Κατευνάζουν τον ηδονισμό για να ξορκίσουν τον θάνατο, σε έναν καθοριστικό δίσκο, πίσω από το φερμουάρ του οποίου θα τους ακούμε πάντα στην πιο άμεση, ειλικρινή και (ενίοτε) ωμή πτυχή τους...
«Let’s do some living after we die»
(“Wild Horses”)
Αν δεχτούμε την ισχύ του τριπτύχου sex, drugs & rock 'n' roll κι αν οι Rolling Stones υπήρξαν στα ντουζένια τους ο ορισμός αυτού, τότε το Sticky Fingers , που κυκλοφόρησε στις 23 Απριλίου του 1971, είναι αυτή η οριακή στιγμή στην πορεία τους που ίσως δεν κοιτάνε κατάματα, αλλά φλερτάρουν ανοιχτά με τον θάνατο. Με τα παραπάνω τρία στοιχεία (και κυρίως το δεύτερο) στον ρόλο του Χάροντα.
Δεν παύει βέβαια να είναι ένα ξεκίνημα μέσα από στάχτες: πρώτος δίσκος για τους Stones χωρίς τον Brian Jones, ο οποίος ήταν ήδη νεκρός πριν την κυκλοφορία του Let It Bleed (1969). Ενός άλμπουμ που συνδέθηκε με τα αιματοβαμμένα επεισόδια του Άλταμοντ, με τον στίχο «It’s just a shot away» (από το “Gimme Shelter”) να είναι αδύνατο έκτοτε να μην φέρνει στο μυαλό τη σκανδάλη που τράβηξαν οι Hell's Angels προς τον Meredith Hunter. Πρώτη επίσης δουλειά για τη μπάντα στη δεκαετία του 1970 και παρθενική στο δικό τους label, Rolling Stones Records –ως τότε βρίσκονταν υπό τη στέγη της Decca, από την αρχή της καριέρας τους. Και πρώτη φορά που βγήκε «η γλώσσα», για να γίνει έπειτα ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα σύμβολα της ποπ κουλτούρας.
Ήταν αδύνατον το εξώφυλλο να μην αφήσει στίγμα με τις ηδονοβλεπτικές υποσχέσεις του φακού του Andy Warhol (φαντάζομαι εξίσου αδύνατον για τους περισσότερους να μην «βλέπουμε» σ' αυτό τον καβάλο τον Mick Jagger, ακόμη και γνωρίζοντας πως δεν είναι εκείνος). Ίσως, όμως, ανοίγοντας το περίφημο φερμουάρ –για τους κατόχους της αυθεντικής έκδοσης του βινυλίου– το πραγματικό ματάκι στην κλειδαρότρυπα να έβγαζε στη ζωή των Stones· και δη ανάμεσα στα συντρίμμια των καταχρήσεων.
Αν το Exile On Main St. (1972) είχε να πει ενδιαφέρουσες, βουτηγμένες στην ηρωίνη ιστορίες από τα γαλλικά παράλια, το Sticky Fingers (1971) ήταν ένα γράμμα αγάπης αλλά και συνάμα φόβου προς το ακριβό χόμπυ των Rolling Stones. Για αρχή, πάντως, πάει να παραπλανήσει τον ακροατή, πως αυτός ο δίσκος θα είναι απλά ένα σέξι λίκνισμα του Jagger. Και τι παραπλάνηση. Το “Brown Sugar” θα μπορούσε να αποτελέσει ηχητικό δείγμα δίπλα στο λήμμα «Rolling Stones», σε κάποιο διαδραστικό λεξικό.
{youtube}59K2kF6o9Tk{/youtube}
Όλες οι αρετές τους, είναι εδώ: η ρέμπελη πονηράδα της κιθάρας του Keith Richards, οι σέξι στίχοι του Jagger (που σημειωτέον μπλέκει εντυπωσιακά με αναφορές στην αφροαμερικάνικη ιστορία, όσο εκφράζει τον πόθο του για ένα έγχρωμο μήλο της έριδος). Το γλυκό φυσικά δεν θα έδενε χωρίς τη σωστή συνταγή της rock 'n' roll τραγουδοποιίας, όπως μόνο οι Glimmer Twins γνωρίζουν –αν και τη συνθετική μερίδα του λέοντος κατέχει εδώ ο Jagger. Ως διεγερτικό πάντως κερασάκι στην όλη τούρτα, αποδείχθηκε το σαξόφωνο του Bobby Keys.
Όλα αυτά, όμως, όχι για πολύ. Με σχεδόν απελπιστική ορμή θα μπει κατόπιν το “Sway”, για να πει σκληρές αλήθειες («It's just that demon life has got you in its sway»), ενώ θα λάμπει η κιθάρα του Mick Taylor. Πρόκειται για μια blues μπαλάντα, άλλωστε το Sticky Fingers είναι ένας φόρος τιμής στις ρίζες των Stones. Για του λόγου το αληθές, θα διασκευάσουν και το “You Gotta Move", ένα παραδοσιακό spiritual που σε αυτήν του την εκδοχή σχεδόν σε κάνει να σηκώνεσαι από την καρέκλα σου, με την αντίστιξη του υψηλού με το περιθωριακό. Το «μεγάλο μάτι» του Κυρίου στους στίχους και η θρησκευτικότητα δημιουργούν δέος. Αλλά όχι για λόγους συνδεδεμένους με την πίστη, μα λόγω της απέλπιδης απεύθυνσης που υιοθετούν εντυπωσιακά η φωνή του Jagger και το μεταλλικό slide του Taylor.
{youtube}UFLJFl7ws_0{/youtube}
Θέλει προσοχή για να μην πατήσεις στις παγίδες που κρύβει αυτός ο δίσκος –αν ήταν τόσο αθώος, δεν θα λεγόταν Sticky Fingers. Τι κι αν το “Wild Horses” είναι η πιο γλυκιά, μελωδική του στιγμή; Ο θάνατος εδώ μεταμορφώνεται σε αμάξι που τρέχει με χίλια και χτυπάει στον τοίχο της ζωής. Αναπόφευκτη η σύγκρουση, όταν από την μία ο Richards ξεκινάει να γράφει ένα νανούρισμα για τον γιο του Marlon και ο Jagger τα τινάζει όλα στον αέρα, χρησιμοποιώντας για ρεφρέν τα όσα είπε η Marianne Faithfull ξυπνώντας από εξαήμερο κώμα, οφειλόμενο σε υπερβολική δόση ηρωίνης. Της βγάζουμε βέβαια το καπέλο που, άθελά της, συμπύκνωσε τόση ειρωνική ποιητικότητα χρησιμοποιώντας τη λέξη «drag» στη φράση «Wild horses couldn’t drag me away» (οι ομόηχες αναφορές μάλλον καθίστανται περιττές).
Δεδομένου δε ότι ακούμε τους κοφτούς ρυθμούς του “Can’t You Hear Me Knocking” δίπλα-δίπλα με το “Wild Horses”, δεν μπορούμε παρά να το δούμε ως μια παράλληλη σεκάνς της ίδιας ιστορίας. Την ερώτηση του τίτλου κάνει ξανά και ξανά ο Jagger, περιμένοντας γονυπετής από «εκείνη» να του ανοίξει, ενώ πλέον οι αναφορές στα ναρκωτικά γίνονται ευθείες: «Y'all got cocaine eyes / Yeah, you got speed-freak jive, now».
Η δεύτερη πλευρά του δίσκου δεν θα φερθεί με περισσότερο έλεος: θα βρούμε αρκετούς παραλληλισμούς με την πρώτη. Και πάλι, η αρχή θα γίνει με ένα τυπικό Stones κομμάτι, το “Bitch”. Πέραν του ότι ο Jagger μας ενημερώνει ότι στη θέαση της κυρίας –την οποία κατά τ' άλλα δεν τη στολίζει και με τον καλύτερο χαρακτηρισμό– οι σιελογόνοι αδένες του παθαίνουν ό,τι και αυτοί των σκύλων του Παβλόφ, βυθίζεται στη θολούρα και στο χάος. Όλη η πρώτη στροφή, γεμάτη αντιθέσεις («I'm feeling so stuffed, I'm so distracted / Ain't touched a thing all week / I'm feeling drunk, juiced up and sloppy / Ain't touched a drink all night»), ακούγεται σαν ένα εκτός ορίων τριπάρισμα. Σαν τον κυκεώνα μέσα στον οποίον στριφογύριζε ο πλανήτης Rolling Stones εκείνα τα χρόνια. Μαντέψτε ποιος θα κάνει και πάλι την τσαχπινιά εδώ. Ναι, ο Bobby Keys με το σαξόφωνό του.
Η Faithfull υπάρχει εντωμεταξύ και σε αυτήν την πλευρά, μιας και οι Stones δανείζονται το τραγούδι που έγραψε μαζί με τον Jagger και ερμήνευσε 2 χρόνια νωρίτερα. Και είναι ένας εφιάλτης το “Sister Morphine”. Αργόσυρτο και παραδομένο στο σκοτάδι, με μόνο νεύρο ζωής την κιθάρα του Ry Cooder και στίχους όπως «Please, Sister Morphine, turn my nightmares into dreams» ή «Sweet Cousin Cocaine, lay your cool cool hand on my head» να βάζουν κάτω δέκα Trainspotting μαζί. Και μάλιστα χωρίς την επιταγή ενός τάχα μου δήθεν coolness –αλίμονο αν το χρειάζονταν αυτό οι Stones.
{youtube}C39kQoprfP0{/youtube}
Σε αυτή την πλευρά του βινυλίου, η παγίδα καμουφλάρεται στην ηλιόλουστη μελωδία του “Dead Flowers”. Δεν είναι όμως παρά ένα σαρδόνια στεντόρειο γέλιο προς τη Βασίλισσα του Underground, την ηρωίνη. Ένα δούναι και λαβείν, όπου πάντα επικρατεί ο θάνατος· είτε με τα μαραμένα λουλούδια της “Little Susie” (η «Βασίλισσα»), είτε με τα τριαντάφυλλα του Jagger στον τάφο της. Μόνο επί πτωμάτων νικάει κάποιος εδώ, καθώς η ζωντανή συμφιλίωση δεν αποτελεί πραγματική επιλογή. Φοβερό για ένα ανθεμικό ποπ ρεφρέν, το οποίο κατά τα λοιπά μπορείς να τραγουδάς σε κάθε ανύποπτο χρόνο της ημέρας, ε; Ή μήπως είναι απλά μία ενίσχυση των αντίρροπων δυνάμεων της φθοράς;
Τα πέπλα πέφτουν ύστερα, για να υπενθυμίσουν πως αυτή δεν είναι παρά ακόμα μία «τρελή, τρελή μέρα στον δρόμο». Το “Moonlight Mile” γίνεται έτσι μια μελαγχολική έκκληση ηρεμίας, που μπορεί να έρχεται ακόμη κι από ένα μάτσο κωλοπαιδαράδων όπως οι Rolling Stones, οι οποίοι ενίοτε αδημονούν να πουν απλά «home sweet home». Στο μεταξύ, βαθιές ανάσες πάνω από το λευκό βουναλάκι (λέγε με και Moonlight Mile), θα τους βοηθήσουν να συνεχίσουν.
Αν και θα ξαναεπισκεφθούν τα blues στο Exile On Main St., κατά πολλούς η καλύτερη δουλειά τους θεωρείται το Sticky Fingers. Κάποιοι, άλλωστε, πίσω από το φερμουάρ του, θα ακούμε πάντα τους πιο άμεσους, ειλικρινείς και ενίοτε ωμούς Stones. Κι ας ρίχνουν τους ρυθμούς. Κι ας κατευνάζουν τον ηδονισμό, υπό τη σκιά του ζόφου. Δεν θα μπορούσαν αλλιώς, όταν η γλώσσα του logo τους γλείφει τον θάνατο. Αλλά, όπως οφείλει να κάνει το rock 'n' roll, τον ξορκίζει, παίζοντας μαζί του. Κι εφόσον οι Rolling Stones είναι η επιτομή του rock 'n' roll, το Sticky Fingers είναι οι Rolling Stones.
{youtube}8YRdxHHFKvQ{/youtube}