Ντεμπούταραν στη δισκογραφία ευθαρσώς και με ειλικρίνεια, με τα χρωματιστά τους πουλόβερ και τις indie μελωδίες τους, επινοώντας τον καλλιτεχνικό τους εαυτό δίχως καμία έγνοια να φανούν κουλ...
φωτογραφία 1: Susan Anderson
Ένας τεμπέλικος και ατακαδόρικος τρόπος για να περιγράψει κανείς τους They Might Be Giants (από αυτούς στους οποίους καταφεύγει συχνά άλλωστε η μουσική δημοσιογραφία), είναι να πει πως ακούγονται σαν καρτουνίστικος θίασος που συγκρούστηκε με κάποιους ψιλο-geek τύπους, με χρωματιστά πουλόβερ και μεγάλα γυαλιά μυωπίας· οι οποίοι σκαρφίζονται στιχάκια και indie μελωδίες κυρίως για την ευχαρίστησή τους και δευτερευόντως (ή ίσως και καθόλου) με αξιώσεις δόξας. Κι αν δεν μπορούμε να είμαστε πλήρως σίγουροι για τη ντουλάπα και τη μυωπία του John Flansburgh και του John Linnell (φοράνε πάντως γυαλιά), σίγουρα μπορούμε να ακούσουμε τι συμβαίνει στα τραγούδια τους.
Πίσω στο 1986 και στο ομώνυμο ντεμπούτο τους, φρόντισαν να μας προϊδεάσουν ήδη από το α-λα-Dookie-πριν-το-Dookie εξώφυλλο αυτού. Το Pink Album, όπως έγινε γνωστό (ακόμη κι αν ροζ είναι μόνο ο ουρανός και κάποιες λεπτομέρειές του), χώρεσε 19 κομμάτια-σκετσάκια μέσα σε μόλις 38 λεπτά. Το σχήμα από το Μπρούκλιν έκανε δηλαδή εκείνο ακριβώς που πρέπει να κάνει κάθε μπάντα που σέβεται τον εαυτό της: να τον επινοήσει, μέσα από την έξυπνη χρήση των αναφορών της. Μας συστήθηκαν έτσι ευθαρσώς και με ειλικρίνεια, εξ αρχής.
Μπορείς τώρα να βγάλεις τον ...γίγαντα από τους They Might Be Giants, αλλά δεν μπορείς να βγάλεις τη θεατρικότητα. Παιδική θεατρικότητα, σε πολλές στιγμές –τυχαία έβγαλαν αργότερα και παιδικά άλμπουμ;. Όσο δε κλέβουν τα στοιχεία που χρειάζονται, τόσο το προσποιητά άτσαλο τραγούδι του Linnell ορίζει τον δίσκο. Αφήνει τη φωνή του να περπατήσει σε ζεστούς και ασφαλείς δρόμους, εκεί όπου το παλιακό συναντά το (τότε) σύγχρονο new wave. Τη μία το folk ρίχνει χρυσόσκονη στα κολπάκια του Casio (“Everything Right Is Wrong”). Την άλλη πετάνε το λάσο τους και πιάνουν την country (“Number Three”), όσο συγχρόνως σπάνε πανέξυπνα τον τέταρτο τοίχο με το να λένε στο 3ο κομμάτι του δίσκου «Spent my whole life just digging up my music's shallow grave / For the two songs in me and the third one I just made».
Στον lo-fi θίασό τους χωράει άφθονο χιούμορ και «μικρές ιστορίες καθημερινής τρέλας». Άραγε πόσα από αυτά τα τραγούδια να άκουσαν οι Neutral Milk Hotel, όταν έφτιαχναν τις σουρεαλιστικές ιστορίες του In The Aeroplane Over The Sea (1998); Κι εκείνο το “Nothing’s Gonna Change My Clothes”, πόσο άνετα «το ακούς» από τη φωνή του Morrissey, αν είχε αφήσει λίγο παραπάνω ζωντανό το παιδί μέσα του; Πολλές φορές ακούγονται μέχρι και σατιρικοί οι They Might Be Giants. Όπως όταν κλείνουν το μάτι στους Beach Boys, στις στυλιζαρισμένα παράφωνες αρμονίες του “Toddler Hiway”· ή όταν γίνονται ζωντανά folk καρτούν, κάνοντας παράλληλα και το ταξικό τους σχολιάκι (“Alienation For The Rich”). Ακόμη και τον γάμο του Marvin Gaye και του Phil Ochs θα ακούσετε εδώ (“The Day”). Στο μεταξύ, «τοιχοκολλούν» κι ένα “Rhythm Section Want Ad” για να αυτοσαρκαστούν, μιας και στην τότε τους σύνθεση, η drum machine έκανε τη δουλειά.
Πάντως, όταν αφήσουν για λίγο στην άκρη την τόσο ευθεία παιδικότητα και τα τερτίπια στον ήχο τους, δεν θα γράψουν απλά το καλύτερο κομμάτι του εν λόγω δίσκου, αλλά –με χαρακτηριστική ευκολία– ολόκληρης της καριέρας τους: το “Don’t Let’s Start”, επαρκώς κολλητικό ώστε μία και μόνο ακρόαση να είναι αρκετή για να το σιγοτραγουδάς όλη την υπόλοιπη μέρα. Όλα αυτά, μέσα σε περίπου 2 λεπτά σε κάθε περίσταση, κάποιες φορές ακόμη και σε ένα λεπτό ή και λιγότερο. Προετοιμασία άραγε για το σπονδυλωτό “Fingertips” που ακούσαμε 6 χρόνια αργότερα, στο πολύ δυνατό και επαρκώς τολμηρό άλμπουμ Apollo 18;
Πάντως, αν κάτι δεν ενδιαφέρει καθόλου τους They Might Be Giants (εδώ, αλλά και γενικά), είναι να φανούν κουλ. Το αντίθετο μάλιστα. Μοιάζουν σαν να διεκδικούν διακαώς το δικαίωμα στο αντι-κουλ, ακόμη κι αν κάτι τέτοιο σημαίνει πως θυματοποιούν τον σκύλο τους (“Youth Culture Killed My Dog”) ή ότι βγάζουν τη γλώσσα στους Who (“I Hope That I Get Old Before I Die”). Κόβουν κομματάκι-κομματάκι τους ήχους της αρεσκείας τους και δημιουργούν ένα κολάζ που, πέρα από το να φέρει φαρδιά-πλατιά την υπογραφή τους, κερδίζει κι ένα ζεστό βλέμμα (ή μάλλον, αυτί) συμπάθειας. Και κυρίως απόλαυσης· γιατί, μην κοροϊδευόμαστε, πάντα αυτό περιμένουμε να κερδίσει στη ζυγαριά.
{youtube}VJQnZZ-Wmao{/youtube}