Οι Bad Plus είναι περίεργη περίπτωση για jazz τρίο. Οι παλιομοδίτες jazz πιουρίστες, είτε αυτοί είναι κριτικοί, είτε φανατικοί οπαδοί του ήχου, σε γενικές γραμμές δεν μπορούν να τους καταλάβουν. Βλέπεις, το να παίζει κάποιος το “Iron Man” των Black Sabbath είναι τόσο εκτός των ορίων που αυθαίρετα έχουν θέσει, ώστε τους φαίνεται ειρωνικό-αστείο. Από την άλλη, η εναλλακτική κοινότητα, όταν της μιλάς για jazz, ομόφωνα φωνάζει «αυνανισμός».
Οι Bad Plus όμως είναι αυτή την στιγμή το πιο progressive σχήμα της σκηνής, αφού δεν είναι απλά τρεις παιχταράδες (πιάνο, κοντραμπάσο, drums), ούτε τρεις ακόμη σπουδαίοι γνώστες της jazz καλλιτεχνίας. Καταλαβαίνουν σε βάθος την ουσία ή, αν προτιμάς, το feeling της pop μουσικής. Αν και θα μπορούσαν στους δίσκους και στις συναυλίες τους να «περιποιούνται» καταλλήλως κάποια jazz standards (όπως κάνουν όλοι) αυτοί επιλέγουν, πολύ εύστοχα, τραγούδια του Bowie, των Nirvana, του Burt Bacharach και του Vangelis μεταξύ πολλών άλλων. Αν προσθέσεις και τις δικές τους «υψηλής ποιότητας και ευκρίνειας» συνθέσεις, μπορείς να καταλάβεις γιατί βρεθήκαμε στο Half Note, όπου - για να λέμε και τα θετικά - μας περιποιήθηκαν τόσο καλά, που σχεδόν φτάσαμε στα όρια της αμηχανίας!
Αυτό που χαρακτηρίζει αρχικά τους Bad Plus είναι το γεγονός ότι με τον μετρημένο τους αυτοσχεδιασμό καταφέρνουν να μην ξεχειλώσουν ούτε ένα από τα θέματά τους. Όσοι τρέχουν σε jazz συναυλίες καταλαβαίνουν τι εννοώ. Με αφετηρία το “Anthem For The Earnest” ξεκαθάρισαν νωρίς-νωρίς ότι δεν τους απασχολούν τα - αιώνια - κυκλικά σολαρίσματα, τα οποία είναι σήμα κατατεθέν αυτής της μουσικής. Χρησιμοποιώντας ως αγκίστρι τις διασκευές τους, σε κρατούν πάντα κοντά στην εξέλιξη του σετ τους, μέχρι τελικά να εξοικειωθείς πλήρως με τον τρόπο που παίζουν. Η αλήθεια είναι ότι χρειάζεται πολύ προσπάθεια για να πάρεις τα μάτια σου από τον drummer David Κing, αφού, εκτός από το απίστευτα ευφάνταστο παίξιμό του, είναι τόσο ογκώδης, ώστε όταν πέφτει πάνω από «τα εργαλεία του» καλύπτει τα πάντα. Άσε που από τον τρόπο με τον οποίο κρατά και χρησιμοποιεί τις μπαγκέτες του, αλλά και από την εμφάνισή του, προσπαθείς να θυμηθείς σε ποια αδικημένη stoner rock μπάντα παίζει. Για αυτόν και μόνο θα μπορούσα να πηγαίνω κάθε μέρα να τον βλέπω.
Από την άλλη ο, επίσης εντυπωσιακός, πιανίστας Ethan Iverson που παίζοντας τις μελωδίες κρατάει τα «μπόσικα» σε όλα τα τραγούδια κατάφερε, ειδικά στις διασκευές, να σου μεταφέρει τον φοβερό τρόπο με τον οποίο χειρίζεται τις δύσκολες jazz αρμονικές. Στο “Everybody Wants To Rule The World” των Tears For Fears ειδικότερα, ανάθεμα κι αν κατάλαβα τι έκανε και πώς το έκανε. Το πρώτο μέρος της συναυλίας, που περιλάμβανε μεταξύ άλλων - αν δεν με απατά η μνήμη μου - και τα “Giant”, “The Empire Strikes Backwards” και, όπως αναμενόταν, το “Flim” του Aphex Twin, έκλεισε με μια ανεπανάληπτη διασκευή του “Life On Mars”. Διασκευή πολύ ανώτερη από τη studio έκδοση που μπορείτε να βρείτε στον περσινό τους δίσκο Prog και με εξαιρετική δουλειά του Reid Anderson στο μπάσο. |