Από τα πρώτα δευτερόλεπτα της ταινίας και τον ανεπαίσθητο ήχο των χτυπημάτων ενός ρολογιού, η νέα περιπέτεια του διάσημου αρχαιολόγου κάνει σαφές ότι ο χρόνος και η ατέρμονη μάχη εναντίον του θα είναι η θεματική που θα επαναφέρει τον γερασμένο πλέον Indy στο προσκήνιο. Όλοι θα θελήσουν να αποκτήσουν το MacGuffin της ταινίας -τον Μηχανισμό των Αντικυθήρων, που σε θεωρητικό επίπεδο μπορεί να επιτρέψει μέχρι και το ταξίδι στο παρελθόν- ο καθένας για τους δικούς του σκοπούς. Όμως, ο κουρασμένος μας ήρωας, σε αυτήν την ύστερη φάση της ζωής του ξέρει προς τα που βαδίζει, έχοντας ζήσει πολλά και έχοντας χάσει ακόμα περισσότερα. Τα χρόνια έχουν περάσει, φίλοι και συγγενείς ήρθαν και έφυγαν, ο κόσμος εξελίσσεται και δεν υπάρχουν πλέον κορίτσια στο ακροατήριο του πανεπιστημίου όπου διδάσκει με το “love you” γραμμένο στα βλέφαρά τους.
Η ταινία αποδέχεται πλήρως αυτό που είναι πλέον ο Indy και ευτυχώς δεν επιχειρεί να τον «συστήσει ξανά» σε ένα νεότερο κοινό -όπως έκανε στο απογοητευτικό Kingdom of the Crystal Skull που περιόρισε την ηλικιακή κατάσταση του Indy σε 1-2 κωμικά punchlines. Αντιθέτως, του δίνει την ευκαιρία να αγκαλιάσει πλήρως τα χρόνια του και με μια γλυκόπικρη μελαγχολία να καλπάσει για μια τελευταία φορά προς την άγνωστη και γεμάτη μυστικισμό πλευρά της ιστορίας, σε αναζήτηση ενός αντικειμένου που θα μπορούσε να του προσφέρει δυνητικά μια δεύτερη ευκαιρία – όμως μάταια, μιας και ο χρόνος είναι ένας αμείλικτος εχθρός που κανένας δεν κατάφερε να κερδίσει και ο ίδιος ο Indiana Jones το γνωρίζει καλά. Και αυτή η προσέγγιση των σεναριογράφων πάνω στο προφανές -ένας ηλικιωμένος Indiana Jones που δικαιωματικά πλέον έχει κερδίσει την επιλογή να μην ενδιαφέρεται για κανέναν και τίποτα, καθώς πλησιάζει προς το αναπόφευκτο φινάλε- είναι εκείνο το στοιχείο που αυτομάτως κάνει την ταινία ένα ανώτερο sequel από εκείνο που πήραμε το 2008.
Παρά, όμως, τις φιλότιμες προθέσεις των σεναριογράφων και του James Mangold για μια «τελευταία μεγάλη περιπέτεια» και έναν κατάλληλο επίλογο των περιπετειών του Indiana Jones, κάπου μέσα στις δυόμιση ώρες της ταινίας έρχεται η -σχετικά εύκολη- διαπίστωση δύο εμφανέστατων προβλημάτων: Ο Indy καταρχάς, ήταν, είναι και θα είναι για πάντα ένας ήρωας της αναλογικής εποχής. Μπορεί η ψηφιακή τεχνολογία να άγγιξε σε ένα βαθμό και τις τρεις πρώτες ταινίες της σειράς, όμως o Indiana Jones υπήρξε ένας τυχοδιώκτης αρχαιολόγος που πολεμούσε Ναζί σε μια πιο απλή εποχή, η οποία έκρυβε πίσω της έναν παλιομοδίτικο ρομαντισμό -τόσο σε σεναριακό όσο και σε αισθητικό επίπεδο. Αυτό το “vintage” συναίσθημα ήρθε και «κούμπωσε» ιδανικά με έναν σκηνοθέτη, ο οποίος δεν αρνήθηκε ποτέ τις ευκολίες της κινηματογραφικής τεχνολογίας, ήξερε όμως πως να συνεπάρει τους θεατές με περίτεχνες κινηματογραφικές καταδιώξεις και εντυπωσιακά set pieces δράσης που έμοιαζαν αληθινά και χειροπιαστά. Το Dial of Destiny δυστυχώς κάνει το ίδιο λάθος με το Kingdom of the Crystal Skull και δημιουργεί έναν έντονα ψηφιακό, «πλαστικό» κόσμο, ο οποίος δεν ταιριάζει επουδενί στο συγκεκριμένο franchise και τον συγκεκριμένο ήρωα. Μπορεί να μην φτάνει τα εφιαλτικά επίπεδα της προηγούμενης ταινίας και να επαναφέρει σε αισθητό βαθμό τα πρακτικά ειδικά εφέ και τις αληθινές τοποθεσίες γυρισμάτων, όμως ακόμα και έτσι η ταινία παραμένει παραφορτωμένη αχρείαστα με έναν ψηφιακό καταιγισμό εικόνων που αλλοιώνουν κατά πολύ το πρωταρχικό συναίσθημα που οφείλει μια περιπέτεια του Indiana Jones να προσφέρει -αληθοφανή δράση και εξωτικές τοποθεσίες που κόβουν την ανάσα.
Το δεύτερο πρόβλημα της ταινίας είναι η απουσία δυστυχώς του Steven Spielberg από το τιμόνι. Ο πάντοτε αξιοπρεπής James Mangold κάνει φιλότιμες προσπάθειες για να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και να φανεί αντάξιος συνεχιστής ενός εκ των μεγαλύτερων Αμερικανών σκηνοθετών όλων των εποχών, στο τιμόνι ενός franchise που -ειδικά η πρώτη του ταινία- έχει γράψει ανεξίτηλη κινηματογραφική ιστορία. Όμως του λείπει αυτή η σπίθα, η δημιουργική τρέλα που είχε -και συνεχίζει να έχει σε κάποιο βαθμό ακόμα- ο μεγαλύτερος παραμυθάς του σύγχρονου Hollywood, ο οποίος ήξερε πότε να δώσει χώρο στη ταινία να ανασάνει, να αναδείξει τον εσωτερικό κόσμο των ηρώων του και να κόψει-ράψει σκηνές δράσης και καταδίωξης πιο ευφάνταστες από οποιαδήποτε άλλη σχεδόν στην σύγχρονη blockbuster εποχή. Εδώ επιχειρείται ένα homage στο ύφος του Spielberg, το οποίο σταδιακά χάνεται και καταλήγει μια φιλότιμη μεν, ξεκάθαρα δε στείρα απόπειρα copyright του ύφους και των κλασσικότερων σκηνοθετικών του trademarks. Και η έλλειψη του Spielberg δεν εντοπίζεται μόνο στη σκηνοθεσία αλλά και στο σεναριακό σκέλος, καθώς η ταινία εκτείνεται αχρείαστα σε δυόμιση υπερβολικές ώρες που κουράζουν -ενώ κάλλιστα θα ωφελούνταν από μια διάρκεια λίγο κάτω των δύο ωρών. Πόσo μάλλον όταν αυτές οι δυόμιση ώρες προσπαθούν να χωρέσουν όλο και περισσότερη άχρωμη δράση και επιπλέον τοποθεσίες, χωρίς αίσθηση του κινηματογραφικού μέτρου, ενώ αγνοούν σε σημαντικό βαθμό το γεγονός ότι η ταινία «φωνάζει» διαρκώς για έναν εντελώς διαφορετικό ρυθμό.
Η εισαγωγή είναι pure vintage Indiana Jones και τοποθετεί τον ήρωά μας πίσω στο 1944 και στη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου, εναντίον ενός ολόκληρου τρένου γεμάτο Ναζί που μεταφέρουν μια πληθώρα αρχαιολογικών κλοπιμαίων πίσω στο Βερολίνο, με τη βοήθεια του επιστήθιου φίλου του Basil Shaw -ένας διασκεδαστικότατος Toby Jones. To ψηφιακό de-aging του Harrison Ford είναι σαφέστατα βελτιωμένο από εκείνο του Irishman μερικά χρόνια νωρίτερα, όμως παραμένει μια ala Polar Express ψηφιακή αναπαράσταση ενός ήρωα που, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, δεν του «πάει» αυτό το look. Η ευρύτερη 20λεπτη σεκάνς είναι και η καλύτερη μάλλον της ταινίας -αν και αδιαμφισβήτητα μοιάζει με videogame cut-scene- για να την ακολουθήσει στη συνέχεια μια δεύτερη πράξη με πολλά σκαμπανευάσματα και στο τέλος μια τρίτη πράξη, της οποίας η εξωφρενική κλιμάκωση συζητήθηκε αρκετά το τελευταίο διάστημα. Και όμως, είναι από τα λίγα πράγματα στην ταινία που θυμίζουν γνήσια τις εξίσου εξωφρενικές κλιμακώσεις του Riders of the Lost Ark ή του The Last Crusade, καθώς το μεταφυσικό κατακλύζει την οθόνη με έναν τρόπο γοητευτικό αλλά παράλληλα και απόκοσμα τρομακτικό και μυστηριώδη -εάν και πάλι, κάποιος καταφέρει να σταθεί στην ουσία των γεγονότων και όχι στο υπερβολικά φορτωμένο σε CGI σκηνικό και την αναιμική σκηνοθεσία.
Ο Harrison Ford είναι εκεί, όπως είναι πάντα στους μεγάλους ρόλους της καριέρας του, ασχέτως αν το υλικό δεν είναι πάντα αντάξιο της όρεξης που φέρνει στο πλατό. Ζωντανός θρύλος πλέον και σε έναν ρόλο – συνώνυμο της απόλυτης κινηματογραφικής απόδρασης, ο Ford είναι… ένας λίγο διαφορετικός Indiana Jones, αφού το ηλικιακό γνώθι σαυτόν του δίνει τη δυνατότητα να εξερευνήσει μια νέα προσέγγιση πάνω στον χαρακτήρα του διάσημου ήρωα, παραμένοντας όμως στα σημεία ο ίδιος Indy που ζήσαμε μαζί του τόσες περιπέτειες στο παρελθόν. Σύμμαχός του η Phoebe Waller-Bridge, η οποία αφήνει τις βιτριολικές ατάκες της Fleabag και πλάθει έναν ενδιαφέροντα χαρακτήρα με καλή χημεία με τον Ford, αλλά και ένα υπό-αναπτυγμένο character ark που προβληματίζει στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας. Προς το τέλος αρχίζει σιγά σιγά να ξεδιπλώνεται σε κάτι παραπάνω, αποκτώντας μια ουσιαστική σημασία στο συναισθηματικό ταξίδι του κεντρικού ήρωα -με την ατάκα της ταινίας να της ανήκει δικαιωματικά, λίγο πριν το φινάλε. Το υπόλοιπο cast κάνει ότι καλύτερο μπορεί με το δοθέν υλικό, με τον Mads Mikkelsen να ξεχωρίζει χαρακτηριστικά -αλλά δυστυχώς να εμφανίζεται σχετικά λίγο στην οθόνη, παρά το ενδιαφέρον που παρουσιάζει ο χαρακτήρας που υποδύεται και τα σκιερά κίνητρά του. Τέλος, ειδική αναφορά στον μεγάλο John Williams και το τελευταίο soundtrack της καριέρας του, ένα ποτ πουρί των καλύτερων στιγμών της σειράς με μερικά νέα, ενδιαφέροντα μουσικά θέματα.
Για κάποιους από εμάς, ο Indiana Jones ήταν ο μεγαλύτερος κινηματογραφικός ήρωας που έζησε ποτέ. Ο ήρωας με την fedora και το μαστίγιο ήταν ο μοναδικός κινηματογραφικός χαρακτήρας, για τον οποίο στο σπίτι μου στα τέλη ’80 – αρχές ’90, μπορούσες να ακούσεις τους γονείς μου να φωνάζουν «έλα έξω, έχει τον φίλο σου στην τηλεόραση». Πρωταγωνιστής σε ένα ξέφρενο rollercoaster περιπέτειας και δράσης, με όνομα συνώνυμο της «φυγής» που μπορεί να προσφέρει ο Κινηματογράφος, στην καλύτερη και πιο ανόθευτα αγνή της μορφή, το «παιδί» των Spielberg και Lucas έγινε η βάση κάθε σύγχρονης περιπέτειας που γέννησε το Hollywood τα τελευταία 40 χρόνια. Η αναβίωσή του το 2008 σε ένα άγευστο, αδιάφορο, κουρασμένο και με έντονη τη στάμπα του George Lucas έργο, υπήρξε ένα λάθος που συζητιέται αρνητικά μέχρι και σήμερα. Το Dial of Destiny είναι μια ξεκάθαρα ανώτερη ταινία από το Kingdom of the Crystal Skull, αλλά δεν μπορεί και πάλι να σταθεί ούτε στην ίδια πρόταση με τις τρείς πρώτες ταινίες της σειράς. Αναμενόμενο μεν, λίγο απογοητευτικό δε.
Η ταινία προσφέρει ένα γλυκό φινάλε που μάλλον δεν ζήτησε κανείς -αλλά τουλάχιστον το κάνει με έναν γνήσια ρομαντικό τρόπο, που υποδηλώνει ξεκάθαρα την αγάπη των συντελεστών για το συγκεκριμένο franchise και ήρωα. Είναι μια διασκεδαστικότατη ταινία δράσης για όλους, ιδανική για μια χαλαρή εξόρμηση σε κάποιο συνοικιακό θερινό σινεμά, με όλες δυστυχώς τις παθογένειες της Disney στην πλάτη της. Διασώζεται κυρίως από τη γοητεία που εξακολουθεί να ασκεί ο μύθος του Indiana Jones σε όλες τις γενιές, μια ενίοτε πετυχημένη προσπάθεια μιμητισμού του prime Spielberg από τον Mangold και μερικά εμπνευσμένα σεναριακά τεχνάσματα -και γιατί όχι, μια ενδιαφέρουσα ιστορία που κοιτάζει τον γερασμένο ήρωά της με ειλικρίνεια και αγάπη. Ίσως με τον Spielberg στα ηνία και την Disney εκτός του… οτιδήποτε, ο Indy θα αποχαιρετούσε για τα καλά την κινηματογραφική ιστορία με μια καλύτερη ταινία. Ακόμα και έτσι όμως, η αυλαία πέφτει με ένα αξιοπρεπέστατο καλοκαιρινό blockbuster, το οποίο σε πείσμα πολλών δεν προδίδει τις βασικές αρχές και αξίες του ήρωά του. Εννοείται όμως, πως όλοι όσοι 40αρίσαμε ή 50αρίσαμε με χαραγμένο στη μνήμη μας τον Henry Walton Jones Jr. να καλπάζει θριαμβευτικά δίπλα στον πατέρα του και τους δύο καλύτερούς του φίλους προς το ηλιοβασίλεμα, δεν θα χρειαστούμε ποτέ άλλο φινάλε πλην εκείνου του The Last Crusade.