«ΠΡΟΣΟΧΗ! Τα επίπεδα θορύβου στο σημερινό σόου θα είναι πολύ υψηλά».

Αυτό το προειδοποιητικό μήνυμα ωστικής επικινδυνότητας αντίκριζαν την Παρασκευή όσοι τολμηροί διέσχιζαν την πόρτα για το κεντρικό stage του Ρομάντσο. Και μπορεί όσοι έχουμε ζήσει διάφορα συναυλιακά σκηνικά ακραίων ντεσιμπέλ να μην μασάμε, αλλά, πράγματι, και μόνο στο άκουσμα των ονομάτων του προγράμματος, τα τύμπανα ήδη προετοιμάζονταν για το white noise της επόμενης μέρας. Όσοι δηλαδή γνωρίζονται με τον ήχο των δύο ονομάτων που αντιπροσωπεύουν διαφορετικές όψεις (και γενιές) της underground ηλεκτρονικής κουλτούρας της Βρετανίας –το εκλεκτικό, μα και οριακό ηχητικά dubstep του Kevin Martin a.k.a The Bug, και το έντονα σωματικό techno punk των ανατελλόντων αστέρων του χώρου The Giant Swan– ήταν υποψιασμένοι πως η βραδιά απαιτούσε γερά αυτιά και στομάχια.

Πριν όμως την εμφάνιση των δύο πρωταγωνιστών, το αρκετό κοινό που παρευρέθηκε από νωρίς στον χώρο, είχε την ευκαιρία να απολαύσει τη μυστηριακή εμφάνιση του Ιταλού Toni Cutrone, ως Mai Ma Μai. Επηρεασμένος από τα πολλά παιδικά ταξίδια με την οικογένειά του στην ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή, ενσωματώνει στο ιδιαίτερο ηλεκτρονικό του κράμα field recordings που παραπέμπουν «ευγενικά» και διακριτικά σε αυτές τις κουλτούρες.

Με τη μαντήλα στο πρόσωπο και τα visuals από παλιό, παραμορφωμένο ιταλικό κινηματογράφο να είναι παρόντα καθ' όλη τη διάρκεια του 40άλεπτου set του, τάιζε και ταίριαζε αισθητικά τις λούπες από κραυγές γυναικών και μοιρολόγια, που διαχέονταν μέσα στο drone, αρχέγονο τοπίο το οποίο έπλαθε, ως μία πιο obscure και μεσόγεια εκδοχή του Forest Swords. Πολλές φορές, ωστόσο, αυτό το πυκνό αφήγημα χώλαινε, καθώς γρήγορα παρέκκλινε σε πιο ευκολοδιάβατα techno μονοπάτια χωρίς να έχει προετοιμαστεί ανάλογα το έδαφος για μια τέτοια, πιο σωματική, στροφή. Πάντως, σε κάθε περίπτωση, ο Mai Ma Μai υπήρξε μία πολύ ενδιαφέρουσα προσθήκη στο ήδη χορταστικό double bill της βραδιάς, από το οποίο διεκδίκησε και κέρδισε πρώιμα την προσοχή μας.

Στις 22.30 ο The Bug σήμανε τους συναγερμούς για να συσπειρώσει το κοινό τριγύρω του. Και, ξαφνικά, ένας σχετικά άδειος χώρος βουτηγμένος στον κόκκινων αποχρώσεων καπνό, γέμισε αθόρυβα από πωρωμένο πλήθος, το οποίο ανταποκρίθηκε στο επιτακτικό κάλεσμα του Βρετανού παραγωγού.

Δεν χρειάζεται άλλωστε ιδιαίτερες συστάσεις ο Kevin Martin: μέσα από τα 20 χρόνια της δραστήριας και εντυπωσιακής καριέρας του, κατάφερε να μεταφέρει τη sound system κουλτούρα στο ηχητικό παρόν και μέλλον, αφουγκραζόμενος όλες τις σύγχρονες, αστικές τάσεις του Ηνωμένου Βασιλείου. Αναδείχθηκε έτσι σε μία από τις πιο επιδραστικές μορφές του underground bass στερεώματος. Η τελευταία φορά που τον είχα παρακολουθήσει live, σε κάποιο χειμερινό Plisskën Festival πριν αρκετά χρόνια, μου είχε εντυπωθεί πολύ διαφορετικά σε σχέση με αυτό το φοβερό, αποπνικτικό και ισοπεδωτικό set μίας ώρας που παρέδωσε το βράδυ της Παρασκευής στο Ρομάντσο.

Διατηρώντας το flow αριστοτεχνικά, ξεκίνησε με grime, dub και χιπ χοπ δυναμίτες για να περάσει έπειτα στο κυρίως μενού, όπου δέσποζαν τα σήμα κατατεθέν μπάσα του, σαν ωστικά κύματα που διαπερνούσαν κάθε επίπεδο της ύπαρξης και απειλούσαν να ξεσκίσουν το στήθος και τα σωθικά μας. Ο πυκνός καπνός, τα ακραία (σε σημεία) ηχητικά επίπεδα και το πολυπληθές κοινό, δημιούργησαν μία ελκυστικά εγκλωβιστική συνθήκη, την οποία οι περισσότεροι γιόρτασαν με τα σώματα σε πλήρη εγρήγορση· άλλοι, πάλι, δεν άντεξαν για τόση ώρα, εγκαταλείποντας τον χώρο. Ο Βρετανός βετεράνος μας άφησε λοιπόν όπως μας βρήκε: λιγότερους σε αριθμό, δια μέσω συναγερμών να αναγγέλλει την έξοδο του τώρα, μετά από ένα επικό και αδιανόητα απολαυστικό set.

Χωρίς να έχουμε πάρει πολλές ανάσες στον παγωμένο, βραδινό αέρα έξω από το Ρομάντσο, το πολύ hot στις τάξεις του σύγχρονου techno δίδυμο των Giant Swan κατέβασε λίγη ώρα αργότερα τις κονσόλες του κάτω από το stage και άρχισε να κοπανιέται αυτόματα με ελλειπτικές, αυτιστικές κινήσεις ανάμεσα στο κοινό. Οι Robin Stewart & Harry Wright έρχονται από το Μπρίστολ, είναι κολλητοί εδώ και 16 χρόνια, ενώ στα μισά από αυτά παίζουν μαζί σε διάφορα σχήματα. Επομένως, η τηλεπαθητική επικοινωνία, η φοβερή χημεία και ο ενστικτώδης συντονισμός που επέδειξαν στο δαιμονισμένο τους set, δεν πρέπει να προκαλούν καμία απολύτως εντύπωση.

Με DIY ήθος και live ορμή που παραπέμπει σε hardcore punk μπάντες, κινήθηκαν επί μία ώρα σαν μανιασμένα, αφηνιασμένα ζιζάνια πάνω από τις OCD friendly κονσόλες τους, κοινωνώντας μία ακραία σωματική, παραισθησιογόνα και εκστατική techno εμπειρία. Είναι φοβερό πώς κατάφεραν να ακούγονται σαν μπάντα αναλογικού ήχου μέσα από τις λούπες ουρλιαχτών του γυμνόστηθου Robin Stewart, παρά σαν δύο nerdy τυπάκια τα οποία πειράζουν τις πολύ ζωντανές μηχανές τους σε φρενήρεις ρυθμούς.

Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι αυτό που κάνουν ενδέχεται να κουράσει σε σημεία, υπό την έννοια πως ποτέ δεν διαφοροποιούν την τακτική τους: χτυπούν στο ψαχνό με αμείωτη ένταση, χωρίς να φτάνουν ποτέ σε ουσιαστικές κορυφώσεις. Ωστόσο, όποιοι κατάφεραν να συντονιστούν με την trance ενέργεια που μετέδιδαν και να παραμείνουν στην τσίτα επί μία ώρα, θα βίωσαν το set των Giant Swan σαν μία βαθιά αναπνοή, την οποία κρατάς στο στομάχι μέχρι να νιώσεις το κάψιμο.

Κάτι παραπάνω από τρεις χορταστικές ώρες μετά τους πρώτους βόμβους, τα sets ολοκληρώθηκαν λοιπόν θριαμβευτικά, σε μία βραδιά όπου γιορτάσθηκε η παράλληλη σωματική και εγκεφαλική εκτόνωση, με το ηχητικό μέλλον να βγαίνει νικητής ενάντια στο εγχώριο συναυλιακό πνεύμα των εποχών που διανύουμε.

{youtube}_-2z3yzbZ84{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured