Immortal or not, το βιολογικό ρολόι του Iggy Pop μοιάζει να χτυπάει μεσάνυχτα κι εκείνος, σαν άλλη Σταχτοπούτα, χάνει το γυαλιστερό γοβάκι που τόσα χρόνια φορούσε, γίνεται ξανά εσωστρεφής και απόμακρος, μόνο που αυτή τη φορά επιλέγει άλλον τρόπο για να το δείξει.
Θυμάμαι τη μακρόστενη, στεγνή και χαρακωμένη μούρη του Iggy Pop απέναντι από μια άλλη, ακόμα πιο περίεργη και χοντροκομμένη μούρη, αυτή του Tom Waits, στην ταινία του Jim Jarmusch Καφές Και Τσιγάρα. Οι δυo τους κάθονται σ’ ένα παρακμιακό αμερικάνικο καφέ κάπου στη μέση του πουθενά και υποδύονται τους εαυτούς τους, ενώ πίνουν καφέ και καπνίζουν αρειμανίως – με τα καρέ να κυλούν μέσα σε αυτοσχεδιαστική ατμόσφαιρα. Καλλιτέχνης, λοιπόν, ο κύριος Iggy, ο οποίος κυλιέται σαν σκυλί σε σπασμένα γυαλιά, ουρλιάζοντας σε κάθε συναυλία «I’m still alive you fuckers, I’m fucking immortal».
Immortal or not, το βιολογικό ρολόι του Iggy Pop μοιάζει να χτυπάει μεσάνυχτα κι εκείνος, σαν άλλη Σταχτοπούτα, χάνει το γυαλιστερό γοβάκι που τόσα χρόνια φορούσε, γίνεται ξανά εσωστρεφής και απόμακρος, μόνο που αυτή τη φορά επιλέγει άλλον τρόπο για να το δείξει. Οι εποχές όταν έπαιρνε φόρα και βουτούσε στο κοινό μπορεί και να τον έχουν κουράσει. Τελευταία ο Iggy μοιάζει να θέλει να δοκιμάσει κι άλλα πράγματα. Έτσι αποφασίζει να πειραματιστεί με το νέο του άλμπουμ Preliminaires σε κάτι πιο απαλό και μελαγχολικό, σε κάτι το οποίο δεν έχει καμία σχέση με τους Stooges. Σε κάτι που ο ίδιος ονομάζει jazz.
Ο Serge Gainsbourg εισβάλλει σαν διάολος μέσα στο μυαλό του Iggy και τον κάνει να τραγουδάει στα Γαλλικά, ο εξορκισμός δεν πιάνει και έρχεται η σειρά του Jobim, ο οποίος κάνει τον rocker να γονατίσει μπροστά σε μια επιτηδευμένη και θλιμμένη αισθαντικότητα, ενώ αργότερα θα συρθεί μέχρι τη μαύρη γη της Νέας Ορλεάνης και του Μισισιπή για να θυμηθεί ξεχασμένες blues και ragtime μελωδίες. Από την άλλη, το “Nice To Be Dead” στο νούμερο έξι του Preliminaires, μοιάζει να θυμίζει κάτι από τον πρότερο βίο του καλλιτέχνη, όμως η αίσθηση αυτή γρήγορα διαλύεται μέσα στις electronica παρεμβολές του “Party Time”, ενώ η lounge αισθητική κάνει, ουκ ολίγες φορές, ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία της: oι ηλεκτρικές κιθάρες πνέουν τα λοίσθια αντί να αρπάζουν φωτιά, τα drums ακολουθούν έρποντας, δίνοντας τη θέση τους σε ανάλαφρα μπιτάκια, τα βιολιά γεμίζουν τον ήχο στέλνοντας τις δικές τους νοσταλγικές αναπνοές, τα πλήκτρα παίζουν άλλοτε βαριά κι άλλοτε ανέμελα. Και ο τραγουδιστής προσποιείται είτε ότι έχει περάσει στο βασίλειο των σκιών, είτε ότι βρίσκεται ως επίτιμος καλεσμένος σε garden party.
Ο σκληρός ήχος που έχουμε συνηθίσει απουσιάζει από αυτό το Preliminaires, το οποίο ωστόσο διατηρεί μια σκοτεινή αύρα, ίσως λόγω της ίδιας της ιδέας του θανάτου, όπως λέει κι ο ίδιος ο Iggy. Ο Αμερικανός μουσικός ονειρεύτηκε το soundtrack που θα μπορούσε να έχει το βιβλίο The Possibility Of An Island (του Γάλλου Michel Houellebecq), ένα βιβλίο για τον θάνατο, το οποίο είχε συνεπάρει τον Pop στο παρελθόν. Κι επειδή η εν λόγω νουβέλα μίλησε στις καρδιές κι άλλων ανθρώπων έγινε εκτός από δίσκος – με τον συγγραφέα να συμμετέχει στη σύνθεση σε κάποια από τα τραγούδια του – και ταινία.
Υπερεκτιμημένος μουσικός κατά την άποψη μου ο Iggy Pop. Ωστόσο διαθέτει μια μεγάλη πορεία στον χώρο και νομίζω ότι δεν έχει πια να αποδείξει τίποτα σε κανέναν. Στο Preliminaires δεν διστάζει να τσαλακώσει την περσόνα που χρόνια τώρα υποδύεται, γίνεται σχεδόν εύθραυστος, παίζει με τον εαυτό του, τις ιδέες ή και τα απωθημένα του – και τελικά δεν το κάνει τόσο άγαρμπα όσο θα περίμενε κάποιος. Παρ’ όλα αυτά, ο δίσκος παρουσιάζεται άνισος, καθώς είναι φτιαγμένος σαν soundtrack ταινίας, σαν να χρειάζεται εικόνα για να λειτουργήσει. Μπορεί πάντως το Preliminaires να μην τα καταφέρνει και τόσο καλά ως σύνολο, ο ακροατής όμως θα μπορέσει να ανακαλύψει μεμονωμένα τραγούδια τα οποία θα τον συγκινήσουν.