Πανικός έχει προκαλέσει εδώ και λίγες ημέρες η είδηση ότι το Ελληνικό Φεστιβάλ έχει χρεώσει το ελληνικό Δημόσιο με 2.700.000 ευρώ από τον Δεκέμβρη του 2013 έως τον Ιούνιο του 2014, σύμφωνα με την έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.
Πώς ακριβώς συνέβη αυτό; Σύμφωνα με το πόρισμα της ομάδας που πραγματοποιήσει τον έλεγχο, προμηθευτές του Φεστιβάλ φαίνεται να έχουν πληρωθεί... εις διπλούν. Όταν μιλάμε μάλιστα για εταιρίες που έτρεχαν παραστάσεις στο Ηρώδειο ή στην Επίδαυρο, καταλαβαίνει κανείς πόσο είναι τα συγκεκριμένα χρηματικά ποσά.
Όπως διαβάζουμε σε σχετικό δημοσίευμα στην Εφημερίδα των Συντακτών, ο τρόπος με τον οποίο έγινε όλο αυτό ήταν ότι ορισμένοι προμηθευτές του Ελληνικού Φεστιβάλ προκειμένου να αποκτήσουν ρευστότητα, δανείζονταν από τράπεζες και ως ενέχυρο εκχωρούσαν σ' αυτές απαιτήσεις τους από το Ελληνικό Φεστιβάλ, εφαρμόζοντας τις διατάξεις του Ν.Δ. της 17/7/1923 «Περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών» (ΦΕΚ Α 224/13-8-1923).
Αν και τόσο από το νομοθετικό διάταγμα όσο και από τις επί μέρους συμβάσεις ενεχυριάσεως-εκχωρήσεως απαιτήσεων προβλέπεται ότι αποκλειστικός δικαιούχος αυτών των απαιτήσεων είναι η τράπεζα-εκδοχέας, τρεις προμηθευτές προέβαιναν σε εκχώρηση των απαιτήσεών τους και το Ελληνικό Φεστιβάλ εξακολουθούσε να εξοφλεί αυτούς αντί για τις τράπεζες. Οι προμηθευτές αυτοί εισέπρατταν χωρίς να δικαιούνται τα οφειλόμενα ποσά, με αποτέλεσμα οι τράπεζες-εκδοχείς να στραφούν κατά του Ελληνικού Φεστιβάλ το οποίο αναγκάστηκε να προβεί σε διπλές πληρωμές.
Το λογιστήριο του Φεστιβάλ δεν καταχωρούσε τις εκχωρήσεις στα λογιστικά βιβλία του με αποτέλεσμα να προκύπτει η εικόνα ότι εξακολουθεί να χρωστάει προς τους προμηθευτές αντί για τις τράπεζες.
Το πόρισμα καταλήγει πως το ποσόν της τελικής ζημιάς του Φεστιβάλ ανέρχεται στα 2.735.762 ευρώ, ενώ τονίζει ότι για τον εντοπισμό των υπευθύνων της ζημιάς απαιτείται η διενέργεια ανακριτικών πράξεων (ένορκες ή ανωμοτί καταθέσεις), οι οποίες δεν διενεργήθηκαν από την ελεγκτική ομάδα του υπουργείου Οικονομικών, δεδομένου ότι δεν έχουν την αρμοδιότητα του ανακριτικού υπαλλήλου.
Η υπόθεση έχει πάρει, έστω και καθυστερημένα, τον δρόμο προς τη Δικαιοσύνη καθώς το αδίκημα θεωρείται κακούργημα και επισείει ποινή φυλάκισης 2-3 ετών για τους υπευθύνους.