Αλέξανδρος Τοπιντζής

* προσαρμοσμένη αναδημοσίευση άρθρου που είχε πρωτοδημοσιευτεί σε παλιότερο τεύχος του περιοδικού Sonik
** η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το επίσημο πρόγραμμα της περιοδείας του 1980-1981 για το The Wall

Όταν κυκλοφόρησε ο διπλός δίσκος, τον Νοέμβριο του 1979, σε κάθε disco και ραδιοφωνικό σταθμό αντηχούσε ο στίχος «we don't need no education», δίνοντας φωνή σε μια νεολαία που, στην πλειονότητά της, δεν γνώριζε μέχρι τότε την ύπαρξη των Pink Floyd. Εάν λοιπόν ήσουν φοιτητής, βρισκόσουν σε κάποια ευρωπαϊκή πόλη και κατάφερες να παραβρεθείς σε κάποιο από τα ελάχιστα live που δόθηκαν την περίοδο 1980-1981, πιθανό να έχεις ήδη αφηγηθεί εκατομμύρια φορές την εμπειρία αυτή στα παιδιά σου.

Όσοι πάλι από εμάς είχαν την τύχη να δουν από την τηλεόραση την ιστορική σύμπραξη του Roger Waters με διάφορους γνωστούς καλλιτέχνες (Scorpions, Ute Lemper, Sinéad O'Connor, The Hooters, Bryan Adams, Marianne Faithfull, Van Morrison και άλλοι), στο Βερολίνο του 1990 –μπροστά στην Πύλη του Βραδεμβούργου, για τον εορτασμό της πτώσης του Τείχους, απ' όπου και η κάτωθι φωτογραφία– θεωρώ ότι είναι εξαιρετικά απίθανο να την έχουμε λησμονήσει. Η δε θέληση του Waters να εξακολουθήσει να αναβιώνει τη συναυλιακή πτυχή του The Wall μέχρι και σε πρόσφατα χρόνια, δίνει ξανά και ξανά την ευκαιρία της επαφής με μια αυθεντική, ολοκληρωμένη καλλιτεχνική ομοβροντία, η οποία φέτος κλείνει 40 χρόνια παρουσίας στις διεθνείς αρένες.

UN-COMFORTABLY NUMB

Ο David Gilmour πάντα θεωρούσε σαν καλύτερη στιγμή των Pink Floyd το άλμπουμ Wish You Were Here (1975), ενώ ποτέ δεν έκρυψε την αντιπάθεια του για κάποια κομμάτια του The Wall που ήταν γραμμένα από τον Waters (λ.χ. “Vera”, “Bring The Boys Back Home”).

Ο συνθέτης ενός εκ των διασημότερων κιθαριστικών σόλο (“Comfortably Numb”), ενώ έχει παραδεχθεί δημόσια την τεράστια αξία του άλμπουμ, ταυτόχρονα έχει επισημάνει ότι η ιδιαίτερα σφιχτή δομή του και –παράλληλα– η θεατρική του απόδοση πάνω στη σκηνή, δεν άφηναν χώρο στο γκρουπ για αυτοσχεδιασμούς ή έστω για κάποια παρέκκλιση από τη setlist. Γεγονός που δημιούργησε περαιτέρω διαμάχες στις τάξεις τους.

W-W-WAR

Ο πόλεμος που ξέσπασε μεταξύ του Roger Waters και του Richard Wright στα πλαίσια των ηχογραφήσεων του The Wall, έμελλε να είναι και καθοριστικός για τη φυγή του πρώτου από τη μπάντα. O Wright είχε να συνεισφέρει μουσική από την εποχή του Dark Side Of The Moon (1973), παρότι όλα τα μέλη συνέθεταν κλεισμένα σε ένα στούντιο, μέσω μιας διαδικασίας jamming και αυτοσχεδιασμών. Επιπρόσθετα οι «περίεργες» ιδέες του Waters φαίνονταν στον Wright πιο ταιριαστές για την κυκλοφορία κάποιου σόλο άλμπουμ εκ μέρους του, μιας και δεν εξέφραζαν τις σκέψεις των υπολοίπων.

THE WALL CONCEPT ORIGINS

Μπορεί αφορμή για τη δημιουργία του The Wall να ήταν η αποξένωση του Waters από το ακροατήριο των Pink Floyd (αν όχι η αποστροφή του γι' αυτό), αλλά ήταν τα βιώματά του εκείνα που οδήγησαν στη γέννηση ενός εκ των πιο διάσημων concept στην ιστορία της μουσικής.

Ο θάνατος του πατέρα του στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η υπερπροστατευτική μητέρα, ο πρόσφατος (τότε) χωρισμός από τη γυναίκα του, οι εξοντωτικές περιοδείες, αλλά και η αδιαφορία που έδειχνε το κοινό για το καλλιτεχνικό του έργο, επηρέασαν τον 36άχρονο Βρετανό σε μεγάλο βαθμό:
«Όταν έγραψα το The Wall, αφορούσε περισσότερο εμένα και λιγότερο τον Syd (Barrett). Κυρίως, όμως, το έργο μιλούσε για τον «φόβο» σε οποιαδήποτε μορφή του. Ο Pink, ο χαρακτήρας του The Wall, είναι φοβισμένος· βρίσκεται συνεχώς σε θέση άμυνας και ο τοίχος που έχει χτίσει γύρω του νομίζει ότι τον προστατεύει. Σε προσωπικό επίπεδο, ήμουν ένας άνθρωπος με φοβίες και προτιμούσα να λειτουργώ μοναχικά. Με τη συγγραφή του The Wall αυτοθεραπεύτηκα, αφήνοντας πίσω μου όλα τα νεανικά τραύματα. Πλέον, στα live που κάνω, αυτή η ιστορία παίρνει τη μορφή αλληγορίας. Ο εθνικισμός, ο ρατσισμός, ο σεξισμός, η θρησκεία λειτουργούν με τέτοιον τρόπο, ώστε δημιουργούν φόβο στις συνειδήσεις μας· και, μοιραία, υψώνονται τείχη ανάμεσά μας».

FAILED TO CLIMB THE WALL

Η σύντομη περιοδεία για την υποστήριξη του άλμπουμ (αποτυπώθηκε το 2000 σε δίσκο ως Is There Anybody Out There? – The Wall Live), αποτελεί ζωντανό θρύλο της συναυλιακής ιστορίας της rock μουσικής, τόσο λόγω της ανυπέρβλητης για την εποχή τεχν(ολογ)ικής αρτιότητας, όσο και για το υπέρογκο κόστος που απαιτήθηκε για την υλοποίησή της. Οι Pink Floyd βγήκαν στον δρόμο για μια προώθηση που κράτησε μόλις για 31 εμφανίσεις σε συνολικά 4 πόλεις (Λος Άντζελες, Νέα Υόρκη, Λονδίνο και Ντίσελντορφ), λήγοντας άδοξα μια μεγάλη περίοδο της πορείας τους. Αυτές ήταν και οι τελευταίες συναυλίες που έδωσε ο Waters με τους υπόλοιπους, μέχρι να γίνει το one show-off reunion του 2005, στα πλαίσια του Live8.

THE WALL (LIVE) CONSTRUCTORS

Mark Fisher (stage designer): Το stage show της περιοδείας για το The Wall ήταν η πρώτη μεγάλη δουλειά που ανέλαβε και ουσιαστικά αυτή που εκτίναξε στα ύψη την καριέρα του. Ακολούθησαν οι συνεργασίες με Rolling Stones, U2, Tina Turner, Peter Gabriel, Madonna, Metallica, AC/DC κτλ. Επίσης ανέλαβε τον σχεδιασμό των σκηνικών για την τελετή έναρξης και λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Πεκίνου (2008). Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που σκέφτηκε ο Waters για την αναβίωση του The Wall σόου και –λόγω της πρότερης εμπειρίας του με το concept– σίγουρα ο πιο κατάλληλος.

Ο ίδιος εξήγησε, το 2013: «Είναι πολύ πιο εύκολο σε σχέση με το τι κάναμε το 1980. Η τεχνολογία έχει προοδεύσει πολύ και τα τελευταία χρόνια το κοινό ξοδεύει πολλά περισσότερα χρήματα για συναυλίες, σε σχέση με παλιότερα. Στο Earls Court (Λονδίνο) το εισιτήριο τότε κόστιζε 8 λίρες, ενώ η τιμή στην O2 Arena κυμαίνεται τώρα από 65 έως 85 λίρες. Το πρόβλημα της χρηματοδότησης της περιοδείας του 1980-1981, οφείλεται περισσότερο στη χαμηλή τιμή των εισιτηρίων, παρά στο κόστος παραγωγής».

Andrew Zweck (tour director): Άμεσος συνεργάτης του Roger Waters από την περιοδεία Pros And Cons Οf Hitchhining του 1984 και παιδί για όλες τις δουλειές στην In Τhe Flesh tour των Pink Floyd (1977), ανέλαβε την υλοποίηση του τιτάνιου έργου The Wall Live από το 2010 μέχρι και σήμερα.

«Το 1977, ήμουν απλά ο άνθρωπος πίσω από το ιπτάμενο γουρούνι. Σήμερα, μαζί με τον γιο μου Michael –που είναι ο λογιστής του tour– έχουμε αναλάβει κάτι πολύ μεγαλύτερο. Υπάρχουν πολλοί αστέρες οι οποίοι περιοδεύουν με 25 νταλίκες εξοπλισμό και κάνουν συναυλίες σαπουνόφουσκες. Δεν ξέρω καμία άλλη παραγωγή που να έχει προσεγγίσει το έργο ενός καλλιτέχνη με αυτήν την ένταση, σε τέτοιο βάθος και με τόσο σεβασμό. Η επένδυση της παραγωγής υπερβαίνει τα 10 εκατομμύρια δολάρια, ενώ μόνο το κόστος των ιπτάμενων φιγούρων του Gerald Scarfe είναι περίπου 2 εκατομμύρια δολάρια, δηλαδή το διπλάσιο από το συνολικό μπάτζετ των 31 συναυλιών του 1980/1981».

Sean Evans (video content director): Ο υπεύθυνος για το οπτικοακουστικό υλικό που εμπλουτίζει σε τεράστιο βαθμό το σόου, είναι ένας ταλαντούχος νεαρός art director, φωτογράφος και σχεδιαστής. Στο πρόσωπό του, ο Roger Waters είδε έναν «μοντέρνο» καλλιτέχνη με όραμα και αγάπη για το concept του The Wall. Μαζί, κλεισμένοι σε ένα μικρό στούντιο για μήνες, επεξεργάστηκαν χιλιάδες ιδέες.

«Ο Roger δεν επιθυμούσε να κάνουμε κάτι σχετικό με την πολιτική. Ήθελε, μέσα από τις προβολές, να εκμοντερνίσουμε το concept: να προβάλλουμε ένα πιο ευρύ μήνυμα, που θα σχετίζεται με τα έθνη, με τις διαφορετικές ιδεολογίες και με τα τείχη τα οποία μπαίνουν ανάμεσά μας, ώστε να μας χωρίζουν, ώστε να αμυνόμαστε, να φοβόμαστε», εξηγεί ο ίδιος.

THREE DIMENSIONS OF THE WALL

Gerald Scarfe (illustrator): Πολιτικός γελοιογράφος αρχικά, πλέον ο πιο γνωστός καρτουνίστας στην ιστορία της μουσικής, ήταν ο άνθρωπος που εμπνεύστηκε τις θρυλικές φιγούρες του The Wall, οπτικοποιώντας έτσι με απόλυτη επιτυχία το concept του δίσκου. Ίσως επίσης ο πιο στενός συνεργάτης του Waters κατά την περίοδο συγγραφής των στίχων –δούλεψαν μαζί για περίπου έναν χρόνο, μέσω μιας σπάνιας αμφίδρομης διαδικασίας.

Ο ίδιος θυμάται, σχετικά: «Έψαχνα αρκετό καιρό για να βρω έναν συμβολισμό για τις δυνάμεις καταπίεσης, ώσπου μια μέρα μου ήρθε στο μυαλό η εικόνα των σφυριών, ως τα πιο αδυσώπητα, βάναυσα εργαλεία της μηχανικής. Ο Roger ήταν τόσο ενθουσιασμένος, ώστε πρόσθεσε τη λέξη Hammer! στους στίχους… Φυσικά και ήταν ο ηγέτης του εγχειρήματος· αλλά ταυτόχρονα, όταν επέλεγε έναν καλλιτέχνη να τον βοηθήσει, του έδινε πλήρη ελευθερία και υποστήριξη, ώστε να αναδείξει και το δικό του όραμα. Δεν προσπαθούσε δηλαδή να το αλλάξει σύμφωνα με την οπτική του. Και αυτό είναι μια υπέροχη φιλοσοφία, για οποιονδήποτε συνεργάτη».

Sir Alan Parker (σκηνοθέτης, παραγωγός, σεναριογράφος): Δυόμισι χρόνια μετά την κυκλοφορία του The Wall, οι Pink Floyd επιστράτευσαν τον μεγάλο Βρετανό (είχε ήδη πίσω του θρυλικές ταινίες σαν το Midnight Express και το Fame), για τη σκηνοθεσία της ομότιτλης ταινίας που θα ολοκλήρωνε το όραμα του Waters. Παρά όμως το άρτιο αποτέλεσμα, ίσως υπήρξε ένας από τους ελάχιστους άμεσους συνεργάτες του τελευταίου που δεν κατανόησαν το concept στο σύνολό του.

Ο ίδιος εξηγεί: «Αν και είμαι υπερήφανος για την ταινία που φτιάξαμε, δεν μπορώ να πω ότι ήταν μια ευχάριστη εμπειρία η συγκεκριμένη δουλειά. Είναι ένα ενδιαφέρον φιλμ από τεχνική, καθαρά σκηνοθετική άποψη, αλλά πιο πολύ πιστεύω ότι αποτελεί έναν αχταρμά παρανοϊκών ιδεών, οι οποίες για τους περισσότερους από εμάς δεν βγάζουν νόημα... Eλπίζω τουλάχιστον ο Roger να γνωρίζει τι αφορούν όλες αυτές οι μπλεγμένες σκηνές».

Bob Ezrin (παραγωγός): Έχει κάνει την παραγωγή σε πολλά από τα σημαντικότερα rock άλμπουμ και η καριέρα του όταν συνεργάστηκε με τους Pink Floyd ήταν ήδη συνυφασμένη με την επιτυχία (και τον Alice Cooper). Όμως η «περιορισμένη» συνεισφορά του στο The Wall πιθανότατα να του προσέφερε την ύψιστη αναγνώριση. Αναλαμβάνοντας και χρέη διαιτητή λόγω των συνεχών διενέξεων μεταξύ Waters και Wright, ο Ezrin –σε συνεργασία με τον James Guthrie– μετέτρεψε το συνονθύλευμα των ευφυών ιδεών σε ένα άλμπουμ με αρχή, μέση και τέλος, απ’ το οποίο μάλιστα προέκυψε και single, κάτι που το γκρουπ απέφευγε να κυκλοφορήσει από την εποχή του “See Emily Play”.

Ο ίδιος θυμάται πώς προέκυψε το “Another Brick Ιn The Wall Part 2”: «H στάση του Roger απέναντι στη δουλειά μου ήταν του στυλ «κάνε εσύ τις δικές σου ανοησίες, στο τέλος θα ακούσω το κομμάτι όπως το θέλω εγώ»... Αλλά πάντα με άφηναν να πειράζω τα τραγούδια, με τον δικό μου τρόπο. Και με το συγκεκριμένο είχα ασχοληθεί πολύ. Ενώ ο Roger είχε δώσει σαφείς οδηγίες για μία γέφυρα, ένα ρεφρέν και τέλος, εγώ απλά διπλασίασα τα μέρη του και πρόσθεσα την παιδική χορωδία στη μέση, αλλά κι ένα «κακογραμμένο» γέμισμα με ντραμς. Ευτυχώς ο Roger, με την πρώτη κιόλας φορά που το άκουσε στη νέα του μορφή, το έπιασε...».

{youtube}HrxX9TBj2zY{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured

Best of Network

Δεν υπάρχουν άρθρα για προβολή