«Μερικές φορές ο καλύτερος τρόπος για να κρύβεσαι, είναι να μην κρύβεσαι καθόλου», λέει ο ανατριχιαστικός ήρωας της νέας ταινίας του Λαρς Φον Τρίερ Το Σπίτι που Έχτισε ο Τζακ.
Και αν ισχύει ένα πράγμα για τον Φον Τρίερ, είναι ότι δεν κρύβεται καθόλου. Μας έχει πετάξει επανειλημμένως το «μέσα» του φόρα παρτίδα· και με το έργο, αλλά και με τις δηλώσεις του. Έρεβος αυτό το «μέσα» –αλλά να που ο Ματ Ντίλον, ο οποίος χρειάστηκε να αποδράσει (κυριολεκτικά) από τον εαυτό του για να αντέξει να πρωταγωνιστήσει σε μία από τις πιο σκληρές ταινίες που έχουμε δει από καταβολής ταινιών, τον χαρακτηρίζει «γλυκό, υπέροχο άνθρωπο».
Τον είχα συναντήσει στις Κάννες, το 2011. Ήταν η χρονιά που το Φεστιβάλ αποφάσισε ότι ο αγαπημένος του Δανός είχε πια υπερβεί κάθε όριο με τις αντι-εβραϊκές και φιλο-ναζιστικές του δηλώσεις και τον εξόρισε για μια επταετία. Ήταν, πράγματι, συμπαθέστατος. Με σκλάβωσε όταν παραδέχτηκε ντροπαλά ότι «δεν είμαι στα καλύτερά μου» και ότι «είμαι ηλίθιος, αφού δάγκωσα το χέρι που με ταΐζει». Μεταξύ άλλων, βέβαια, είχε παραδεχτεί ότι τον γοητεύει η αισθητική των Ναζί και κυρίως το βομβαρδιστικό αεροπλάνο Στούκα: «Θα επιζήσει στη μνήμη μας περισσότερο από το βρετανικό Σπίτφαϊρ. Μεγάλο μέρος του design των Ναζί ήταν εντυπωσιακό. Είχαν μεγάλες ιδέες. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του Στούκα ήταν ότι οι βόμβες του ήταν εξοπλισμένες με μια μικρή σφυρίχτρα, κάτι ιλιγγιωδώς κυνικό και ταυτόχρονα σημάδι καλλιτεχνικού πλεονάσματος».
Οι απόψεις του δεν έχουν αλλάξει· το Στούκα και η καλλιτεχνική του σφυρίχτρα έχουν τη θέση τους στο Σπίτι που Έχτισε ο Τζακ, μαζί με τον Χίτλερ και τον Στάλιν. Γιατί «τα είδωλα που επηρέασαν τον κόσμο είναι τέχνη», όπως υποστηρίζει ο ήρωάς του. Ακόμα και τα αρνητικά. Κυρίως τα αρνητικά, δηλαδή, αφού είναι σαφές ότι ο Φον Τρίερ –ορκισμένος εχθρός της πολιτικής ορθότητας– τα βρίσκει απείρως πιο ενδιαφέροντα: είναι οι σκιές που δίνουν υπόσταση στο φως. Είναι το φως που τις γεννάει. Συνυπάρχουν, πάντα.
Είναι δύσκολο να μιλήσεις για τον Τζακ χωρίς να σκέφτεσαι τον Λαρς, παρόλο που ο Φον Τρίερ (μάλλον) δεν έχει δολοφονήσει κανέναν εκτός οθόνης. Πρόκειται, λοιπόν, για έναν κατά συρροή δολοφόνο των 1970s, ο οποίος, καθώς εμπλέκεται σε debate περί τέχνης και φόνων με έναν εξομολογητή-Θεό ονόματι Βερτζ (που αποκαλύπτεται πως είναι ο Βιργίλιος, ο δημιουργός της Αινειάδας, εκείνος που οδήγησε τον Δάντη στον Άδη), ανοίγει διάπλατα το ημερολόγιο της σοκαριστικής του δράσης, αλλά και της παιδικής του ηλικίας. Όταν ήταν μικρός, άκουγε την «ανάσα του λιβαδιού» και ακρωτηρίαζε χνουδωτά παπάκια. Δεν ένιωθε τύψεις –η Φύση δεν διαχωρίζει το Καλό από το Κακό– και δεν τιμωρήθηκε ποτέ. Μεγαλώνοντας, έκανε το ίδιο στα θύματά του. Και πολλά, πολύ χειρότερα πράγματα.
Την ώρα που παρακολουθούμε σοκαρισμένοι τα αιματοκυλισμένα του κατορθώματα, με στόχους, ως επί το πλείστον, γυναίκες («Αν είσαι άντρας, γεννιέσαι ένοχος. Οι γυναίκες είναι πάντα τα θύματα», διαμαρτύρεται ο Τζακ που, μεταξύ άλλων, εξολοθρεύει και την Ούμα Θέρμαν), ξεναγούμαστε στα βάθη της ασθένειάς του: έχω Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή, μας πληροφορεί, αν και αυτό που βλέπουμε ξεκάθαρα, μέσα από τα ...cue cards που κάθε τόσο σηκώνει μπροστά στο στήθος του, είναι το πορτραίτο ενός καθαρόαιμου ναρκισσιστής. Έλλειψη ενσυναίθησης. Πλήρης ανικανότητα συμπόνοιας. Εγωισμός. Κυκλοθυμία. Προσποίηση. Αίσθηση ότι είσαι άτρωτος, πράγμα που σε οδηγεί σε ολοένα και μεγαλύτερα ρίσκα. Όπως οι περισσότεροι κατά συρροή δολοφόνοι, ο ήρωας του Φον Τρίερ σκοτώνει με ολοένα και απεχθέστερους τρόπους επειδή δεν αισθάνεται απολύτως τίποτα για τον πόνο και τον τρόμο των άλλων. Δεν τον αντιλαμβάνεται και δεν τον αφορά.
Τον αφορά, όμως, η τέχνη. Είναι και ο ίδιος καλλιτέχνης, ένας συλλέκτης τροπαίων, ο «Κύριος Επιτήδευση». Σε όλη σχεδόν τη διάρκεια της ταινίας, την ίδια στιγμή που είσαι έτοιμος να σηκωθείς από το κάθισμά σου για να γλιτώσεις από την ωμή φρίκη η οποία εκτοξεύεται κατά ριπάς από την οθόνη, αντιλαμβάνεσαι ότι ο Τζακ δεν παρουσιάζεται ως κακός. Όχι με την παραδοσιακή έννοια, τουλάχιστον. Απλώς βλέπει τον κόσμο με άλλο βλέμμα. Οι ορισμοί του είναι διαφορετικοί από τους δικούς σου. Δεν βλέπει έγκλημα, δεν βλέπει τιμωρία. Δεν αποζητά την ίδια λύτρωση με τη δική σου. Αντιμετώπισέ το, αν μπορείς.
Φυσικά, είναι ευφυής. Όπως χτίζει σταδιακά το αποτρόπαιο «σπίτι» του, έτσι έχει χτίσει και τις θεωρίες του, τις οποίες ο Βερτζ (Μπρούνο Γκαντζ) αποκρούει ψύχραιμα με τις δικές του. Οι δυο τους προσκαλούν τον θεατή σε ένα πινγκ πονγκ φιλοσοφικών απόψεων που συγκρούονται αδιάκοπα μεταξύ τους, όπως και οι εαυτοί του Φον Τρίερ. «Μερικοί άνθρωποι ισχυρίζονται ότι όσα φριχτά διαπράττουμε στην τέχνη μας είναι οι εσωτερικές επιθυμίες που δεν μπορούμε να πραγματοποιήσουμε στον ελεγχόμενο πολιτισμό μας. Δεν συμφωνώ. Πιστεύω ότι ο Παράδεισος και η Κόλαση είναι το ίδιο και το αυτό. Η ψυχή ανήκει στον Παράδεισο και το σώμα στην Κόλαση», λέει ο Τζακ, ο οποίος θεωρεί ότι οι ηθικοί κανόνες σκοτώνουν την τέχνη. «Ναι, αλλά η τέχνη είναι αγάπη», τον αντικρούει ο Βερτζ –έχει κι αυτός τα δίκια του.
Όλη αυτή η ατέρμονη συζήτηση, από την οποία δεν λείπει το κατάμαυρο χιούμορ (ένα μικρό διάλειμμα πριν ξαναμπούν τα κεφάλια μέσα), διανθίζεται από μουσικές, κινηματογραφικές, λογοτεχνικές και εικαστικές αναφορές, animation και ειδησεογραφικά πλάνα αρχείου. Και καταλήγει σε ένα εικαστικό κρεσέντο εικόνων και ήχου που οπτικά είναι θεσπέσιο, αλλά μπορεί να σε πετάξει εντελώς εκτός φιλμ. Υποψιάζομαι, βέβαια, ότι αυτός ο θεαματικός, παρανοϊκός, δαντικός επίλογος, η ποζάτη κατάδυση του Τζακ και των ειδώλων του στην Κόλαση, είναι όλη η ταινία για τον δημιουργό της.
Το Σπίτι που Έχτισε ο Τζακ διαρκεί περισσότερες από 2 ώρες. Είναι εξουθενωτικό, αδιανόητα βίαιο, άρρωστο, ακραίο, αυτοσαρκαστικό, επώδυνο, γελοίο και αφάνταστα σοβαρό ταυτόχρονα. Είναι ανυπόφορο. Ένα ανυπόφορο αριστούργημα. Είναι ο Φον Τρίερ. Ο γλυκός, διαταραγμένος, αντιφατικός, αφόρητα ειλικρινής Φον Τρίερ, ο οποίος γνωρίζει το φως αλλά έλκεται από το σκοτάδι και σε προσκαλεί να το μοιραστείς μαζί του. «Δες το σκοτάδι μου, για να δεις και το δικό σου», λέει ξανά σε όσους τον θαυμάζουν και, ακόμα περισσότερο, σε όσους προτιμούν να τον αποκαλούν «τσαρλατάνο».
Και, ίσως, στο τέλος της διαδρομής, σε περιμένει κάποιο είδος κάθαρσης.
Δανία/Γαλλία/Γερμανία/Σουηδία
Σκηνοθεσία: Λαρς φον Τρίερ
Πρωταγωνιστούν: Ματ Ντίλον, Μπρούνο Γκανζ, Ούμα Θέρμαν, Ράιλι Κίου
Διανομή: Seven Films