(προσαρμοσμένη αναδημοσίευση από το Sonik)
Ελληνικό ροκ. Από πού να το πιάσεις και πού να το αφήσεις... Ανέκαθεν ήταν προβληματική η συνάντηση των δύο αυτών όρων. Εδώ δεν έχουμε ακόμη βγάλει διεθνώς άκρη σε τι συνίσταται το ίδιο το «ροκ», πόσο μάλλον εδώ στη δική μας γωνιά του κόσμου, όπου δεν έχουμε καταλήξει στο τι εστί ελληνικό. Οπότε ας μην μπούμε σε τούτη τη δίνη, δεν θα μας βγάλει πουθενά άλλωστε.
Αν ένας ρεπόρτερ-ταξιδιώτης του χρόνου προσγειωνόταν με τρόπο μαγικό στο 1986 και ρωτούσε έναν τυχαίο μαθητή Λυκείου τι εστί «ροκάς», θα λάμβανε απαντήσεις όπως Κατσιμιχαίοι, Γιοκαρίνης, Μπουλάς, Λάκης με τα Ψηλά Ρεβέρ, Τερμίτες και φυσικά Παπακωνσταντίνου, μπορεί και Μηλιώκας (σε μια πιο ...βουκολική άποψη). Αν ο ρεπόρτερ μας ήταν ιδιαίτερα τολμηρός και ρωτούσε έναν καθωσπρέπει γονέα και κηδεμόνα, θα συναντούσε έντρομο βλέμμα, ίσως και σταυροκοπήματα και αναθέματα για τους αλήτες που αφήνουν μακριά μαλλιά, καβαλάνε θορυβώδεις μηχανές σαν καμικάζι και χρησιμοποιούν συνέχεια τη λέξη με τα τρία Α (άσχετο-σχετικό, αλλά ακόμη έχω κρατήσει ένα καταδιασκεδαστικό βιβλίο που υπέκλεψα από τη βιβλιοθήκη φυλακίου του ένδοξου ελληνικού στρατού, με τον εύγλωττο τίτλο Ροκ και Σατανισμός).
Αν από την άλλη έπεφτε πάνω σε κανέναν φανατικό Κνίτη, πιθανότατα να άκουγε μία αγόρευση για πράκτορες του ιμπεριαλισμού και πιθηκιστές των αμερικάνικων προτύπων, μιας που η τότε αποδεκτή μορφή του αντιαμερικανισμού εκδηλωνόταν με περιφρόνηση του «ξενόφερτου» ροκ και στροφή κυρίως προς τις «πολιτικά ορθές» ρεμπέτικες κομπανίες. Αλλά και κάποιον του μουσικού χώρου να συναπαντούσε ο καλός μας ήρωας, δεν θα ήταν απίθανο να ακούσει χαρακτηρισμούς όπως «ανθυπομοίραρχοι των Άγγλων» για όσους τολμούσαν να τραγουδήσουν στην αγγλική (το κλισέ «η ελληνική γλώσσα δεν ταιριάζει στο ροκ» το έχω ακούσει πιο πολλές φορές από το «μαχαίρι θα φτάσει στο κόκαλο»). Τι συμπέρασμα να έβγαζε άραγε ο ταλαίπωρος μας ταξιδιώτης;
Η ελληνική κοινωνία μπορεί τότε να είχε μόλις μπει στην ΕΟΚ μετά από εκείνη τη σπρωξιά του Καραμανλή του Α’ και να έμαθε(;) απότομα να κολυμπάει, στην ουσία της όμως παρέμενε (και σε μεγάλο βαθμό παραμένει) μια ως το μεδούλι συντηρητική κοινωνία. Κάτι που εκδηλωνόταν με μια καχυποψία απέναντι στο ξένο, συνδυασμένη όμως με ένα μείγμα θαυμασμού και φθόνου. Από τη μία ο «επιμένων ελλη-νικά» (θυμάστε τον Λαλάκη «παφ και τάλιρο» της διαφήμισης;) από την άλλη η ...μπουτίκ Κάθυ και η ξενομανία στα όρια του βλαχοκίτς.
Πολιτικά η δεκαετία περικλείεται στην πορεία από την ελπίδα της Αλλαγής του '81 έως το «βρώμικο» '89. Αυτό που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε είναι ότι εκείνα τα χρόνια επιτράπηκε για πρώτη φορά σε ένα για χρόνια αποκλεισμένο μέρος του πληθυσμού να έχει δικαίωμα στην ευμάρεια και την κατανάλωση, αλλά και στη διαφθορά και το αυθαίρετο, στο νέο ελληνικό όνειρο κοντολογίς. Μαζί αναδείχθηκε και η νέα γενιά ως διακριτή κοινωνική ομάδα με μεγαλύτερο εύρος από την προνομιούχο «χρυσή νεολαία» του Μαστοράκη και με δική της πλέον αγοραστική δύναμη (είναι το ίδιο σχήμα που οδήγησε στη γένεση του rock 'n' roll στις Η.Π.Α. των 1950s).
Το ευδαιμονικό αυτό κλίμα δεν αρκούσε για να κρυφτεί το γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία ήταν βαθιά διχασμένη, με το θερμόμετρο του πολιτικού φανατισμού να ανεβαίνει σε θερμοκρασίες ...καύσωνα (μην ξεχνάμε ότι κουβάλαγε στα γονίδιά της κι έναν όχι πολύ μακρινό εμφύλιο). Η δεκαετία του 1980 χαρακτηρίστηκε έτσι από διαχωριστικές γραμμές οι οποίες ήταν δύσβατες και δεν διασχίζονταν εύκολα. Η μουσική ήταν μοιραίο να μη μείνει αλώβητη, καθώς ποτέ δεν δημιουργείται ερήμην του ευρύτερου περιβάλλοντος. Ήδη αναφέραμε την ...προαιώνια διαμάχη μεταξύ αγγλόφωνου και ελληνόφωνου, η οποία είχε ήδη περάσει από διάφορα κύματα, στα 1980s όμως το βελάκι έδειχνε προς τα αγγλόφωνα (οι κύριες επιρροές άλλωστε από το Νησί προέρχονταν, Joy, Clash, Beatles, Bowie, η επιλογή γλώσσας έμοιαζε φορσέ που λέμε και στο σκάκι).
Αυτά όμως δεν ήταν τα μόνα συρματοπλέγματα. Οι υποδιαιρέσεις, οι φυλές, οι υποκουλτούρες ήταν σαφέστατα διακριτές, το τι ΔΕΝ άκουγες ήταν εξίσου (αν όχι πιο) σημαντικό με αυτό που άκουγες. Μπορεί τα θρυλούμενα επεισόδια και οι συγκρούσεις μεταξύ μουσικών φυλών να μη συνέβησαν ποτέ στην έκταση που θέλει ο μύθος, αλλά οι αντιθέσεις ήταν υπαρκτές. Γκιράπηδες, καρεκλάδες, παλιοροκάδες και νιουγουεϊβάδες, γκοθάδες και πανκιά, ο καθένας με τα στέκια του, τη μόδα του, τους κώδικές του, τον μικρόκοσμό του. Ακόμη θυμάμαι για παράδειγμα τον υποτιμητικό και λίαν διαδεδομένο χαρακτηρισμό «φλώρος» για όσους άκουγαν τα περίφημα «μπλιμπλίκια» (από κατήγορους οι οποίοι σήμερα πιάνουν πρώτο στασίδι στις συναυλίες των Depeche Mode –ακόμη και της Madonna). Πιθανολογώ ότι αυτή η στάση εξηγεί και τη φτώχεια της τότε ηλεκτρονικής σκηνής. Δεν είναι προφανώς τυχαίο ότι εκείνη που άνοιξε την πόρτα ήταν μια δημιουργός η οποία ουδεμία σχέση είχε με το underground, το ροκ και τις προκαταλήψεις του. Η Λένα Πλάτωνος φυσικά...
Αν κάτι με ενοχλεί στις ιστορικές αποτιμήσεις είναι το αδιάκριτο τσουβάλιασμα σε γενιές. Δεν πρέπει ποτέ να λησμονούμε ότι οι εκάστοτε ορισμοί θέτουν ...εξ’ ορισμού περιορισμούς (ακόμη και τούτη η κατά δεκαετίες μελέτη δεν είναι παρά μια μεθοδολογική σύμβαση). Ποτέ λοιπόν δεν υπήρξε μία Γενιά του 1980, αλλά πολλές υπογενιές. Εννοείται ότι υπάρχουν πάντοτε οι κοινές προσλαμβάνουσες, αναφορές ακόμη και σε αντικείμενα και υποκείμενα της καθημερινότητας («Πάρε το μηδέν» όπως είναι και ο τίτλος ενός σχετικού βιβλίου memorabilia), αλλά από 'κει και πέρα ζει μια πολυδιάστατη πραγματικότητα. Οπότε και αυτό το κείμενο θα πρέπει να εκληφθεί ως ένα μικρό φως φακού, το οποίο αποπειράται να φωτίσει ένα μικρό μέρος της τότε κατάστασης και μάλιστα από μια συγκεκριμένη οπτική γωνία (τη δική μου, προφανώς).
Τα 1980s ήταν τα παιδιά των 1960s, κάτι το οποίο γενικά το ξεχνάμε. Παρολ’ αυτά αντιμετωπίστηκαν από τους κολλημένους στο εξιδανικευμένο παρελθόν «εκδρομείς του '60» με απαξίωση, σαν μια «αφασική νεολαία» που δεν ξέρει να μιλάει (οι παλιοί θα θυμούνται τι είχε συμβεί στην έκθεση και τις λέξεις αρωγή και ευδοκίμηση) και ακούει αποβλακωτική μουσική, μια γενιά απολιτίκ η οποία δεν είχε να επιδείξει αγώνες όπως εκείνη του Πολυτεχνείου ή του 1-1-4 (με τόση αντίσταση πάντως αναρωτιέσαι πως άντεξε η χούντα 7 ήσυχα χρόνια στην εξουσία). Από πάνω έτρωγε και ξύλο από τα ΜΑΤ στις διάφορες επιχειρήσεις «Αρετή», τα στέκια δέχονταν συχνές «φιλικές» επισκέψεις για εξακριβώσεις στοιχείων, πολλές φορές έβαζαν λουκέτο (όπως έκανε ο Τρίτσης με τα πανκ μαγαζιά της Πλάκας –να θυμηθούμε Αρετούσα, Skylab, Σοφίτα).
Η διάσπαση της νεολαίας σε υποκουλτούρες ήταν συνεπώς αποτέλεσμα και αυτής της πίεσης, αλλά και μιας (ίσως ασυνείδητης) αντίδρασης στην ακατάσχετη μοδάτη πολιτικοποίηση των αντάρτικων λημεριών της Μεταπολίτευσης. Η δε ευρύτατη εξάπλωση ενός σκοτεινού, εσωστρεφούς και πεσιμιστικού ήχου με επίκεντρο πλέον το άτομο και όχι μια ισοπεδωτική μαζική συλλογικότητα –όπου η απόγνωση έμοιαζε πιο σημαντική από την αμφισβήτηση– δεν ήταν άσχετη με όλο αυτό το κλίμα.
Η δημιουργικότητα όμως άνθησε. Σε πείσμα και ερήμην πολλές φορές της εγχώριας μουσικής βιομηχανίας (ποιος γέλασε;). Ήταν κι αυτός ο πανκ άνεμος που ήρθε από την Εσπερία, έστω με μια μικρή αναμενόμενη καθυστέρηση, ο οποίος πήρε και σήκωσε ελιτίστικους φραγμούς και ...ωδικές προκαταλήψεις. Οριακές αποδείχθηκαν και οι συναυλίες των πρώτων χρόνων: Police, Bauhaus, Birthday Party, New Order. Δεν έχω στοιχεία, αλλά υποθέτω ότι πολλά παιδιά μετά από εκείνες τις συναυλίες παρακινήθηκαν να φτιάξουν τα δικά τους γκρουπάκια (μπορεί ακόμη κι εκείνος που έφαγε στο ...κεφάλι τη μελόντικα του Bernard Sumner).
Οι συνθήκες δημιουργίας μουσικής μοιάζουν βέβαια πρωτόγονα ρομαντικές μέσα από τη σημερινή ματιά (και είναι), αλλά μιλάμε για έναν ρομαντισμό «υποχρεωτικό», επιβεβλημένο από το περιβάλλον, ο οποίος απαιτούσε και μεγάλη δόση προσωπικής τρέλας. Όσο λοιπόν κι αν θέλω να αποφύγω τις δακρύβρεχτες «ηρωικές» ελεγείες, δεν μπορώ να μην αναλογιστώ τις δυσκολίες που ορθώνονταν στην πορεία ενός συγκροτήματος. Είχε και μια δόση αγνότητας η φάση, τα φράγκα ήταν ελάχιστα και οι προοπτικές μηδενικές (ας είναι καλά οι γονικές χορηγίες ή οι session δουλειές «με τα σόλα που γι’ αυτά με αποφεύγαν»), η δε διεθνής καριέρα από τότε είχε ανεκδοτική διάσταση. Δίπλα στα συγκροτήματα εμφανίστηκε ταυτόχρονα και μια πλειάδα εταιρειών που επίσης εμφορούνταν από το d.i.y. πνεύμα, όπου η χειροτεχνία και το πάθος υποκαθιστούσαν όσο γινόταν τις τεχνικές ελλείψεις και την οικονομική άνεση: Creep, Wipe Out, Smash, Lazy Dog, Pegasus, Ano Kato, Δικαίωμα Διάβασης (η σημερινή DiDi Music –ένα ομολογουμένως εντυπωσιακό «success story»). Φυσικά υπήρχαν και οι πολυεθνικές (τα παραρτήματα δηλαδή)...
Έφτιαξες λοιπόν το γκρουπάκι, έγραψες τα πρώτα σου τραγούδια, συμπλήρωσες με πολλές διασκευές (κι ας μη μοιάζουν τα αγγλικά σου ακριβώς με οξφορδιανά) και τώρα θέλεις να κάνεις την πρώτη σου συναυλία. Αν δεν είναι σε κάποια εκδήλωση διαμαρτυρίας, κατάληψη ή προαύλιο σχολείου, θα πρέπει να αντιμετωπίσεις έναν μάλλον άσχετο ιδιοκτήτη χώρου ακατάλληλου ακόμη και για πρόβα. Την έκλεισες; Εμπρός λοιπόν μετά καλά μου πόδια, η «δουλειά κάνει τους άντρες», το κοπίδι, η φωτοτυπία, ο κουβάς με την κόλλα για την αφίσα, η συναυλία τελικά πιθανόν να γίνει μπροστά σε φίλους και συγγενείς, ίσως χρειαστεί να τσοντάρεις και λίγο για τα έξοδα στο τέλος. Στο δε στούντιο που φιλοδοξείς να γράψεις, ο ηχολήπτης πιθανόν να ξέρει μόνο από λαϊκά μπουζούκια και να κοιτάζει με καχυποψία άγνοιας τα ηλεκτρικά σου μαραφέτια, το αποτέλεσμα μπορεί να μην σου στέκει καλά στο αυτί, δεν έχεις όμως και πολλές εναλλακτικές. Και πάνω εκεί που κάπως έφτιαχνε ο δρόμος, σου ...έπεφτε το προσκλητήριο από τα χέρια, εκείνο που σε καλούσε για 24 μήνες να υπηρετήσεις τη μαμά πατρίδα. Χαιρετίσματα, λοιπόν...
Οι δυσκολίες εκείνες, βέβαια, επέβαλαν παράπλευρα κι ένα αυξημένο αισθητικό κριτήριο, δρώντας κατά έναν τρόπο ως φυσική επιλογή. Έτσι το συγκρότημα διάλεγε και ξαναδιάλεγε τα κομμάτια που θα έμπαιναν στο δίσκο, όταν κι αν ερχόταν ποτέ η ευλογημένη στιγμή (εδώ το έχω να παρατηρήσω «σε αντίθεση με σήμερα»). 1000 αντίτυπα θα ήταν μια συνήθης παρτίδα, άγνωστο πόσα θα πωλούνταν, στα περισσότερα δισκάδικα δεν θα έφταναν έτσι κι αλλιώς ποτέ, στη δική μου επαρχία έφταναν με κασέτες που αντιγράφαμε μετά μανίας (ναι, από τότε ...σκοτώναμε τη μουσική, αλλά αυτή η άτιμη εκεί, να μη θέλει να πεθάνει).
Ωραία, κυκλοφόρησε ο δίσκος, ποιος θα τον προβάλλει, ποιος θα τον παίξει τώρα; Η περιορισμένη σε δύο κανάλια τότε τηλεόραση (με το ένα μάλιστα μόλις αποστρατιωτικοποιημένο), δεν ήταν μια προφανής επιλογή (κι όμως, ας μην ισοπεδώνουμε: θυμάμαι να βλέπω στην κρατική τηλεόραση συναυλία των South Οf No North στο Ρόδον, εμφάνιση της Λευκής Συμφωνίας, των Last Drive –δεν ξέρω κατά πόσο τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα στη σημερινή «πλουραλιστική» τηλεοπτική πανίδα). Στο ραδιόφωνο ήταν ελαφρώς καλύτερα τα πράγματα. Οι εκπομπές του Αργύρη Ζήλου και του Χρήστου Δασκαλόπουλου ήταν φιλόξενες και παρακολουθούσαν τη σκηνή (στου Γιάννη Πετρίδη δεν είχες και πολλές πιθανότητες), όπως και των αγχωμένων από την καταδίωξη των ραδιογωνιόμετρων πειρατών των FM (όσων φυσικά δεν ήταν καρικατούρες του τύπου «Κούλα με ακούς;»).
Ο mainstream τύπος, από την άλλη –πλην φωτεινών εξαιρέσεων– ταλαντευόταν ανάμεσα στο «καλό για ελληνικό» έως την πλήρη αγνόηση, το κενό όμως αναπλήρωναν με όπλο το ...συρραπτικό, τον απίστευτο ερασιτεχνικό ενθουσιασμό και επαγγελματικό μεράκι πολλά φανζίν, τα οποία κάποια στιγμή ίσως πρέπει να αξιωθούν ένα δικό τους αφιέρωμα. Λίγα ονόματα θα παραθέσω, έτσι σαν αγκίστρι μνήμης· κι όποιος τσιμπήσει: Rollin’ Under (ο ιστορικός πρόδρομος του σημερινού www.mic.gr), Στις Σκιές του Β-23, Ανοικτή Πόλη, η Βρωμιά από την Πτολεμαΐδα, το Παπάρι και πολλά άλλα ακόμη.
Ισορροπώντας ανάμεσα στην εξωραϊστική δύναμη της νοσταλγίας αλλά και την εκ των υστέρων τάση προς απομάγευση, θα πρέπει να σημειωθεί ότι (και) τότε δεν έλειπαν οι σκοτεινές γωνίες και οι σκελετοί στη ντουλάπα, οι μικρότητες (όπως σε κάθε χώρο), οι κόντρες που κρατάνε χρόνια, μια μιζέρια μειονοτικής νοοτροπίας, ένας λανθάνοντας μισογυνισμός, τα drugs, η δήθεν μαγκιά της ηρωίνης, ακόμη και οι διαπλοκές με το κράτος (το διαβόητο υφυπουργείο/γενική γραμματεία Νέας Γενιάς). Κάποιος όμως είπε ότι αγαπάς κάποιον/κάτι όχι τόσο για αυτά, αλλά παρολ’ αυτά. Μεγάλη αλήθεια...
Κοιτάζω παλιές κασέτες με φροντισμένες ξεθωριασμένες πλέον επιγραφές, κιτρινισμένα, μισοσχισμένα στις άκρες φανζίν, αναλογίζομαι τις ιστορίες που θα μπορούσαν να διηγηθούν. Έχουν και μια παράξενη μυρωδιά. Η όσφρηση μπορεί να προκαλέσει ολόκληρη κατολίσθηση αναμνήσεων (επτά ολόκληρους τόμους δεν έγραψε κάποιος Προυστ εξαιτίας μίας μαντλέν;) Οι περισσότερες από αυτές είναι σίγουρο ότι θα χαθούν μπροστά στη μεγάλη αφήγηση της Ιστορίας. Έτσι συμβαίνει κι έτσι συνέβαινε πάντοτε... «Memories don’t last» όπως έλεγε κι ένα αγαπημένο κομμάτι των Sharp Ties. Κι όμως, κάποιες επιμένουν, «some do»…
{youtube}uogzHYaduTc{/youtube}