Ελευθερία, υπέρβαση συνόρων, βιομηχανία, εσωτερική μετανάστευση, μοναξιά: το τρένο ως μια μετωνυμία της αμερικανικής νεωτερικότητας. Τι σήμαινε το τρένο στη δεκαετία του 1950 για μια χώρα όπως η Αμερική; Η νεωτερικότητα είχε διεισδύσει σε έναν αγροτικό κόσμο μέσω του σιδηροδρομικού δικτύου, αλλάζοντας για πάντα το φυσικό τοπίο καθώς και το ανθρωπολογικό. Στο δεύτερο μισό του δέκατου ένατου αιώνα και μέχρι τη δεκαετία του 1950, ο σιδηρόδρομος ήταν ο απόλυτος πρωταγωνιστής της αμερικανικής φαντασίας, ως σύμβολο ελευθερίας αλλά και μοναξιάς, προόδου αλλά και αγώνων και συγκρούσεων μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών τάξεων. Και αναμφίβολα βρίσκεται στο επίκεντρο της παραγωγής της folk, του blues και του rock ‘n’ roll.
Ο μεγάλος μαρξιστής ιστορικός Eric Hobsbawm υπογραμμίζει ότι ο ήχος της φυσαρμόνικας στο blues ήταν «μια αναπαράσταση του ήχου του σιδηρόδρομου». Ήταν ο συμβολικός ήχος της εσωτερικής μετανάστευσης των μαύρων εργατών από τον αγροτικό Νότο στον βιομηχανικό Βορρά, όπου μαζί τους μετέφεραν και τη μουσική τους από τις όχθες του Μισισιπή στα αστικά κέντρα. Οι λογοτέχνες της beat generation και ειδικά ο Jack Kerouac στο έργο τους αποθέωσαν τους hobos, δηλ. τους πλάνητες, τους περιπλανώμενους εποχιακούς εργάτες ή άεργους (αλήτες) από επιλογή, οι οποίοι σάλταραν λαθραία στα διερχόμενα τρένα και γύριζαν την Αμερική απ’ άκρη σ’ άκρη.
Από τον Woody Guthrie μέχρι τον Bruce Springsteen και τη Lucinda Williams, από την κλασικότροπη πεζογραφία του Nathaniel Hawthorne μέχρι την μοντερνιστική ποίηση της Emily Dickinson και από τη νότια πρόζα Faulkner και τον γουέστερν κινηματογράφο του John Ford έως την country και το rock ‘n’ roll του Elvis και του Johnny Cash, το "Μυστηριώδες Τρένο" συνιστά ένα ταξίδι στην ενδοχώρα του αμερικανικού φαντασιακού και στη σχέση της Αμερικής με ίδιο της τον εαυτό.
Το blues
Στα τέλη του 1953, το "Mystery Train" ηχογραφήθηκε από μια μπάντα με επικεφαλής τον Herman Parker (Μπόμπο, Μισισίπι 1932 – Μπλου Άιλαντ, Ιλινόι 1971). Ο Herman μεγάλωσε στο Clarksdale του Μισισιπή κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930. Έγινε πιο γνωστός ως "Little Junior" Parker, μολονότι δεν ήταν στ’ αλήθεια μικροκαμωμένος, τουναντίον. Επηρεασμένος από τον μεγάλο αρμονικίστα Sonny Boy Williamson ΙΙ, αφού συνεργάστηκε με την μπάντα του θρυλικού Howlin' Wolf, σχημάτισε το δικό του συγκρότημα, τους Blues Flames, το 1952. Την ίδια χρονιά τους ανακάλυψε ο Ike Turner, που εργαζόταν ως session μουσικός και κυνηγός ταλέντων για την εταιρεία Sun του Sam Phillips, που λίγα χρόνια μετά θα ανακάλυπτε τον Elvis. Στις αρχές του 1953 ο Parker ηχογράφησε στα στούντιο της Sun στο Μέμφις το single "Feelin' Good", ένα δυναμικό rhythm ‘n’ blues με στακάτο ρυθμό, και μερικούς μήνες μετά τη συνέχειά του, το ακόμα πιο υποχθόνιο "Mystery Train".
Οι ηχογραφήσεις πραγματοποιήθηκαν στο Memphis Recording Service του Philips κατά τη διάρκεια του Σεπτεμβρίου και του Οκτωβρίου του 1953. Τα μέλη των Blue Flames εκείνη την εποχή πιστεύεται ότι περιλάμβαναν τους: Floyd Murphy (κιθάρα), William Johnson (πιάνο), Kenneth Banks (μπάσο), John Bawers (τύμπανα), Raymond Hill (σαξόφωνο).
Το "Mystery Train" έχει τις ρίζες του σε ένα παλιό λαϊκό τραγούδι με τίτλο "Worried Man Blues" που ηχογράφησε η Carter Family το 1930. Αυτό το τραγούδι διασκευάστηκε από τον Woody Guthrie το 1944 και από τον Lonnie Donegan, τον πατέρα του βρετανικού skiffle (δηλ. του βρετανικού folk-blues) τη δεκαετία του 1950.
Υπεισέρχονται διαφοροποιήσεις στους στίχους ανάμεσα στο "Worried Man Blues" των Carther Family και στο "Mystery Train". Στο τραγούδι των Carter οι στίχοι λένε στο πρώτο κουπλέ:
«The train arrived sixteen coaches long
The train arrived sixteen coaches long
The girl I love is on that train and gone»
Οι στίχοι του Parker:
«Train I ride sixteen coaches long
Train I ride sixteen coaches long
Well, that long black train carried my baby from home»
Εκεί δηλαδή όπου οι Carter Family τραγουδούσαν απλώς για μια αγαπημένη κοπέλα που έφυγε με το τρένο, ο Little Junior Parker κάνει λόγο για ένα «μακρύ μαύρο τρένο» O όρος "Long Black Train", όπως και το σχεδόν συνώνυμο "Big Black Maria" (που απαθανατίστηκε στο Rain Dogs του Tom Waits), προέρχεται από την αργκό του υπόκοσμου των Αφροαμερικανών. Το δεύτερο υπονοεί την «κλούβα» όπου μποζούριαζαν τους συλληφθέντες, το πρώτο το τρένο που μετέφερε τους κρατούμενους στη φυλακή.
Για την ιστορία, σε ό,τι αφορά τα δύο singles του Little Junior Parker, το μεν "Feelin' Good" έφτασε στο νούμερο πέντε των R&B charts του Billboard, το δε "Mystery Train" δεν κατόρθωσε να ανέβει στους καταλόγους επιτυχιών.
Το 1955 ο Parker εντάχθηκε στην Duke Records και περιόδευσε με τους Bobby Bland και Buddy Ace. Ο Parker και ο Bland ηγήθηκαν του εξαιρετικά επιτυχημένου Blues Consolidated Revue, το οποίο εμφανιζόταν τακτικά στο κύκλωμα της νότιας blues μουσικής. Συνέχισε να έχει μια σειρά από επιτυχίες στα charts της R&B, συμπεριλαμβανομένων των κομψών "Next Time You See Me" (1957), "Driving Wheel" (1961), "Annie Get Your Your Yo-Yo" (1962), "Sweet Home Chicago", "The Things That I Used to Do" (1963) κ.ά.
Η επιτυχία του περιορίστηκε αφότου έφυγε από την Duke το 1966. Ηχογράφησε για διάφορες δισκογραφικές εταιρείες, όπως οι Mercury , Blue Rock, Minit και Capitol . Η τελευταία του επιτυχία στα charts ήρθε το 1971 με το "Drowning on Dry Land".
Ο Parker πέθανε στις 18 Νοεμβρίου 1971, σε ηλικία 39 ετών, κατά τη διάρκεια χειρουργικής επέμβασης για όγκο στον εγκέφαλο. Το 1973, με την έγκριση του Sam Phillips, ο Robbie Robertson των Band έγραψε επιπλέον στίχους για το "Mystery Train" και το συγκρότημα ηχογράφησε αυτήν την εκδοχή του τραγουδιού για το άλμπουμ τους Moondog Matinee. Αυτή την εκδοχή παρουσίασαν ζωντανά οι Band μαζί με τον Paul Butterfield στην "αποχαιρετιστήρια" συναυλία τους The Last Waltz (1976), που απαθανατίστηκε από την κάμερα του Martin Scorsese.
O Elvis
Ο Elvis Presley ηχογράφησε το "Mystery Train" στις 11 Ιουλίου 1955, ένα χρόνο και λίγες μέρες μετά την πρώτη του ηχογράφηση στα Sun Studios του Μέμφις, στην οδό Union Avenue 706.
Η εκτέλεση του "Mystery Train" από τον Elvis κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στις 20 Αυγούστου 1955, ως b’ side του "I Forgot to Remember to Forget". Το 2003, το περιοδικό Rolling Stone το κατέταξε στο νούμερο 77 στη λίστα του με τα 500 καλύτερα τραγούδια όλων των εποχών .
Ο Sam Phillips έκανε και πάλι την παραγωγή της ηχογράφησης. Ο Elvis παίζει συγχρόνως ρυθμική κιθάρα και τον συνοδεύουν ο Scotty Moore στην πρώτη κιθάρα και ο Bill Black στο μπάσο. Το "Mystery Train" ήταν το πιο καθαρόαιμο και τραχύ rockabilly που είχε ερμηνεύσει έως τότε ο Elvis, σημάδι ότι στόχευε για το φανατικό κοινό της country.
Ο Moore χρησιμοποίησε ένα country εναρκτήριο riff με fingerstyle picking, και άντλησε επίσης στοιχεία από προηγούμενα τραγούδια, όπως τα riffs κιθάρας από το "Love My Baby" του Junior Parker, που έπαιξε ο Pat Hare (1953), και το "Sixteen Tons" του Merle Travis (1946).
Ο Sam Phillips αφηγείται: «Εκείνα τα χρόνια δεν έπαιζαν στην καθημερινή ζωή τόσο μεγάλη σημασία τα αεροπλάνα όσο τα τρένα, και όταν πήγαινες και έβαζες κάποιον σε ένα τρένο, ήταν σαν "Ω, Θεέ μου, μπορεί να μην τον ξαναδώ ποτέ". Όταν άκουσα για πρώτη φορά το "Mystery Train" σκέφτηκα ότι ήταν φοβερή ιδέα, όμως στην ηχογράφηση του Little Junior Parker απλώς τα κάναμε θάλασσα και δεν πιάσαμε τον κατάλληλο ρυθμό. Όταν ήρθε ο Elvis, ανακάλυψα ότι το "Mystery Train" ήταν τόσο βαθιά ριζωμένο στο μυαλό του, που όταν άρχισε να το τραγουδάει, ήταν φυσικό γι’ αυτόν σαν την αναπνοή. Στην εκτέλεση του Elvis, στον ρυθμό που έχει το τραγούδι, νοιώθεις σαν να βλέπεις την ίδια τη ζωή να τρέχει μπροστά σου σαν τρένο. Αυτό είναι το συναίσθημα που νιώθεις με το "Mystery Train"».
Εικόνες της Αμερικής σ’ ένα τραγούδι
Η εικονοποιία και οι συμβολισμοί του "Mystery Train" ενέπνευσαν τον οξυδερκέστερο μουσικοκριτικό, η πιο σωστά κοινωνιολόγο της ποπ κουλτούρας, τον Greil Marcus, να γράψει ένα βιβλίο που σήμερα θεωρείται «Ο Μεγάλος Γκάτσμπου της ροκ μουσικοκριτικής»: Mystery Train: Images of America in Rock 'N' Roll Music (πρώτη έκδοση E. P. Dutton 1975, έκτη έκδοση Plume 1995).
Το βιβλίο χωρίζεται σε κεφάλαια που επικεντρώνονται σε δύο «Πρόγονους» («Harmonica» των Frank Floyd και Robert Johnson) και τέσσερις «Κληρονόμους» (The Band, Sly and the Family Stone, Randy Newman και Elvis Presley). Ο Harmonica Frank, ο πιο άγνωστος από αυτούς τους καλλιτέχνες, ήταν ένας λευκός μπλουζίστας, ένα παράξενο μείγμα hocum, βωμολοχίας, ομορφιάς και δύναμης - αλλά όχι με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που έχουμε συνηθίσει στην ποπ μουσική, μάλλον είναι ένα ελαττωματικό πρωτότυπο, ο Elvis που δεν υπήρξε ποτέ. Ο Robert Johnson, φυσικά, είναι ο άπιαστος Φαουστικός ήρωας της αμερικανικής μουσικής, ο οποίος υποτίθεται ότι πούλησε την ψυχή του στον διάβολο για να αποκτήσει τις εξωπραγματικές ικανότητές του στο blues. Άγνωστος κατά τη διάρκεια της ζωής του, η μεταθανάτια κληρονομιά του ήταν εκρηκτική και ατελείωτη.
Το κεφάλαιο για το Band ακολουθεί τις ρίζες της αμερικανικής κουλτούρας μέχρι και την εποχή των πρώτων Προσκυνητών που έφτασαν στον Νέο Κόσμο και υπογραμμίζει τη συμβολή της Americana στη διαμόρφωση της pop εκ μέσου του βασικότερου εκπροσώπου της, του Bob Dylan – που η μελέτη του είναι και το έργο ζωής του Marcus. Το κεφάλαιο για το Sly Stone χρησιμοποιεί την ενοποιητική μεταφορά του θρύλου του μαύρου παράνομου Stagger Lee, που επανέρχεται στη στιχουργική του blues και μέσω αυτής πέρασε και στο rock. Το κεφάλαιο για τον Randy Newman δίνει μια νέα εκτίμηση για τον αινιγματικό τραγουδοποιό και τους απίστευτα σκοτεινούς και σαρκαστικούς στίχους του.
Το τελευταίο κεφάλαιο είναι μακράν το μεγαλύτερο σε διάρκεια: ένας περιπλανώμενος, επικός στοχασμός για τον Elvis με τον ομηρικό τίτλο «Presliad». Εδώ βλέπουμε τον Βασιλιά σε όλο του το μεγαλείο και τη μετριότητα, ένα ταιριαστά παράδοξο είδωλο με όλο το συσσωρευμένο νόημα της αμερικανικής εμπειρίας. Και όπως ακριβώς ο Elvis, μετά από διάφορες φλυαρίες, αστεία, παρακάμψεις και παρεκβάσεις, ο Marcus πραγματικά το φέρνει στο προσκήνιο. Η λέξη «φάντασμα» εμφανίζεται αρκετά συχνά και στο βιβλίο του Greil Marcus με τίτλο The History of Rock 'n' Roll in Ten Songs, όπου περιγράφονται οι παράγοντες που καθορίζουν τη θεμελιώδη γοητεία της μουσικής, τους μύθους και τους συμβολισμούς οποίους η κοινή λογική δεν μπορεί να εξηγήσει.
Ο Marcus επέλεξε να οργανώσει το υλικό του Mystery Train γύρω από μια χούφτα καλλιτεχνών που «μοιράζονται τη μουσική και την καριέρα τους... ένα εύρος και ένα βάθος που φαίνεται να κρυσταλλώνονται φυσικά σε οράματα και εκδοχές της Αμερικής: τα όριά της, τα ανοίγματά της, τις παγίδες της». Αφού έδωσε στο Mystery Train ένα «σκηνικό» με τη μορφή σύντομων δοκιμίων για δύο προγόνους του rock ‘n’ roll, τον Harmonica Frank (την πεμπτουσία του Huckleberry Finn του Marcus) και τον bluesman Robert Johnson (τον καπετάνιο Ahab από το Moby Dick για το σύμπαν του Marcus), συνεχίζει με τους The Band, Sly Stone και Newman, πριν ολοκληρώσει με την κλιμακωτή (και εκτενέστερη) ενότητα του. Σε όλο το βιβλίο, ο Marcus γράφει με ένα δυναμικό ύφος - τεντώνει τα θέματά και το πλαίσιο αναφοράς του είναι τόσο ευρύ που δεν ξεμένει ποτέ από συνδέσεις που αξίζει να κάνει μεταξύ της μουσικής που αγαπά και σχεδόν οτιδήποτε άλλο έχει σημασία στην αμερικανική τέχνη και ζωή.
Ο Marcus εντοπίζει μια αισθητική σύνδεση μεταξύ του αριστουργηματικού άλμπουμ Music from Big Pink των Band και της ταινίας του Robert Altman McCabe and Mrs. Miller∙ εντοπίζει τον θρύλο του Stagger Lee πέρα από τη μουσική των Robert Johnson και Sly Stone, στις ζωές και την πολιτική των Μαύρων Πανθήρων Bobby Seale, Huey Newton και Eldridge Cleaver - και ακόμη πιο βαθιά, στα blaxploitation movies τύπου Superfly της δεκαετίας του '70. Στο κεφάλαιο που ασχολείται με τον Randy Newman ανατρέχει στο L.A. noir του Raymond Chandler, και σε όλο το βιβλίο υπάρχουν εκατοντάδες παραπομπες, από τον Alexis De Tocqueville, τον Perry Miller και τον Scott Fitzgerald, μέχρι επικλήσεις σε χρονικά της εποχής της Μεγάλης Αφύπνισης, και στη λογοτεχνία του Εμφυλίου Πολέμου και της Χρυσής Εποχής της τζαζ.
Ο Marcus ορθά πιστεύει ότι το rock ‘n’ roll δεν αξίζει να κατηγοριοποιείται ως μια παροδική εκδήλωση της «νεανικής» κουλτούρας, όπως δεν αξίζει ο Χάκλμπερι Φιν να θεωρείται μια ιστορία περιπέτειας για δεκάχρονα αγόρια. Για να αποδείξει την άποψή του, αναγκάζει τους μουσικούς που έχει επιλέξει να κουβαλήσουν το βάρος τους, που ισοδυναμεί με μεγάλο μέρος της αμερικανικής ιστορίας, λογοτεχνίας, κοινωνικής σκέψης.
Το Μυστηριώδες Τρένο του Jim Jarmusch
Ο Jim Jarmusch ήταν ανέκαθεν ένας σκηνοθέτης που ενδιαφερόταν για τις πόλεις και τους ανθρώπους -ή ίσως πιο εύστοχα, τους ξένους- που κατοικούν σε αυτούς τους χώρους. Το Down By Law (1986) απεικονίζει μια ερειπωμένη Νέα Ορλεάνη, το Only Lovers Left Alive (2013) ένα ερειπωμένο Ντιτρόιτ, και το Paterson (2016), πήρε τον τίτλο της από το σχετικά γραφικό Πάτερσον του Νιου Τζέρσεϊ.
Το Mystery Train ίσως να αποτελεί το απόγειο του ενδιαφέροντος του Jarmusch για το παρελθόν - τις ανθρώπινες γωνιές της Αμερικής, ολοκληρώνοντας μια σχεδόν τριλογία που ξεκίνησε με το Stranger Than Paradise (1984) και το Down By Law. Το φιλμ έκανε πρεμιέρα στις Κάννες το 1989, σημείωσε μεγάλη επιτυχία και επιβεβαίωσε την υπόσχεση που έδειξε ο Jarmusch όταν το Stranger than Paradise έκανε επίσης πρεμιέρα στο ίδιο φεστιβάλ το 1984.
Χωρίς αμφιβολία, μια από τις σπουδαιότερες ταινίες για το Μέμφις που έχουν γίνει ποτέ, το Mystery Train αποδίδει με σεβασμό τα εύσημα στους μουσικούς θρύλους και τα φαντάσματα που αποκαλούν τη γενέτειρα του rock ‘n’ roll σπίτι τους.
Η ταινία αφηγείται τρεις ιστορίες, οι οποίες συνδέονται φαινομενικά. Οι χαρακτήρες και στις τρεις περιπτώσεις καταλήγουν, λίγο πολύ τυχαία, στο ίδιο ξενοδοχείο. Δεν έχει περισσότερα έπιπλα από ένα ξενοδοχείο σε καρτούν των Looney Tunes. Οι άνθρωποι καταλήγουν, κοιτάζουν γύρω τους και λένε «Δεν υπάρχει τηλεόραση». Μόνο ένα κρεβάτι, μερικές σπασμένες καρέκλες, ένα κομοδίνο και ένα πορτρέτο του Elvis στον τοίχο. Τα δωμάτια είναι τόσο μικρά που είμαι σίγουρος ότι τα μάτια του Elvis δεν μπορούν παρά να ακολουθούν τους ένοικους καθώς περπατούν.
Στην πρώτη βινιέτα της ταινίας, Ιάπωνες τουρίστες περιφέρονται στην πόλη, έχοντας ταξιδέψει από τη Γιοκοχάμα για να δουν τα Sun Studios και την Graceland, σε αναζήτηση του Βασιλιά. Το δεύτερο μέρος, με τον υπότιτλο "A Ghost", βρίσκει μια άλλη ξένη στο Μέμφις (Nicoletta Braschi), να φεύγει από έναν δυσοίωνο άντρα σε ένα εστιατόριο μόνο και μόνο για να καταλήξει να μοιράζεται το κόστος ενός δωματίου ξενοδοχείου με έναν άτυχο φλύαρο. Το τρίτο μέρος, "Lost in Space", είναι μακράν η καλύτερη επίδειξη του ξηρού χιούμορ του Jarmusch, μια κωμωδία λαθών με πρωταγωνιστές τους Joe Strummer, Steve Buscemi και Rick Aviles. Ενώ οι βινιέτες είναι φαινομενικά ξεχωριστές αφηγήσεις, το Hotel Arcade (το οποίο διευθύνεται από έναν υπάλληλο υποδοχής τον οποίο υποδύεται ο ανεπανάληπτος Screamin' Jay Hawkins ), ένα διερχόμενο τρένο, η φωνή του Tom Waits, η απόκοσμη μπαλάντα "Blue Moon" με τη φωνή του Elvis και ένας πυροβολισμός τα συνδέουν όλα.
Οι κινηματογραφόφιλοι που επισκέπτονται σήμερα τη γωνία της South Main Street και της GE Patterson Boulevard θα τη βρουν αγνώριστη από τον άθλιο πρωταγωνιστικό της ρόλο στην ταινία του Jarmusch. Ακόμα και το Hotel Arcade έχει κατεδαφιστεί προ πολλού, και η τοποθεσία του υποδεικνύεται μόνο από μια πλάκα που τιμά το Mystery Train ως τη γέννηση του «σύγχρονου κύματος κινηματογραφικής παραγωγής στο Μέμφις». Αλλά ενώ το Μέμφις μπορεί να είναι λίγο λιγότερο ερειπωμένο από ό,τι ήταν παλιά, η ταινία παραμένει ένας όμορφος φόρος τιμής σε μια από τις λιγότερο λαμπερές αμερικανικές πόλεις.
Η σκιά του Elvis του πέφτει πάνω στους νυχτερινούς δρόμους. Το φάντασμά του εμφανίζεται σε ένα από τα δωμάτια του ξενοδοχείου. Υπάρχουν κάθε λόγος να πιστεύουμε ότι πρόκειται για ένα πραγματικό φάντασμα. Κάνει ό,τι κάνουν τα περισσότερα φαντάσματα: Εκδηλώνει την παρουσία του. Το να τον κάνει ορατό είναι το λιγότερο που μπορεί να κάνει ο Jarmusch. Ο θρύλος του Elvis διαπερνά το Μέμφις και όλους στην ταινία. Πολλοί από τους μαύρους καλλιτέχνες του rhythm ‘n’ blues από τους οποίους έμαθε μουσική, κατάγονταν από το Μέμφις, και κατά μία έννοια εμφανίζονται και αυτοί ως φαντάσματα, καθώς η κάμερα περνάει μπροστά από το κλειστό στούντιο της Stax Records. Δεν υπάρχουν προσκυνητές εκεί. Το μπιλιαρδάδικο της ταινίας βρισκόταν σε μια μαύρη γειτονιά που δεν υπάρχει πια.
Αρκετές φορές στην ταινία, ο Jarmusch δείχνει τρένα να βουίζουν μέσα στην πόλη. Με εξαίρεση αυτά που επιβιβάζονται οι χαρακτήρες, κανένα δεν σταματά. Ένα συγκεκριμένα βρυχάται κοντά πάνω από μια σκηνή μεγάλης απελπισίας. Αλλά η ταινία δεν αγκαλιάζει τη δυστυχία. Είναι περισσότερο μια υπενθύμιση του πώς το προσωπικό στυλ των χαρακτήρων τους βοηθά να αντιμετωπίσουν τη ζωή, ή όχι. Η Jue, η Louisa, ο Johnny και ο Will Robinson θα συνεχίσουν. Ο υπάλληλος υποδοχής και ο γκρουμ θα επιβιώσουν και θα είναι ακόμα στο λόμπι, περιμένοντας το επόμενο Μυστηριώδες Τρένο.