Ένα νέο κομμάτι έκαναν διαθέσιμο μέσω YouTube οι Active Member. "Το προσευχητάρι σου" (pandemic version) ηχογραφήθηκε σε συνθήκες εγκλεισμού στην Ξηρονομή, στις 30 Απριλίου.
Η παραγωγή, η παρουσίαση, οι στίχοι και η μίξη ανήκουν στον B.D. Foxmoor.
Ακολουθούν οι στίχοι:
Κουβαλάω την κατάρα της γενιάς των αποήχων
και τη σιχασιά όλων των πολιτικών θιάσων.
Είμαι απεσταλμένος της μαγείας των ήχων και των στίχων
στον κόσμο των μηδενικών και των άσσων.
Γράφω για τις λησμονημένες ματσαράγκες.
Νοσταλγώ των λόγιων τα ελεύθερα ατόπηματα.
Δεν ήμουνα ποτέ στου λαού τις ανάγκες
και μόνο από τον Λίθο δέχομαι να μου χρεώνει ποιήματα.
Για κάποιους έγινα από αλεπού, φάρος στο βάλτο.
Φωτεινός πια, αλλά άχρηστος.
Αναγνωρίζω στίχους μου σε κάθε τους τσιτάτο
- μάλλον πολύ μου έπεφτε να μείνω αμαγάριστος.
Κάποιοι πετσώσαν το σκαρί τους στο καραβοστάσι μου,
και για τις βεγγέρες κάποιων χρεώθηκα ζημιές.
Όταν απασφάλιζα τη σκέψη μου, το οπλοστάσι μου,
κάποιοι τεντώνανε μπόι σαν τις καλαμιές.
Στην απλωσιά μου αφήνω λέξεις φορτισμένες,
απέναντι στην ορθότητα των απονευρωμένων.
Μαζεύω στιγμές αλέρωτες και βλογημένες
και πάντα ζαλώνομαι την οργή των κουρασμένων.
Αυτές τις μέρες, αδερφέ μου, που φοβάσαι,
είναι όπως τότε στη μεταλαβιά όταν έφτανε η σειρά μας.
Σιχαινόμασταν, μα είμασταν πρόθυμοι - θυμάσαι; -
να πεθάνουμε για τα όνειρα μας.
Τώρα, μοιάζεις τόσο «αυριανός».
Μ’ αφήνεις πάνω στη σχεδία πάλι μόνο.
Όμως αρνούμαι να πεθάνεις σκοτεινός,
Μαζί κρυβόμασταν στο φως. Δε σε μυρώνω.
Ό,τι σκατά και να ‘σαι, θα παραμείνω η φωνή σου
κι όσο σιωπάς εσύ, θα γίνομαι βοή σου.
Μα, εκείνη τη φορά που θα με δεις γονατιστό μαζί σου,
άσε με, να μοιραστώ την προσευχή σου.
Τι άλλο να κάνω, αδερφέ μου, εγώ για χάρη σου;
Και στα σκοτάδια σου, δίπλα σου περπάτησα.
Ήμουν ο αλήτης σου, ήμουν ο ποιητάρης σου,
με τη φωτιά μου, τη σκέψη σου ζεμάτισα.
Μα εσύ το φόβο διάλεξες για κυνηγάρη σου,
τη ψυχή σου να ξεσκίσει την αντάρτισσα.
Παρ’ όλα αυτά, μένω στο προσευχητάρι σου,
σ’ αυτόν τον τόπο, που άθελα μου τον αγάπησα.
Άκου, δεν είμαι προφήτης,
είμαι τυχαία ένας μισάνοιχτος φεγγίτης.
Αν θες, ανοίγεις
- ή αν δεν αντέχεις το φως τις περσίδες κλείνεις.
Το βουλώνεις σαν χτες, και
μαθημένος είσαι να λες «ναι»
γείτονα μου, χαμένε κι άμοιρε,
καημέ μου παντοτινέ.
Στη χώρα αυτή οι δειλοί όλοι ικετεύουνε σιωπηλά
τους τρελούς ποιητές να γράψουν όσα
μουρμουράνε αυτοί στα κρυφά.
Παρ’ όλα αυτά κι ας γνωρίζω καλά
πως ξοδεύεται η ζωή μια φορά•
ρίχνω τα μούτρα μου κι αγκαλιάζω του κόσμου όλα τα θλιβερά.
Τόσες μάχες νικήσαμε, για λόγου τους αφήσαμε
αφύλαχτα όσα κερδίσαμε,
τα μοιράσαμε ή τα χαρίσαμε.
Κι ενώ για σένα σκορπιζόμουνα,
καλομεγάλωτε, σιχαμερέ,
σ’ ακούω ακόμα να λες:
“όλο στην κλάψα είσαι χοντρέ”.
Από τέτοια μετάλλια, άλλο τίποτα ο λαός.
Αυτό το μόρφωμα που κατάντησε από μηχανής φαλλός.
Και παρ’ όλο που τίποτα δε μ’ αναγκάζει να πεθάνω
δίπλα του,
από αγάπη σ’ αυτό τον τόπο μοιράζομαι
και την ξεφτίλα του.
Τι άλλο να κάνω, αδερφέ μου, εγώ για χάρη σου;
Και στα σκοτάδια σου, δίπλα σου περπάτησα.
Ήμουν ο αλήτης σου, ήμουν ο ποιητάρης σου,
με τη φωτιά μου, τη σκέψη σου ζεμάτισα.
Μα εσύ το φόβο διάλεξες για κυνηγάρη σου,
τη ψυχή σου να ξεσκίσει την αντάρτισσα.
Παρ’ όλα αυτά, μένω στο προσευχητάρι σου,
σ’ αυτόν τον τόπο, που άθελα μου τον αγάπησα.