Αφορμή στάθηκε η επικείμενη συναυλία του στο Ηρώδειο (Δευτέρα, 3 Οκτωβρίου), όπου οι περισσότεροι ερμηνευτές οι οποίοι έχουν πει τραγούδια του θα συναντηθούν επί σκηνής, ενώνοντας το παρελθόν με το παρόν μα και το μέλλον –καθώς θα ακουστεί και καινούργιο υλικό, έτοιμο να κυκλοφορήσει. Αλλά στην πραγματικότητα μια κουβέντα με τον Δημήτρη Παπαδημητρίου θα είχε το ενδιαφέρον της με οποιαδήποτε αφορμή. Με υποδέχτηκε στην ΕΡΤ, πήραμε φραπέ από το κυλικείο και ήδη από την πρώτη ερώτηση που του έκανα συνειδητοποίησα ότι απέναντί μου κάθεται ένας ιδιαίτερα ευφυής άνθρωπος, σκεπτόμενος, με λόγο ακριβείας και ουσίας μα και χιούμορ. Η συνέντευξη εξελίχθηκε έτσι σε μια συζήτηση γύρω από πολλά θέματα –μουσικά και μη– στη διάρκεια της οποίας μου ανακοίνωσε και την επανέναρξη των Αγώνων Ελληνικού Τραγουδιού, που είχε θεσπίσει κάποτε ο Μάνος Χατζιδάκις...
Έχετε μπροστά σας ένα γεμάτο φθινόπωρο, συναυλιακά μιλώντας. Εκτός από την επικείμενη συναυλία στο Ηρώδειο, έχει ήδη ανακοινωθεί και μία ακόμα, στο Μέγαρο Μουσικής, για τον Νοέμβριο…
Είναι όντως μαζεμένα! Η μία όμως συναυλία είναι για μένα πιο δύσκολη από την άλλη, από την άποψη της προετοιμασίας. Γιατί στις συναυλίες με τα κλασικά έργα και τα έργα σε μορφή παρτιτούρας, από τη στιγμή που υπάρχει και ο μαέστρος, εσύ είσαι λιγάκι σαν τον θεατρικό συγγραφέα: έχεις δώσει μια έτοιμη δουλειά και πας να δεις τι κάνουν με το έργο σου. Τα τραγούδια όμως, έργα πιο μικρής πνοής αλλά όχι μικρότερου ύψους, είναι πολύ δύσκολα στην παραγωγή τους. Έχουν διαφορετική γλώσσα, πρέπει να τα μάθεις στους τραγουδιστές αν δεν τα ξέρουν ή να τους τα θυμίσεις, να διορθώσεις πιθανά λάθη, να κάνεις πρόβες… Επίσης, στο Ηρώδειο θα βρίσκομαι κι εγώ επί σκηνής, διευθύνοντας και παίζοντας όργανα, οπότε υπάρχει κι ένα επιπλέον άγχος. Είναι πάντως μια πολύ σημαντική συναυλία για μένα, καθώς θα συναντηθούν επί σκηνής οι περισσότεροι ερμηνευτές που έχουν τραγουδήσει δικές μου δημιουργίες, ενώνοντας εποχές μου και περιόδους. Όσοι μπόρεσαν ήρθαν και τους ευχαριστώ πολύ για τη συμμετοχή τους. Θα είναι μια συναυλία με πολύ παρελθόν, με σαφές παρόν και με κάποιες νύξεις για το μέλλον, όσον αφορά νέες μου δουλειές, έτοιμες να εκδοθούν. Τέλος, γίνεται σε μια εποχή γενικότερου προσδιορισμού των αξιών –γιατί η παρούσα κρίση δεν είναι μόνο οικονομική, μα και ηθική– στην οποία αισθάνομαι ότι μπορώ ξανά να δείξω το πρόσωπό μου, δίχως να αισθάνομαι ανεπίκαιρος ή κύμβαλο αλαλάζον.
Αισθανόσασταν ανεπίκαιρος; Με εκπλήσσει αυτό που λέτε…
Βεβαίως… Γιατί, μέχρι και τις Μάγισσες Της Σμύρνης, υπήρχε ένας χώρος –έστω και μικρός– που μπορούσε να προτάξει μια γραμμή άμυνας, ένα νησάκι στην πολυνησία των εχθρών. Αυτό λοιπόν έπαψε να υπάρχει, συνέβη μια ολική κατολίσθηση. Με αποτέλεσμα να αρχίσω να αισθάνομαι ότι είχα γίνει λίγο κωμικός, ίσως και λίγο βαρετός. Σταμάτησα λοιπόν για ένα διάστημα και ασχολήθηκα πολύ με το ραδιόφωνο, ενώ έγραψα και έργα τα οποία θα βγουν τώρα –ελπίζοντας ότι έφτασε ο καιρός να συντελεστεί μια αλλαγή. Αν τα είχα βγάλει τότε, θα κυκλοφορούσαν σε ένα κλίμα αδιαφορίας, θα τα πρόσεχαν λίγοι ακροατές. Κι επιθυμούσα να έχουν μια καλύτερη τύχη.
Έχετε επομένως έτοιμο έναν αριθμό έργων, όχι απλά έναν νέο δίσκο...
Έχω μια σειρά με ανέκδοτα τραγούδια του Νίκου Γκάτσου, μια σειρά με τραγούδια πάνω σε ποιήματα του Διονύση Καψάλη –τον θεωρώ πολύ σημαντικό ποιητή– υπάρχει επίσης μια σειρά τραγουδιών σε στίχους του Άλκη Αλκαίου, μια σειρά λαϊκών τραγουδιών και μία ακόμα, πάνω σε έργα διεθνών ποιητών. Όλα αυτά θα μπορούσαν να βγουν και αύριο. Ηχογραφημένες είναι επίσης οι Παραλλαγές Σε Μια Αχτίδα έργο συμφωνικό, με τραγουδιστές και χορωδία –πρόκειται για μία ακόμα ποιητική συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη, που βρίσκεται στο ίδιο βιβλίο με τον Ήλιο Τον Πρώτο, στο τέλος. Έχω ακόμα πολλές ολοκληρωμένες κινηματογραφικές και θεατρικές μουσικές κι έναν ακόμα δίσκο, ορχηστρικό. Άμεσα συζητώ να βγουν οι Παραλλαγές Σε Μια Αχτίδα και η σειρά τραγουδιών του Καψάλη, με τον υπέροχο κατά τη γνώμη μου νέο τραγουδιστή Γιώργο Φλωράκη. Μια φωνή αλλά κι ένας άνθρωπος που λείπει από το σύγχρονο ελληνικό τραγούδι.
Πώς παρεμβαίνει αλήθεια το ελληνικό τραγούδι στην ελληνική ζωή;
Με έναν τρομερά σύνθετο τρόπο... Δεν είναι απλή ιστορία. Είναι όλο το σπίτι μας μέσα, από το αποχωρητήριο μέχρι τη βιβλιοθήκη –περνώντας κι από την κουζίνα. Οι Έλληνες ζούνε, εκφράζονται και καταγράφουν την καθημερινότητά τους με το τραγούδι. Αν και είμαι συνθέτης που έχει γράψει πολλά ορχηστρικά έργα και με ενδιαφέρει πολύ η συμφωνική μουσική, ξέρω ότι το τραγούδι είναι το μοναδικό είδος που ενδιαφέρει τον ελληνικό λαό. Από τον Όμηρο μέχρι σήμερα δεν θα βρεις παρά ελάχιστα ορχηστρικά έργα, κι αυτά έγιναν τον τελευταίο καιρό, δίχως να βρουν σημαντική απήχηση. Δεν τα υποτιμώ βέβαια, ορισμένα είναι σπουδαία.
Ηρώδειο και Μέγαρο είναι δύο χώροι που το νεότερο κοινό έχει συνδυάσει στο φαντασιακό του με μια κάποια σοβαρότητα και με μια μεσήλικη ας την πούμε διασκέδαση. Θα σας ενδιέφερε να εμφανιστείτε σε μια μουσική σκηνή, απέναντι σε νεότερο κόσμο;
Θα με ενδιέφερε πολύ περισσότερο πια. Δεν σημαίνει κάτι τέτοιο ότι βαρέθηκα το Ηρώδειο ή την Επίδαυρο, όμως τρέφω μεγάλη εκτίμηση στο νεότερο κοινό γιατί διαμορφώνει την αισθητική και την ιδεολογία του πιο ελεύθερα από ποτέ. Οι παλιότερες γενιές δεν έχουν πια τα επιχειρήματα να επιβάλλουν τρόπο φέρεσθαι και διασκεδάζειν στους νεότερους και δεν το επιχειρούν κιόλας, γιατί αισθάνονται αποτυχημένοι. Τα νέα λοιπόν παιδιά αναζητούν μόνα τους το υγιές και, όταν το εντοπίζουν, το εμπιστεύονται –το καλό βιβλίο, την καλή ταινία, την καλή μουσική. Μου αρέσει πολύ αυτό. Ποιοτική έρευνα γύρω από το Τρίτο Πρόγραμμα έδειξε μάλιστα ότι σε ποσοστό 35% το ακούν ηλικίες κάτω των 30. Δεν είναι πολύ μεγάλο ποσοστό; Και όλοι αναρωτιούνται ποιοι ακούν το Τρίτο... Κι όμως, είναι οι νέοι. Εμπιστεύονται έναν σταθμό χωρίς διαφημίσεις, που δεν αισθάνονται ότι πάει να τους κάνει ψηφοφόρους του άλφα ή του βήτα. Πρόκειται για ένα κοινό που η ελαφρά προγενέστερή μου γενιά δεν το γνώριζε. Φάγαμε στη μάπα –με συγχωρείτε για την έκφραση– την όλη ρητορεία περί εμπορικότητας κι αποφασίσαμε να σκεφτόμαστε κι εμπορικά (για να είμαστε ρεαλιστές και τα λοιπά), τη στιγμή που η κοινωνία πήγαινε ανάποδα: απέρριπτε την εμπορικότητα και αναδείκνυε σε εμπορικό το μη αγοραίο, το ηθικώς μη εμπορεύσιμο. Κι εμείς νομίζαμε ότι είχαμε απέναντί μας ένα κοινό αδιάφορο, που αν δεν του βομβάρδιζες τον εγκέφαλο δεν θα θυμόταν καν ποιος είσαι. Ο άνθρωπος όμως, αν έχει λόγο να σε θυμάται, θα σε θυμάται.
Είναι λοιπόν η τρέχουσα κρίση μια ευκαιρία να μπουν τέτοια πράγματα στη σωστή τους θέση;
Η οικονομική κρίση του σήμερα είναι το τελευταίο κεφάλαιο μιας τεράστιας κρίσης. Η οποία ξεκίνησε ως ηθική, έγινε ιδεολογική, κατόπιν πολιτική και τέλος οικονομική. Και όλο αυτό το πράγμα δεν θα υπήρχε αν είχε ο κόσμος επίπεδο παιδείας –γιατί θα επέβαλλε μετά παιδεία και στην πολιτική ζωή. Οι πολιτικοί μας σήμερα πιστεύουν σε ένα δόγμα με το οποίο μεγάλωσα κι εγώ: ότι ο πολιτισμός είναι το κερασάκι στην τούρτα, όταν η τούρτα υπάρχει. Πρόκειται για τραγικό, απελπιστικό λάθος... Ο πολιτισμός είναι ο δίσκος πάνω στον οποίον θα φτιάξεις την τούρτα. Διαφορετικά, ούτε νομοθεσία μπορείς να έχεις, ούτε τίποτα. Άμα ήμασταν π.χ. όλοι κλέφτες, η κλοπή θα γινόταν νόμιμη.
Αποδέχεστε ότι είστε ένας από τους τελευταίους «μεγάλους συνθέτες» αυτού του τόπου;
Ούτε για πλάκα! Στην Ελλάδα βιώνουμε, διαδοχικά, τρεις ανισότητες: η πρώτη είναι η άνιση μεταχείριση των ίσων. Πάνε ας πούμε τα παιδάκια στο Δημοτικό, με μηδέν ιστορία και παρελθόν, και από την πρώτη μέρα η δασκάλα ξεχωρίζει τον Γιωργάκη και τον Κωστάκη. Γιατί π.χ. είναι πιο ωραία παιδιά και οι άλλοι δίπλα είναι άσχημοι και χοντροί. Μετά από λίγο, όλα τα παιδάκια αποκτούν μια ιστορία: κάποιοι είναι πολύ καλοί μαθητές, κάποιοι καλοί, άλλοι μέτριοι και κακοί. Αν ερωτηθεί η δασκάλα πόσους καλούς μαθητές έχει η τάξη, θα πει τους 3 που ξεχωρίζουν, αλλά θα αναφέρει κι άλλους 10 οι οποίοι δεν είναι. Και οι 3 θα αισθανθούν άβολα, ευρισκόμενοι στο ίδιο καλάθι με άλλους, με τους οποίους δεν έχουν σχέση. Και όταν τελικά επιβιώσεις από αυτές τις ανισότητες και έχεις πια αναγνωρισμένο έργο, συναντάς την τρίτη: η ελληνική κοινωνία είναι εξόχως ανταγωνιστική. Για να μη νιώθει λοιπόν αμήχανα απέναντι στο γεγονός ότι είσαι ο Κωστάκης από την απέναντι πολυκατοικία που τα έχεις κάνει όλα αυτά, σε μυθοποιεί. Τίτλοι λοιπόν τύπου «τελευταίος μεγάλος συνθέτης» ανήκουν σε αυτήν την τρίτη κατηγορία. Πρόκειται για μια μυθοποίηση η οποία ενδεχομένως να είναι πολύ βολική και χρήσιμη για μένα, ωστόσο είναι καταστροφική για τους νεότερους. Εδώ και κάποια χρόνια, ό,τι κάνω εγώ είναι με κορδέλες. Δεν ήταν όμως πάντα έτσι. Και δεν θέλω με κανέναν τρόπο να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι εγώ θα κλείσω την πόρτα πίσω μου. Και βέβαια δεν θα την κλείσω. Γιατί είχα την τύχη να βρεθώ στο ίδιο τραπέζι και να συνεργαστώ με έναν Χατζιδάκι, έναν Θεοδωράκη, έναν Κουν, έναν Κακογιάννη, έναν Μόραλη... Υπήρξαν τρομερές ενέσεις και ενεργειακές μεταγγίσεις αυτές οι εμπειρίες. Δεν με αντιμετώπισαν ποτέ ως μαθητή, όμως η μαθητεία υπήρχε στο πώς π.χ. τρώγανε αυτοί οι άνθρωποι, πώς έλεγαν το αστείο, πώς έκαναν πλάκα μεταξύ τους. Ξέρω λοιπόν ότι υπάρχουν εκεί έξω άξιοι νέοι συνθέτες, για τους οποίους οι πόρτες της δισκογραφίας είναι κλειστές, άρα είναι και του ραδιοφώνου. Θα θεσμοθετήσω λοιπόν ειδικό κομμάτι στη ραδιοφωνία, για τη μετάδοση της μη δισκογραφημένης ελληνικής μουσικής. Και με τη μη κερδοσκοπική εταιρεία Ελληνικό Σχέδιο, θα προκηρύξουμε σε λίγες μέρες τους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού –θα επαναφέρουμε δηλαδή εκείνους τους Αγώνες που είχε θεσπίσει ο Μάνος Χατζιδάκις.
Τον Δημήτρη Παπαδημητρίου ωστόσο γιατί δεν τον παίζουν τα ραδιόφωνα;
Εδώ στα κρατικά είναι θέμα οδηγίας. Το μεγάλο πρόβλημα με τα τραγούδια μου είναι ότι δεν μπορούν να συνυπάρξουν εύκολα με τραγούδια άλλων συνθετών. Συχνά μου λέγανε παραγωγοί «τι ωραίο εκείνο και το άλλο». Ωραία, απαντούσα, τότε γιατί δεν το παίζεις; Μετά από τι και πριν από τι, ήταν το ερώτημα. Μπορούσες να βρεις 10 τραγούδια, αλλά δεν γινόταν να με κολλάνε συνέχεια με τα ίδια. Οπότε παιζόμουν λίγο. Δεν με πειράζει, όμως. Διατήρησα έτσι μια σπανιότητα, που ταιριάζει στον χαρακτήρα μου, καθώς και μια μικρότερη παρεμβατικότητα σε μια κακή εποχή.
Με τόσες δραστηριότητες, ως δημιουργός και διευθυντής ραδιοφωνίας, προκύπτει αυτόματα ένα ερώτημα: κοιμάστε καθόλου;
Έχετε δίκιο, ο ύπνος είναι που λείπει! Είμαι βέβαια συνηθισμένος, πάντα δούλευα μέχρις εσχάτων, δεν διέκοπτα ποτέ αν δεν τελείωνα. Έχω μάθει να δουλεύω και να νυστάζω. Η σύνθεση ξέρετε έχει πολλά στάδια. Στο πρώτο, στο στάδιο της αρχικής σύλληψης, χρειάζεται να έχεις αυξημένη ζωική ενέργεια. Μετά μπαίνεις στο στάδιο της πραγματοποίησης, όπου χρειάζεται να έχεις αντοχή, καλή επαφή με την αρχική σου έμπνευση. Ακολουθεί η ηχογράφηση, όπου χρειάζεται επιμονή και υπομονή. Επιμονή εξακολουθώ κι έχω, όμως μάλλον έχω αρχίσει να μην έχω πια υπομονή.
Έχετε αισθανθεί να σας παίρνει η μπάλα από την όλη δυσπιστία του κόσμου απέναντι σε οτιδήποτε δημόσιο και την όλη γκρίνια για την ΕΡΤ;
Όχι, γιατί υπάρχει νομίζω ένα επίπεδο στοιχειώδους ευφυΐας γύρω μας. Το να βρίζεις την ΕΡΤ δεν σημαίνει κάτι, αν δεν προσδιορίζεις την περίοδο στην οποία αναφέρεσαι. Είναι σαν να βρίζεις την κυβέρνηση –ποια κυβέρνηση, με δεδομένο ότι αυτό αλλάζει; Τα όποια κακά έχουν γίνει στην ΕΡΤ δεν είναι τωρινά. Υπάρχουν κακώς κείμενα 50 χρόνων. Εγώ δεν είμαι σε θέση να ξέρω τι ισχύει από όσα λέγονται και δεν είναι και η δουλειά μου. Βλέπω πάντως μια πολύ ειλικρινή προσπάθεια αυτή τη στιγμή από όσους εργάζονται στην ΕΡΤ και –στη ραδιοφωνία τουλάχιστον– αποδίδει. Είμαι σίγουρος ότι κάτι αντίστοιχο γίνεται και στην τηλεόραση, απλά δεν είναι δική μου δουλειά να το πω. Λέγεται ότι είμαστε υπεράριθμοι. Εγώ πάλι νομίζω ότι μας λείπουν άτομα. Όταν στον 9.84 υπάρχουν 350 εργαζόμενοι και είναι ένας σταθμός τοπικός, πόσοι πρέπει να είναι οι υπάλληλοι για να φτιαχτούν εφτά 24ωρα πανελλήνια προγράμματα; Κι όμως, έχουμε 320... Πού βρίσκονται λοιπόν οι υπεράριθμοι; Αν υπάρχουν, ας τους εντοπίσουν συγκεκριμένα, σε ποια ειδικότητα βρίσκονται; Και μόνο το γεγονός ότι ο καθένας μας πληρώνει την ΕΡΤ –κι εγώ, επίσης– σημαίνει ότι ο καθένας μας δικαιούται να την ελέγξει. Ας μην το ξεχνάμε αυτό, η ΕΡΤ είναι μια άγκυρα για τον ελληνικό λαό. Μπορεί κανείς να ελέγξει την ασυδοσία ενός ιδιωτικού σταθμού απέναντι π.χ. στους εργαζομένους του, ή τα κίνητρά του για την επιλογή ενός προγράμματος; Μπορεί η άγκυρα να μην λειτουργεί πια και να πρέπει να την αλλάξουμε. Αλλά, προς θεού, τη χρειαζόμαστε. Πρέπει δε να σας πω επίσης ότι η ΕΡΤ είναι κερδοφόρος. Εδώ και δύο χρόνια, μες την κρίση. Είναι η πιο υγιής από όλες τις ΔΕΚΟ, κι όμως τη βρίζουν τόσο πολύ... Υπάρχουν προφανώς κάποιοι λόγοι. Εγώ τους υποψιάζομαι, ας τους σκεφτούν όμως και οι αναγνώστες.
Τέλος, για να κλείσουμε με κάτι διαφορετικό, συμπληρώνετε 13 χρόνια σχέσης με τη Φωτεινή Δάρρα. Πώς αισθάνεστε όταν κατά καιρούς οι εφημερίδες που ασχολούνται με τα κοσμικά γράφουν για εσάς, παρουσιάζοντάς σας ως ένα «ζευγάρι της show biz»;
(Γελάει) Δεν τα έχω δει! Εντάξει, η Φωτεινή ανήκει στη show biz και με έναν τρόπο ανήκω κι εγώ. Αν και το τι σημαίνει show biz στην Ελλάδα είναι υπό συζήτηση... Δεν μου αρέσει το προφίλ από καθ’ έδρας, ούτε του ακαδημαϊκού και του σνομπ, ούτε και το να συμπεριφέρομαι σαν να ανήκω σε μια ανώτερη τάξη. Κι ένα κομμάτι της show biz έχει τη συμπεριφορά «δεν ξέρεις τι κάνω, αλλά ξέρεις ποιος είμαι» κι αυτό το σιχαίνομαι. Είμαι βέβαιος ότι, αν ανήκω στη show biz, κάτι τέτοιο δεν οφείλεται στην ομορφιά μου. Ούτε στις μη καλλιτεχνικές/πνευματικές επιδόσεις μου. Δεν με ενοχλεί πάντως που γράφουνε για εμάς και μας φωτογραφίζουν. Δεν υπάρχει κουτσομπολιό, δεν υπάρχει άλλωστε και κάτι για να ασχοληθούν. Και η Φωτεινή είναι ένα λαμπερό πρόσωπο από μόνη της, το οποίο τραβάει τα φλας. Έχει μια αξία όταν απολαμβάνεις ένα επίπεδο αναγνωρισιμότητας και λαϊκότητας δίχως να έχεις προδώσει έστω και σε ένα γραμμάριο τον αρχικό καλλιτεχνικό σου προσανατολισμό.