Η ιστορία των Σκάιγουοκερ, σε τούτο το νέο επεισόδιο του Star Wars, ξεκινάει ακριβώς εκεί που τελείωνε η προηγούμενη ταινία που είχε σκηνοθετήσει ο Τζέι Τζέι Άμπραμς, με τίτλο Η Δύναμη Ξυπνάει. Το εναρκτήριο λάκτισμα της συνέχειας είναι μάλιστα απρόσμενα αστείο, σαν σκηνή παρωδίας των Μόντι Πάιθον.
Για καλή μας τύχη, το έξυπνο χιούμορ δεν εγκαταλείπει την ταινία στη διάρκειά της και τα εύσημα γι' αυτό πάνε στον ικανότατο σκηνοθέτη Ράιαν Τζόνσον. Στα χέρια ενός άλλου, ένα τόσο σοβαροφανές σενάριο, τιγκαρισμένο στις αυτοθυσίες, τις προδοσίες, τις κόντρα-προδοσίες, τις απόπειρες απόδρασης, τους μονολόγους και τις απανωτές δραματικές κλιμακώσεις, θα είχε πνιγεί κάτω απ’ το βάρος του. Αλλά, στην περίπτωσή μας, το υπερφορτωμένο στόρι αναπνέει κανονικά, έχει ξεκάθαρη δράση, δουλεμένη σκηνογραφία και ατόφια κινηματογραφική δομή. Ούτε μία στιγμή δεν «βλέπεις» το πράσινο φόντο πίσω απ' τους ηθοποιούς στο στούντιο. Ούτε σε μία σκηνή δεν φαίνεται η ψεύτικη και συνθετική δράση του CGI. Χάρη στον Τζόνσον, η ταινία δεν χάνει καθόλου τη σπιρτάδα και την ανθρώπινη φτιαξιά της.
Η Ρέι (Ντέιζι Ρίντλεϊ) ενώνει δυνάμεις με τον ερημίτη Λουκ Σκάιγουοκερ (Μαρκ Χάμιλ), για να βοηθήσουν τη Λέια (Κάρι Φίσερ), τον Φιν (Τζον Μπογιέγκα) και τον ικανό πιλότο Πο (Όσκαρ Άιζακ) σε μια στιγμή στον χρόνο του μακρινού γαλαξία, όπου οι αέναες μάχες των ηρώων της επανάστασης είναι πιο κρίσιμες από ποτέ. Το χιούμορ ευτυχώς είναι έξυπνο, όχι εξυπνακίστικο. Οι έφηβοι θεατές που έχουν καταναλώσει πολλές εικόνες της Marvel, ίσως να μην παρασυρθούν απ’ την παλιακή γοητεία των εικόνων, οι οποίες αντλούν απ’ τις ξεχασμένες πρώιμες ημέρες του Τζορτζ Λούκας: πιθανώς να περίμεναν «σπιντάτα» εφέ και ατακαδόρους (υπερ)ήρωες για να γελάσουν. Το χιούμορ εδώ είναι όμως πιο υπαινικτικό και το fun πιο τρυφερό.
Ενώ ο Τζέι Τζέι Άμπραμς στην πρώτη ταινία της νέας τριλογίας, σαν καλός και ικανότατος υπάλληλος, επιχείρησε ουσιαστικά ένα remix όλων των στοιχείων που αποτελούν τον φορμαλιστικό κορμό του saga, ο Ράιαν Τζόνσον δίνει όραμα στις επικές σκηνές, μπολιάζει με «κανονικότητα» ακόμα και τις πιο εξωφρενικές σεκάνς, φροντίζει τη δράση και ποτέ δεν υποτιμάει τη νοημοσύνη του θεατή. Σε μια αποθέωση στυλ και κομψότητας (ανήκουστες έννοιες για τόσο ακριβό blockbuster) η μάχη του ψυχοπαθή Κάιλο Ρεν (εξαιρετικός ξανά ο Άνταμ Ντράιβερ) με τη Ρέι, γίνεται σε τόσο έντονα κόκκινο φόντο, ώστε θαρρείς ότι βλέπεις μιούζικαλ της MGM technicolor ή μια ταινία του Μάικλ Πάουελ.
Θέλω να αποφύγω κάθε υποψία spoiler για την πλοκή, αρκεί να επισημάνω ότι η ταινία βρίσκεται πιο κοντά στη δομή του Η Αυτοκρατορία Αντεπιτίθεται και μέσα στον παροξυσμό δράσης είναι ανέλπιστα οικονομική στην αφήγησή της. Το σενάριο βρίσκει μάλιστα τον χώρο να μας συστήσει δύο αλησμόνητους χαρακτήρες, τη Λόρα Ντερν στο ρόλο του αρχηγού του στόλου και τον Μπενίτσιο Ντελ Τόρο στον ρόλο ενός αναρχικού τυχοδιώκτη. Το εντυπωσιακό στοιχείο της περιπέτειας είναι οι πολλαπλές ανατροπές και τα σταυροδρόμια του σεναρίου: καμία έκπτωση στον βωμό της απλοϊκότητας για να ξεκουραστούν τα νήπια στις πολυθρόνες των multiplex. Η δράση αναπτύσσεται ως επί το πλείστον με βάση το stroryboard (και όχι με τα εξελιγμένα εφέ των ξεασαλομένων κομπιουτεράδων της Lucasfilms). Οι μηχανικές λεπτομέρειες αξιοποιούνται με την εμμονή ενός Τζέιμς Κάμερον, το μελόδραμα δεν στραβοπατάει σε χιλιοειπωμένα κλισέ και η παράλληλη δράση σε καθηλώνει με τρόπο που δεν περιμένεις από οικογενειακό υπερθέαμα.
Ο Ράιαν Τζόνσον δεν ακολούθησε το αυτάρεσκο στυλ του Ντενί Βιλνέβ με το Blade Runner και του Κρίστοφερ Νόλαν με το Batman, δεν ήθελε να ανατρέψει το genre εξαιτίας της έπαρσης που του επιτρέπει η βιρτουοζιτέ του και ανταμείφθηκε γι’ αυτό. Τελικά, το Star Wars: Οι Τελευταίοι Jedi είναι το πιο γρήγορο, το πιο καλοφτιαγμένο και το πιο (ω, Θεέ μου ισχύει) έξυπνο φιλμ της σειράς ταινιών που έθρεψε περισσότερες από τρεις γενιές θεατών.
Υπόκλιση και θερμό χειροκρότημα.
{youtube}4m3R_wpgDvQ{/youtube}