Δεν μπορεί να πάρεις καράβι, να φτάσεις Σάμο, να την γυρίσεις ολόγυρα και να μην περάσεις από το cine Rex.
Στο χωρίο Μυτιληνιοί μια όμορφη ταμπέλα κι ένα στενό με πλαστικές καρέκλες, σαμιώτικες γάτες και γιαγιάδες που σε καλησπερίζουν σε οδηγούν στην πέτρινη θολωτή είσοδο του Rex.
Στην πόρτα θα σε υποδεχτεί με “τα καλά του” ο κ. Ορέστης Βαμβακάς και λίγα βήματα πιο πέρα, στο ταμείο, με την ηρεμία που μόνο οι ηλικιωμένοι άνθρωποι αποπνέουν, ο μπαμπάς του, ο κ. Δημήτρης Βαμβακάς που φέρει μέσα του όλη την ιστορία του κινηματογράφου. Τα νάτσος μπορείς για λίγο να τα ξεχάσεις, γιατί εδώ θα δώσεις παραγγελία για πίτσα, γύρο, κεμπάπ ή σουβλάκια που καταφθάνουν ζεστά και μυρωδάτα από τη Χώρα, ενώ σε μια γωνιά του χώρου θα βρεις και ένα αυτοσχέδιο μπαρ με μπύρες, αναψυκτικά, πατατάκια και ό,τι άλλο, σε περίπτωση που παραμένεις κλασικός σε ό,τι επιθυμεί ένας θεατής σε κινηματογράφο. Θα απολαύσεις ίσως την πιο αναπαυτική θέαση, καθώς οι κλασικές λευκές πλαστικές καρέκλες είναι ντυμένες με παχουλά λαχανί μαξιλαράκια που σου επιτρέπουν να βολευτείς, όπως κι αν αποφασίσεις να καθίσεις. Ανάμεσα σε αυτές, λεμονιές, νυχτολούλουδα, γιασεμιά και μεγάλοι φουντωτοί βασιλικοί -έφτασαν μικρά κλαράκια από το Άγιο Όρος που επισκέπτεται κάθε χρόνο ο κ. Δημήτρης -τους οποίους σίγουρα θα μπεις στον πειρασμό να χαϊδέψεις ή να μυρίσεις τουλάχιστον μία φορά κατά τη διάρκεια της ταινίας, ακόμα κι αν είσαι ο πιο αδιάφορος άνθρωπος του κόσμου απέναντι σε φυτά, μυρωδικά και βότανα. «Ο βασιλικός αυτό θέλει. Να τον μυρίζουν». Στα αριστερά μπαίνοντας μπορείς να περιηγηθείς σε μια μικρή έκθεση με ιστορικά αντικείμενα από τον πόλεμο του 1940 και όχι μόνο -αγροτικά εργαλεία, αργαλειούς, αραμπάς, κράνη, παλιές μηχανές προβολής-που κάλλιστα θα μπορούσε να γεμίσει ένα μικρό λαογραφικό μουσείο στην περιοχή. Την ταινία μπορεί να χρειαστεί να διακόψεις δύο φορές για να γίνει σωστά το μοίρασμα των παραγγελιών και των λαχταριστών λουκουμάδων-κέρασμα που ετοιμάζει η κυρά Κατίνα, η σύζυγος του κ. Δημήτρη. Κατά τη διάρκειά της, δεν μπορεί να σε ενοχλήσει τίποτα, καθώς, ο κ. Ορέστης θα έχει φροντίσει να σε εξοπλίσει με εντομοαπωθητικό σπρέι και μια φλις κουβερτούλα για το κρύο. Κι όταν φτάσει το “The End”, μην ξεχαστείς. Δεν σηκώνεται κανείς. Οι θεατές στρέφουν τις καρέκλες τους προς τα τραπεζάκια και ξεκινά η συζήτηση πάνω από πίτσες, σουβλάκια και μπύρες.
Λίγο πριν το 1930, όταν ο κινηματογράφος δεν ήταν ομιλών, αλλά βουβός, σε ένα καφενείο στην πλατεία του χωριού, ο προπάππους του τωρινού ιδιοκτήτη ξεκίνησε τις πρώτες προβολές για να δημιουργήσει στη συνέχεια τον κινηματογράφο «Άρη» που επιτάξαν οι Γερμανοί το 1940 και για τέσσερα χρόνια λειτούργησε ως αποθήκη τροφίμων. Το 1969 δημιουργείται o θερινός κινηματογράφος cine Rex, χωρίς μαξιλάρια, πίτσες και κουβερτάκια φλις, αλλά με πολλή αγάπη κι ένα μόνο μεγάφωνο μπροστά, που αρκούσε για να γεμίζει κάθε Κυριακή τον κινηματογράφο για τη Βουγιουκλάκη και τον Ξανθόπουλο στην μεγάλη οθόνη, όταν τηλεόραση δεν υπήρχε ακόμα.
Σήμερα πλέον με τον Ορέστη να ταξιδεύει δυο φορές τον χρόνο στην Αθήνα, να επισκέπτεται τις εταιρείες διανομής και να εξασφαλίζει ταινίες πρώτης προβολής ο κ. Δημήτρης Βαμβακάς μπορεί να καυχιέται ότι το Mamma mia έκανε πρεμιέρα στους Μυτιληνιούς ίδια μέρα με Αθήνα, Λονδίνο, Μόσχα και Ν. Υόρκη. 5.000 φειγ βολάν σε παρμπρίζ, καφετέριες και κολώνες χειμώνα-καλοκαίρι δεν θα σε αφήσουν ασυγκίνητο και θα σου παραδώσουν βασικά μαθήματα επικοινωνίας.
Αυτά και άλλα πολλά, καιρό πριν από εμένα, διηγήθηκε λεπτομερώς ο Aliz Manaz στο ντοκιμαντέρ μικρού μήκους For the Love of Cinema, από όπου κρατάω τη χαρακτηριστική φράση «Generations of men and machines together” για αυτή την όμορφη οικογενειακή ιστορία.
Είναι εκπληκτικό τι μπορεί να κάνει ο άνθρωπος, όταν αγαπά αυτό που κάνει.
«Χρειάζεται αγάπη μόνο, από το πρωί μέχρι το βράδυ».
Ευχαριστούμε την οικογένεια Βαμβακά για την υπενθύμιση.