμο είναι το καλύτερο κομμάτι του Number Of The Beast (για πολλούς και διάφορους λόγους, μεταξύ των οποίων η στοιχειωμένη, α-λα-ταινία τρόμου ατμόσφαιρά του), έχουμε κι εδώ πολλούς διεκδικητές του αργυρού βάθρου. Το “Children Οf Τhe Damned” το χάνει λόγω του πρώτου μέρους του, που πάντα μου φαινόταν λίγο νερόβραστο. Το “Invaders” το λατρεύω γιατί είναι αγνό speed metal, έχει Βίκινγκ στιχουργική και τέλειο κουπλέ, αλλά μπουκώνει στο χάλια ρεφρέν, ενώ τα “Hallowed Be Thy Name” και “Run To The Hills” είναι πολύ προφανείς επιλογές. Το “22 Acacia Avenue” έχει τελείως εμβληματική εισαγωγή, έχει πάρα πολλούς στίχους (κάτι που πάντα θεωρούσα καλό) και μπόλικη συνθετική ποικιλία, δίνοντας την εντύπωση ότι δεν πρόκειται για τυπικό χιτάκι με κουπλέ/ρεφρέν/κουπλέ. Επίσης είναι η στιχουργική συνέχεια του “Charlotte Τhe Harlot” από το ντεμπούτο, οπότε χτυπάει φλέβα προσωπικής μου αδυναμίας όσον αφορά τους θεματικούς ιστούς εντός μιας δισκογραφίας. Είναι μια μεγάλη γειτονιά αυτό το κομμάτι. Ένας τόπος οικειοποιημένος πλέον από τον ήρωά μας, ο οποίος έχει αρχίσει μεν να του αποκαλύπτει την παρακμή του, αλλά παραμένοντας ένας πολύχρωμος κήπος γήινων απολαύσεων.
{youtube}5zyUG0KHlKk {/youtube}
To Tame A Land (από το Piece Of Mind, 1983)
Προσωπικό αγαπημένο μου κομμάτι εδώ μέσα είναι το αφανώς ομώνυμο του δίσκου, δηλαδή το “Still Life”. Η δεύτερη θέση έχει πολλούς διεκδικητές, από το all-time κλασικό “The Trooper” μέχρι τον Bruce Dickinson θρίαμβο “Revelations”. Θα προτιμήσω όμως το μνημειώδες “To Tame Α Land”, το οποίο θεωρώ και πρώτο χρονολογικά κομμάτι-έπος του Steve Harris. Μπορεί να υπήρχε δηλαδή το “Hallowed Be Thy name” έναν χρόνο πιο πριν, αλλά εδώ έχουμε για πρώτη φορά τόσο ξεκάθαρα το μοτίβο «τελευταίο κομμάτι του δίσκου, το οποίο είναι μεγάλο σε διάρκεια, με ατμοσφαιρικό ξεδίπλωμα και θεματολογία που ξεφεύγει από την καθημερινότητα». Οι Maiden αποτινάζουν για τα καλά τον αστικό μανδύα και γίνονται μυθικοί αφηγητές. Το ίδιο το τραγούδι σφύζει με οπτικοποιήσεις των αμμουδερών τοπίων του πλανήτη Άρακις μέσω μακροσκελών θεμάτων και απίστευτης δουλειάς στο ρυθμικό μέρος. Εκεί δε που απογειώνεται είναι στο riff της εισαγωγής και του τέλους, ένα θρυλικό θέμα για το βιβλίο του Frank Herbert, το οποίο πολλοί από εμάς γνωρίσαμε μέσω του "To Tame A Land". Εδώ ο ήρωάς μας στρέφει για πρώτη φορά ξεκάθαρα τα μάτια του προς τα πάνω, μη αρκούμενος στην καθημερινότητα.
{youtube}ogoqP_-0jto{/youtube}
The Rime Of The Ancient Mariner (από το Powerslave, 1984)
Ζόρικα τα πράγματα. Στο Powerslave υπάρχει μια τριάδα κομματιών που βρίσκονται σχεδόν ισάξια στην πρώτη θέση. Το μεν ομώνυμο παίρνει την πρωτιά για τη μυστηριακή αιγυπτιακή ατμόσφαιρα και γιατί θαρρώ πως δεν έχει ακουστεί όσο θα έπρεπε, εν συγκρίσει πάντα με τα άλλα δυο. Το “Aces High” είναι ένας speed metal θρίαμβος και ο καλύτερος τρόπος για να ξεκινήσει κάποιος δίσκος ή συναυλία, αλλά περνάει στην τρίτη θέση απλώς γιατί το “Rime Οf Τhe Ancient Mariner” δεν μπορεί να μην είναι στη δεύτερη. Εδώ μιλάμε για το μεγάλο έπος των επών της μεγάλης περιόδου των Maiden. Δεκατέσσερα σχεδόν λεπτά, στίχοι που πιάνουν δύο σελίδες στο booklet και θεματολογία βασισμένη σε ένα ποίημα του Samuel Taylor Coleridge, το οποίο κάνει το μέσο ατμοσφαιρικό horror ανάγνωσμα να πάει για ηλιοθεραπεία. Τα τραγούδια των Maiden που με κάνουν να ριγώ από συγκίνηση είναι αρκετά, κανένα όμως τόσο δραστικά όσο το συγκεκριμένο, με το λυτρωτικό τελευταίο του μέρος. Ένα κομμάτι που, παιγμένο ζωντανά, καταντά τόσο λειτουργικό ώστε περιμένεις να δεις τον Ιπτάμενο Ολλανδό, αυτόν τον βασιλιά των στοιχειωμένων πλοίων, να αγκυροβολεί πάνω από τη σκηνή. Μπορεί ο ήρωάς μας να πέρασε από το διάστημα, αλλά είναι η θάλασσα εκείνη που τον κέρδισε για πάντα, όσον αφορά τα μέρη με αμέτρητους ορίζοντες εξερεύνησης.
{youtube}t7zk4as9kzA{/youtube}
Caught Somewhere In Time (από το Somewhere In Time, 1986)
Το δεύτερο καλύτερο κομμάτι του Somewhere Ιn Time είναι το (σχεδόν) ομώνυμο. Ένας Dickinson παρασυρμένος από τους χρονικούς ανέμους, βετεράνος των Χρονικών Πολέμων ως άλλος Doctor Who, παραδέρνει στις θάλασσες της τρέλας, προοικονομώντας τόσο το μεθεπόμενο τραγούδι του δίσκου, όσο και έναν παρανοϊκό τρόπο ερμηνείας, ο οποίος θα ξεδιπλωθεί πλήρως στο επόμενο δισκογραφικό βήμα. Το "Caught Somewhere In Time" είναι σκέτη ορμή, άλλης φύσης όμως από εκείνη του “Purgatory” (για παράδειγμα). Δεν ξεχνάμε πως έχουν μεσολαβήσει 3 δίσκοι, ο τυχοδιώκτης ήρωάς μας μεγάλωσε, ξέφυγε από τα δεσμά της καθημερινότητας και –ως άλλος Έλρικ του Μελνιμπονέ– διαπλέει πλέον τις θάλασσες της Μοίρας, νιώθοντας την αποκρυφιστική σαγήνη του μέλλοντος να πλησιάζει. Ελαφρώς αδικημένο κομμάτι σε αυτόν τον δίσκο, όσον αφορά την αναγνωρισιμότητα.
{youtube}m3fVDCtc0OY{/youtube}
Moonchild (από το Seventh Son Οf Α Seventh Son, 1988)
Έναρξη με τους επτά καλύτερους οιωνούς για τον αγαπημένο μου δίσκο των Iron Maiden. Από τα synths μετά την ακουστική εισαγωγή, που έχουν τη στόφα ηχητικού σήματος έναρξης φουτουριστικών τηλεοπτικών ειδήσεων, μέχρι τις αστρολογικές επικλήσεις του μύστη Dickinson, το "Moonchild" είναι ό,τι λάτρεψα στο metal· καινοτομία και μυστικισμός, ένα βλέμμα μακριά από το εδώ και το τώρα. Πέρα από το άπιαστο “Infinite Dreams”, το οποίο στέκεται στην κορυφή της οχταμελούς αυτής σέχτας (ακόμη δεν συγχωρώ στους Maiden το ότι δεν κράτησαν την tracklist στον αριθμό 7, αφήνοντας έξω το τελείως εκτός κλίματος “Can I Play With Madness”), όλα τα τραγούδια του Seventh Son Οf Α Seventh Son κάλλιστα θα μπορούσαν να είναι δεύτερα στην κατάταξη. Η επιλογή του "Moonchild" έχει να κάνει πάνω από όλα με το ότι ήταν το πρώτο πράγμα που άκουσα ποτέ από τους Άγγλους, και εκείνο που με έπεισε πως εδώ βρίσκεται το μεγαλύτερο συγκρότημα της μουσικής μας. Η κυριολεκτική αποθέωση του ήρωά μας, μια πετυχημένη αλχημιστική μετουσίωση εκείνου του νεαρού από την Αγγλία σε κάτι το άχρονο.
{youtube}A0Yn72QM-lg{/youtube}