το άρθρο είναι προσαρμοσμένη αναδημοσίευση από το Sonik
Σημείωση: Σύμφωνα με τη βουδιστική παράδοση, το 1964 ήταν η Χρονιά του Δράκου, που συμβολίζει την εφευρετικότητα και την καινοτομία
Το 1963 ήταν πλέον ξεκάθαρο πως το αμερικανικό κοινό είχε βαρεθεί τον Elvis, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που ο Τζίμης Πανούσης τραγουδούσε το 1985 «όχι άλλο Νταλάρα, Πάριο κι Αλεξίου». Η αμερικανική νεολαία είχε αποφασίσει να γυρίσει την πλάτη της στο μουσικό φαινόμενο των 1950s και να βαδίσει προς άλλες πολιτείες, αναρχικές. Κι αν όχι απαραίτητα αναρχικές, σίγουρα πιο αναρχοαυτόνομες απ’ αυτούς τους νερόβραστους τύπους που τους σέρβιραν τα αμερικανικά Μ.Μ.Ε. την τελευταία πενταετία: ο Bill Haley είχε καταντήσει Perry Como κι ο Elvis γειτνίαζε επικίνδυνα με τον Bing Crosby. Ένας Jerry Lee κι ένας Little Richard, δεν αρκούσαν για να φέρουν την άνοιξη.
Οι Η.Π.Α. έχουν λοιπόν τα αυτιά τους στραμμένα στη Βρετανία. Περιμένουν από εκεί την άφιξη του Μουσικού Μεσσία. Όχι όλοι, βέβαια· οι πιο διορατικοί. Σίγουρα πάντως όχι ο Ed Sullivan, ένας γηραιός και υπερσυντηρητικός παρουσιαστής, ο οποίος ένα πρωινό του Οκτωβρίου 1963 βρέθηκε στο αεροδρόμιο Χίθροου του Λονδίνου, όπου είχαν συγκεντρωθεί πάνω από 1.000 νεαρές κοπέλες, όλες τους σχεδόν στις αρχές της εφηβείας. «Τι περιμένουν στην αγορά συναθροισμένοι;», ρώτησε ο Sullivan το εντουράζ του, για να πάρει την απάντηση πως πρόκειται «για ένα νεανικό συγκρότημα, τους Beatles, που μόλις γύρισαν από την πρώτη τους περιοδεία στη Σουηδία». Πού να το φανταζόταν πως «οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύση»…
Στις 5 Νοεμβρίου 1963 ο μάνατζερ των Beatles, Brian Epstein, ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη προκειμένου να «πλασάρει» στα αμερικανικά Μ.Μ.Ε. τον νέο του protégé, έναν 20χρονο ονόματι Billy J. Kramer. Στο Μεγάλο Μήλο συναντήθηκε αρχικά με τον ανιχνευτή ταλέντων (και γαμπρό του Sullivan) Peter Pritchard και κατόπιν με τον ίδιο τον παρουσιαστή, τη Δευτέρα 11 Νοεμβρίου, στη σουίτα του ξενοδοχείου Delmonico όπου και διέμενε. Στο μίτινγκ αυτό μπήκαν οι βάσεις της συμφωνίας που προέβλεπε 3 εμφανίσεις των Beatles στο σόου του Sullivan, με αμοιβή 10.000 δολάρια (εξωπραγματικό ποσό για την εποχή). Βέβαια το γεγονός παραμένει ένα, ότι παρόλη την εμπειρία του στο δημοσιογραφικό κουρμπέτι τόσα χρόνια, ο 63χρονος παρουσιαστής δεν είχε καν τα απαιτούμενα αντανακλαστικά να καταλάβει από μόνος του το αυτονόητο: πως μπροστά στα μάτια του έβλεπε το μέλλον της μουσικής. Όχι σαν τον μουσικοκριτικό Jon Landau που το είδε, αλλά χωρίς να φοράει τα μυωπικά του γυαλιά, ακριβώς 10 χρόνια αργότερα στο πρόσωπο του Bruce Springsteen.
Το μέλλον όμως δεν γράφεται μόνο με τραγούδια, αλλά και με σφαίρες. Λίγες λοιπόν ημέρες μετά συνέβη το κοσμοϊστορικό γεγονός που άλλαξε άρδην την ιστορία των 1960s: στις 22 Νοεμβρίου 1963 ο Lee Harvey Oswald πάτησε τη σκανδάλη (είτε μόνος του, είτε με τη βοήθεια μερικών ακόμη σκοτεινών «κύκλων»), ο JFK έπεσε νεκρός και κάπου εκεί μπήκαν οι τίτλοι τέλους στη χαρούμενη και –φαινομενικά– αθώα δεκαετία του 1950· τουλάχιστον όπως μάθαμε να τη βλέπουμε μέσα από το Mad Men και το American Graffiti του George Lucas.
Κι όπως γράφει κι ο (πάλαι ποτέ μάνατζερ των Yardbirds και των …Wham!, μεταξύ πολλών άλλων) Simon Napier Bell στην εξαιρετική αυτοβιογραφία του/memoir της British Invasion με τίτλο "Black Vinyl, White Powder", «μετά τη δολοφονία του Αμερικανού προέδρου Κένεντι τον Νοέμβριο του 1963 υπήρχε διάχυτη στην ατμόσφαιρα μια αίσθηση απαισιοδοξίας και ζόφου. Αυτό ακριβώς το συναισθηματικό κενό έσπευσε να γεμίσει η έλευση των Beatles: η καλλιτεχνική τους επιρροή ήταν ακριβώς αυτός ο σταθεροποιητικός, εξισορροπητικός παράγοντας που χρειαζόταν μια ολόκληρη χώρα, η οποία βρισκόταν σε πένθος. Η ποπ μουσική κατάφερε να ξεπεράσει την πρωτοφανή αυτή πολιτικοκοινωνική κρίση που δημιουργήθηκε με τον θάνατο του Κένεντι. Η τάξη είχε αποκατασταθεί. Και γι’ αυτό ευθύνεται κατά συντριπτικό ποσοστό η βρετανική μουσική βιομηχανία».
Ευλογημένοι οι ερχόμενοι
Στη 1.20 το μεσημέρι της Παρασκευής 7 Φεβρουαρίου 1964, οι Beatles προσγειώνονται στην πίστα του αεροδρομίου JFK της Νέας Υόρκης (πρώην αερολιμένας Idlewild, που είχε ήδη προλάβει να μετονομαστεί προς τιμήν του εκλιπόντος προέδρου) με το Boeing 707 της πτήσης 101 της Pan Am. Οι 23χρονοι John Lennon και Ringo Starr, ο 21χρονος Paul McCartney και ο κατά ένα έτος μικρότερός του George Harrison αντικρίζουν εκατοντάδες κοριτσόπουλα –κι ελάχιστα έως καθόλου αγόρια– να ουρλιάζουν με το που άνοιξαν οι πόρτες του αεροπλάνου.
Οι έφηβοι έσπασαν τον αστυνομικό κλοιό και ακολούθησαν την αυτοκινητοπομπή με το γκρουπ σε όλη τη διαδρομή μέχρι το ξενοδοχείο Plaza, στο Μανχάταν. Εκεί, στη συνέντευξη Τύπου, με 200 δημοσιογράφους από τα μεγαλύτερα ραδιοτηλεοπτικά δίκτυα και εφημερίδες της υφηλίου, ένας έντρομος Brian Sommerville (ο υπεύθυνος Τύπου) προσπαθούσε να συντονίσει το απόλυτο χάος. Ανίκανος ων να ηρεμήσει τα ερεθισμένα πνεύματα, τόλμησε να σπάσει το –και καλά– πρωτόκολλο, φωνάζοντας «ε, σκάστε επιτέλους». Προς μεγάλη του έκπληξη, αμέσως έπεσε σιγή ασυρμάτου. Και η συνέντευξη τύπου πήγε κάπως έτσι: «Δημοσιογράφος: Θα μας τραγουδήσετε κάτι;
Beatles: (με μια φωνή) Όχι!
Δ: Μα γιατί;
Lennon: Θέλουμε να πληρωθούμε πρώτα.
Δ: Ποια η γνώμη σας για τον Μπετόβεν;
Ringo: Τον λατρεύουμε. Ειδικά τα ποιήματά του».
(Ιδίως αυτό το τελευταίο είναι απάντηση με ετεροχρονισμένο attitude… Sex Pistols).
Η συνέντευξη έληξε με τον Paul να δηλώνει ευθαρσώς «έχουμε ένα μήνυμα για όλους εσάς: αγοράστε τους δίσκους μας» και η μπάντα κατόπιν έσπευσε να ξεκουραστεί, ελέω jet lag, στις προεδρικές σουίτες του 12ου ορόφου (το εντουράζ έκλεισε όλα τα δωμάτια του Plaza από το νούμερο 1209 μέχρι και το 1216). Το επόμενο πρωινό έφτασαν στη ρεσεψιόν 37 σακιά, εντός των οποίων υπήρχαν πάνω από 55.000 επιστολές, στις οποίες οι θαυμαστές ζητούσαν μία από τις 700 διαθέσιμες θέσεις για το πολυδιαφημισμένο σόου της Κυριακής 9 Φεβρουαρίου. Στις 8 το βράδυ εκείνης της ημέρας, πάνω από 73 εκατομμύρια Αμερικανοί ήταν καθηλωμένοι στους καναπέδες τους περιμένοντας εναγωνίως να βιώσουν ιδίοις όμμασι –και ώσι– το νέο βρετανικό «φρούτο». Το Ed Sullivan Show που προβαλλόταν από το CBS ήταν μια εκπομπή ποικίλης ύλης, υπερσυντηρητική όμως κι άκρως comme il faut, ακριβώς στο πνεύμα της μεταΜακαρθικής Αμερικής, που φιλοξενούσε στα πλατό (στο Studio 50 στη νεοϋορκέζικη 53 Street & Broadway) από σταρ του σινεμά και μουσικούς, μέχρι ταχυδακτυλουργούς και εγγαστρίμυθους.
Ο Sullivan βγήκε στη σκηνή κι είπε «Λοιπόν, χθες και σήμερα, το στούντιό μας είναι φίσκα από εκατοντάδες δημοσιογράφους και φωτογράφους όλης της χώρας και όλοι αυτοί οι βετεράνοι συμφωνούν ότι η πόλη δεν είχε ποτέ βιώσει τον ενθουσιασμό που προκάλεσαν αυτοί οι νεαροί από το Λίβερπουλ. Απόψε, θα σας ψυχαγωγήσουν δύο φορές, μία τώρα και μία στο δεύτερο ημίωρο. Κυρίες και κύριοι, οι Beatles!»
κι αμέσως τα επόμενα λόγια του σκεπάστηκαν από εκατοντάδες κοριτσίστικα ουρλιαχτά –δηλαδή αυτό που ακουγόταν για τα επόμενα 8 λεπτά, σκεπάζοντας ακόμα και τους ίδιους τους Beatles που έπαιζαν στη σκηνή. Στo πρώτο ημίωρο ερμήνευσαν τα “All My Loving”, “'Till There Was You” και “She Loves You” και ύστερα από ένα διάλειμμα ξαναβγήκαν για να τραγουδήσουν τα “I Saw Her Standing There” και “I Want to Hold Your Hand”. Στο τραγούδι “'Till There Was You”, την ώρα που ο Harrison επιδιδόταν σε ένα σόλο πάνω στην Gretsch Country Gentleman κιθάρα του, η κάμερα ζουμάρισε σε καθένα από τα 4 μέλη της μπάντας, και στις οθόνες εμφανίστηκε κάτω από κάθε «Σκαθάρι» το όνομά του, με εκείνο ειδικά του Lennon να συνοδεύεται από τη λεζάντα, με κεφαλαία γράμματα, «Συγγνώμη κορίτσια, είναι παντρεμένος».
Παραβλέποντας τον δημοφιλή αστικό μύθο, πως δήθεν σε όλη τη διάρκεια της μετάδοσης δεν διαπράχθηκε ούτε ένα έγκλημα στη Νέα Υόρκη, ο καλλιτεχνικός αντίκτυπος ήταν τεράστιος. «Για πολλούς νέους της εποχής, η εμφάνιση των Beatles στο “The Ed Sullivan Show” ήταν μια καθοριστική στιγμή στη ζωή τους, που συγκρίνεται μόνο με το διάσημο ερώτημα “πού βρισκόσουν τη στιγμή της δολοφονίας του Κένεντι;”», λέει ο ιστορικός και μελετητής των Beatles, Bruce Spizer. Ο τότε 13χρονος Tom Petty είπε πως «βγήκαν στην τηλεόραση και με ισοπέδωσαν», ο τότε 14χρονος Gene Simmons των Kiss παραδέχτηκε πως «με συντάραξε το γεγονός ότι 4 αγόρια από το πουθενά μπορούσαν να παίξουν τέτοια μουσική», ενώ ο Ritchie Sambora των Bon Jovi θυμάται πως «ήμουν 5 χρονών, καθόμουν σταυροπόδι στο σαλόνι, έβλεπα την εκπομπή στην ασπρόμαυρη τηλεόρασή μας και σκεφτόμουν “ουάου, αυτό θέλω να κάνω”».
Λίγες ημέρες μετά, στις 18 Φεβρουαρίου, οι Beatles συνάντησαν τον 22χρονο μποξέρ Cassius Clay (αργότερα Muhammad Ali) στο γυμναστήριό του στη Φλόριντα, 1 βδομάδα πριν από τον αγώνα του με τον Sonny Liston, στον οποίο o πρώτος στέφτηκε παγκόσμιος πρωταθλητής βαρέων βαρών. Ο Lennon έγινε μάλιστα έξαλλος όταν ο Clay τους έβαλε να ξαπλώσουν στο πάτωμα, ουρλιάζοντας «Είμαι ο καλύτερος!». «Μας έκανε να φαινόμαστε σαν κλόουν, αλλά ο τύπος αυτός δεν είναι ο καλύτερος, είναι ένα τίποτα!», είπε κατόπιν ο John, κρατώντας το μανιάτικο στον μποξέρ τόσο πολύ, ώστε στο εξώφυλλο του άλμπουμ Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band επέμενε πεισματικά να μπει η φιγούρα του –λιγότερο διάσημου, αλλά απείρως πιο μετριοπαθούς και προσιτού– Liston! Μετά από σύντομες διακοπές στις παραλίες του Μαϊάμι, οι Beatles επιστρέφουν μέσω Νέας Υόρκης στο αεροδρόμιο Χίθροου του Λονδίνου, όπου τους υποδέχονται 10.000 Βρετανίδες σε κατάσταση ομαδικής υστερίας.
Ο θρίαμβος τους στις Η.Π.Α. συνεχίστηκε …ερήμην τους, με τη μπάντα να φτάνει σε δυσθεώρητα ύψη δημοφιλίας τον Απρίλιο, όταν την εβδομάδα 4-11/4 κατείχαν 12 θέσεις στον Hot-100 κατάλογο των singles του Billboard, έχοντας μάλιστα καπαρώσει και τις 5 πρώτες θέσεις –κατόρθωμα που, έκτοτε, κανείς μουσικός ή μπάντα δεν έχει καταφέρει να επαναλάβει ή έστω να πλησιάσει. Για την ιστορία, τα 12 αυτά τραγούδια των Βeatles ήταν τα:
“Can’t Buy Me Love” (θέση 1)
“Twist Αnd Shout” (2)
“She Loves You” (3)
“I Want Τo Hold Your Hand” (4)
“Please Please Me” (5)
“I Saw Her Standing There” (31)
“From Me Τo You” (41)
“Do You Want Τo Know Α Secret” (46)
“All My Loving” (58)
“You Can’t Do That” (65)
“Roll Over Beethoven” (68)
“Thank You Girl” (79)
Το τρελό rollercoaster με το όνομα Beatles συνεχίζεται μέχρι το τέλος του 1964: τον Μάρτιο ο John Lennon κυκλοφορεί το πρώτο του βιβλίο με τίτλο In Ηis Own Write, το οποίο αμέσως γίνεται best-seller. Στις 14 Ιουνίου φτάνουν στη Μελβούρνη για την αυστραλιανή τους περιοδεία και 250.000 οπαδοί τους τους περιμένουν στο αεροδρόμιο, ενώ στις αρχές Ιουλίου κάνει πρεμιέρα το φιλμ A Hard Day's Night. Η χρονιά θα κλείσει σχεδόν επικά, με μια περιοδεία 5 εβδομάδων στις Η.Π.Α και στον Καναδά (μεταξύ 19 Αυγούστου και 21 Σεπτεμβρίου) και με τον διάσημο εκείνο «γάρο» με τον οποίον επισφραγίζουν τη γνωριμία τους με τον Bob Dylan στο ξενοδοχείο Delmonico της Νέας Υόρκης, στα τέλη του Αυγούστου.
Είναι πλέον επίσημο: οι Beatles ζουν ζωή χαρισάμενη, σαν ροκ σταρ πρώτου μεγέθους. «Για πρώτη φορά στην ιστορία, το κοινό ζει τις δικές του φαντασιώσεις διαμέσου της τρυφηλής ζωής ενός συγκροτήματος. Οι οπαδοί των Beatles βλέπουν τους 4 ήρωές τους να ζουν τις ζωές που οι ίδιοι θα εύχονταν να βίωναν, αν δεν είχαν να διαβάσουν για το σχολείο, το πανεπιστήμιο ή να πάνε στις βαρετές τους δουλειές», σημειώνει ο Martin Lloyd-Elliot, Βρετανός ψυχίατρος με ειδίκευση στην αμφίδρομη σχέση κοινού-μουσικής βιομηχανίας, καταλήγοντας ότι «στην αρχή, με τους Beatles, η κατάσταση ήταν ελεγχόμενη, όμως από τα τέλη του 1964 και τις αρχές του 1965, οι Rolling Stones πήγαν τις φαντασιώσεις των οπαδών τους σε νέα, αχαρτογράφητα νερά».
Invasion of the music snatchers
Η πολυθρύλητη «Βρετανική Εισβολή» είχε μόλις αρχίσει, αν και ορισμένοι, εντελώς τυπικά, ισχυρίζονται πως είχε ξεκινήσει τον προηγούμενο Νοέμβριο, με τη μεγάλη επιτυχία της Dusty Springfield “I Only Want Τo Βe ith You”. Όπως και να 'χει, το πρώτο χτύπημα των Beatles στην αμερικανική νεολαία θα ακολουθήσει η έλευση συγκροτημάτων όπως η «Αγία Τριάδα» των Rolling Stones, Who και Animals.
Μεταξύ 1964 και 1966, σχεδόν 40 Βρετανοί καλλιτέχνες γνώρισαν τεράστια αποδοχή στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, με προεξάρχοντες τον Donovan, τους Hollies, τους Zombies, τους Spencer Davis Group, τους Kinks, τους Dave Clark Five, τους Moody Blues, τους Troggs, τους Yardbirds, τους Small Faces, τους Herman's Hermits, τους Them, τη Lulu, τον Tom Jones, τους Manfred Mann, τη Marianne Faithfull κ.ά. Και, έτσι, για να επιστρέψουν τη φιλοφρόνηση, η «Εισβολή» καθαγιάστηκε αμφίδρομα όταν οι πιο ανοικτόμυαλοι Βρετανοί μουσικοί αγκάλιασαν ολόψυχα την μαύρη αμερικανική παράδοση, προεξαρχόντων των Rolling Stones, των Animals και των Who, που ήταν επηρεασμένοι περισσότερο από τα αμερικανικά blues μάλλον, παρά από το rock 'n' roll. Όμως αυτή είναι μια άλλη ιστορία…
{youtube}jenWdylTtzs{/youtube}