Φαντάζει δύσκολο το εγχείρημα να διαχειριστείς ένα αφιέρωμα για τον Νικόλα Άσιμο, χωρίς να γράψεις λίγα ή χωρίς να φλυαρήσεις με χιλιοειπωμένες κοινοτοπίες. Ειδικά όταν στα αυτιά σου βουίζουν τα λόγια της δικής του αντίληψης για τους δεκάδες ετεροπροσδιορισμούς του, νομίζεις ότι σου κάνει πλάκα, σοβαρολογώντας βαθιά, όπως συνήθιζε μέσα από τις αυτοσχέδιες παραστάσεις του δρόμου και τα τραγούδια του. Έτσι, σε κάθε παράγραφο, τον φαντάζομαι να έρχεται με τον χειροποίητο μανδύα του και με το μαύρο σάλι ριγμένο στους ώμους, να σκύβει κρατώντας με το ένα του χέρι τα μαλλιά του πίσω από τ' αυτί του, και να μου λέει με βαθιά βραχνή φωνή και θεατρική αυστηρότητα:
– «Άκου μικρέ για να τους πεις: «Κάποτε θα με διαβάσεις ίσως, θ’ ακούσεις τα τραγούδια μου, θα με κατανοήσεις. Αλλά δε θα 'μαι πια εγώ. Θα 'ναι αυτή η μάσκα που φορούν στους πεθαμένους. Όσους τους χρησιμοποιούν μετά τον θάνατό τους, όταν οι ίδιοι δεν υπάρχουν. Όσο υπήρχα με φοβόσουν. Όσο υπήρχα δε με άντεχες. Δεν είχες καν τη δύναμη να μείνεις ένα δευτερόλεπτο κοντά, άμα σου το ζητούσα. Θα προτιμούσα να μη με διάβαζες ποτέ. Είναι καλύτερο ν’ αγοράσεις ή να κλέψεις ένα μπλουζάκι με τη φάτσα μου επάνω τυπωμένη. Κι ας σου φαίνεται γελοίο. Κι ας μου φαίνονταν γελοία».*
Περίεργος άνθρωπος τούτος. Αλλοπρόσαλλος... Μου λέει αυτά τα λόγια και μετά κάνει τρία βήματα κι αρχίζει να χορεύει ζεϊμπέκικο, τραγουδώντας το “δωμάτιο στο Άμστερνταμ”! Άντε βγάλε άκρη...
Προσπαθώ να συγκεντρωθώ στα βιογραφικά του στοιχεία και συνεχίζω να γράφω σε αυτό το μηχάνημα που του φαίνεται περίεργο. Με πλησιάζει κι αρχίζει πάλι μια από τα ίδια... Δεν μπορώ να συνεννοηθώ, ούτε φυσικά να συγκεντρωθώ.
Μετά από πολλές επαναλήψεις του ίδιου σκηνικού απηύδησα. «Κοίτα, του λέω, τα σβήνω όλα»... Επιλέγω με το ποντίκι όλο το κείμενο και πατάω delete. Κάνει μια θεατρική κίνηση βαθιάς έκπληξης, με κοιτάει, και βάζουμε κι οι δύο τα γέλια!
Εντάξει, νομίζω ότι μετά από τόσα και τόσα αφιερώματα που έχουν γραφτεί όλα αυτά τα χρόνια, αξίζει μια φορά, στα γενέθλιά του, να τον αφήσουμε να μιλήσει ο ίδιος για τον εαυτό του. Κάτι παραπάνω θα ξέρει...
«Ονομάζομαι Νικόλας Άσιμος»
«Ονομάζομαι Νικόλας Άσιμος. Ουχί Νίκος ουδέ Νικόλαος. Νικόλας και το “Άσιμος” με γιώτα. Ουχί Ασίμος, ουδεμίαν σχέσιν έχω με τον Ισαάκ Ασίμωφ. Τώρα θα μου πεις, γιατί το “Άσιμος” με γιώτα. Γιατί, όταν λέμε “ο τάδε είναι άσημος τραγουδιστής”, η λέξη “άσημος” παίζει το ρόλο επιθετικού προσδιορισμού στη λέξη “τραγουδιστής” και γράφεται με ήτα. Ενώ το “Άσιμος” είναι όνομα ή καλύτερα επώνυμο και ουχί επιθετικός προσδιορισμός του εαυτού μου».
Γνέφω καταφατικά, με έναν μορφασμό, που ήθελα να του δείξει ότι το πρόβλημά μου δεν είναι η ορθογραφία του ονόματός του. Με κοιτάει και χαμογελάει με κατανόηση.
– «Νόμιζα πως μ' έπιασε ό,τι χειρότερο απεχθάνομαι. Ζήλια και κτητικότητα», απολογείται. «Αλλά δεν ήταν αυτό. Ήθελα απλά να πεισθώ ότι μπορείς να ξεπεράσεις τα όριά σου. Έγινα απαίσιος, απαίσιος, πιο απαίσιος απ' ότι ήσουν κάποτε εσύ. Ήθελα να σε κάνω να ξεκολλήσεις. Ή να με σιχαθείς και να τελειώνει. Αυτό το σπίτι με πειράζει. Κι ότι περιέχει. Πρέπει να σούριξα πολύ – πολύ ξύλο και άντεξες. Πρέπει να ήμουν αδύναμος, αδύναμος και με δέχθηκες. Πρέπει να είχα αποκοπεί κι ακολούθησες. Βρήκα τη δύναμη να δώσω τέλος και μου μίλησες. Πως, δεν υπάρχει τέλος, Τέλος κι Αρχή τ' αυτό...».
Κάνει μια παύση, με κοιτάει βαθιά στα μάτια με ερευνητικό ύφος, σαν να ψάχνει ένα σημάδι επιβεβαίωσης και συνεχίζει:
– «Εσύ δεν έχεις κόψει. Δεν τα αλλάζεις τα πράγματα. Είσαι μέσα σ' αυτά. Γίνεσαι ένα μ' αυτά. Αλλά σε ξέρω καλά. Είσαι πολύ μακριά από όλα τούτα. Πρέπει να χρειάστηκες πολύ δύναμη για να το κάνεις και ίσως περισσότερη από μένα. Μπορείς κι αντέχεις. Εσύ διάλεξες έτσι. Διάλεξες να σκίζεσαι. Σπας τον εαυτό σου χίλια κομμάτια. Δεν τα αλλάζεις τα πράμματα, αφήνεσε να σε αλλάξουν. Εσύ που είδες άλλο πράμα διαφορετικό. Και δε σε καταπίνουν. Γιατί περπάτησες κι εσύ στο κομμένο το σκοινί επάνω. Παίζεις τη ψυχή σου στο δικό σου τριπ. Ίσως να την παίζεις από μένανε διαφορετικά. Αλλά πάντως την παίζεις...».
Τα 'χω χάσει. Δεν ξέρω αν μιλάει για μένα, αν μιλάει για σένα, αν μιλάει για όλους μας. Πάντως σε λίγες λέξεις μας περιέγραψε ακριβώς.
Αμέσως αλλάζει ύφος, σηκώνεται όρθιος και με επίσημο τόνο αρχίζει μια σουεαλιστική περιγραφή, που αδυνατώ να καταλάβω αν αφορά στο χθες ή στο σήμερα:
– «Προχθές έδρασαν οι “προβοκάτορες”. Το Προεδρείον – Αρχηγείον κυρήσσει γενική επιστράτευση. Εμπρός! Ως εις όλοι αγωνισθώμεν υπέρ;;; Χούντες, φούντες και τσαρούχια. Ο κύριος Γενικός μαζεύει υπογραφές, η κυρία Προέδρου επισκέπτεται το μόδιστρο. Ο φαλακρός γόης διατηρεί επαφάς με το σκύλο της ΓΣΑ. Ο σκύλος επισκέπτεται την Αδαμαντία Βενάρδου.
Ο κέρβερος περιμένει με ένα ψαλίδι. Το ψαλίδι γίνεται σανίδι για αυτούς που πάλεψαν υπέρ των εντοπίων. Τι είναι αυτό που το λένε αγάπη – τι είναι αυτό που το λένε ομπρέλα - τι είναι αυτό που το λένε μπρελόκ. Ο αστυνομικός διευθυντής μοιάζει με μπουλντόκ. Η ομπρέλα γίνεται αλεξίπτωτο, ο κιμάς προελεύσεως Ροδεσίας. Ο παπάς κάνει ισορροπία στον ιστό της αράχνης. Ο Δράκος του καράτε κόβει τα περισσότερα εισιτήρια. Η κυρία Κλεονίκη διαβάζει εφημερίδα. Πόλεμος σ' όλα τα μέτωπα. Η εφημερίδα κατάσχεται. Η κυρία Κλεονίκη άδειασε το σούπερ μάρκετ. Ο απόγονος του Λωτ αποκτά Νόμπελ ειρήνης.
Τι είναι αυτό που κάνει νιάου – νιάου στα κεραμίδια».
Σίγουρα είναι μουρλός... Όμως αυτός ο “τρελός” φαίνεται να έχει βαθιά γνώση για το τι συμβαίνει μέσα μας και γύρω μας.
Με μια κιθάρα στους δρόμους της Αθήνας
Ο Νικόλας, γεννημένος ως Νικόλαος Ασημόπουλος στη Θεσσαλονίκη στις 20 Αυγούστου 1949, μεγάλωσε στην Κοζάνη. Στα εφηβικά του χρόνια γνώρισε τα ποιήματα του Γεωργίου Σουρή και άρχισε να διασκεδάζει τους συμμαθητές του, σκαρώνοντας σατιρικούς στίχους πάνω σε ξένες μελωδίες της εποχής. Φαινόταν από τότε περίεργος.
Το 1967 εισήχθη στο Τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης, όπου ασχολήθηκε με το φοιτητικό θέατρο. Τον Μάιο του 1973 εγκατέλειψε τις σπουδές του και μετακόμισε στην Αθήνα, χωρίς καβάτζα καμιά, έχοντας για συντροφιά την κιθάρα του, στην οποία ήταν αυτοδίδακτος.
Στην πρωτεύουσα γνώρισε καλλιτέχνες όπως ο Γιάννης Ζουγανέλης, η Χαρούλα Αλεξίου, ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο Θάνος Μικρούτσικος, η Σωτηρία Λεονάρδου και ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Στις μπουάτ της Πλάκας παρουσίαζε προγράμματα που συνδύαζαν μουσική, κείμενα, σκετς και ντοκουμέντα ενάντια στο κατεστημένο, συνεργαζόμενος με πολλούς καλλιτέχνες, ανάμεσά τους ο Πάνος Τζαβέλας, ο Σάκης Μπουλάς, o Γιάννης Ζουγανέλης, η Μαριάννα Τόλη και το ντουέτο Λήδα–Σπύρος.
«Ελάτε μαζί μας μια βόλτα»
Παράλληλα, διοργάνωνε αυτοσχέδιες παραστάσεις δρόμου («Κροκ» τη δεκαετία του 1970 και «Βόλτα» το 1980).«Ελάτε μαζί μας μια βόλτα - Θα σας ανοίξουμε τα μάτια» », έγραφε το πλακάτ που κρατούσε ο Ασιμος στα Εξάρχεια, κατεβαίνοντας προς την πλατεία για να ξεκινήσει τις παραστάσεις του. Συχνά διέκοπτε την κυκλοφορία και μάζευε γύρω του πλήθος κόσμου που παρακολουθούσε τα δρώμενά του. Ήταν πρωτοπόρος του θεάτρου του δρόμου, με την τέχνη να μη διαχωρίζεται από τη ζωή του.
Ο ίδιος ο τρόπος ζωής του υποστήριζε τα όσα εξέφραζε με την τέχνη του. Στην πραγματικότητα, η ζωή του ήταν ένα δομημένο καλλιτεχνικό έργο από την αρχή μέχρι το τέλος...
Σπούδασε σε διάφορες δραματικές σχολές της Αθήνας ενώ έκανε περάσματα και από κάποιες ταινίες της εποχής.
Το 1975 κυκλοφόρησε τον πρώτο του δίσκο 45 στροφών με τα τραγούδια "Ο Μηχανισμός" και "Ο Ρωμιός", που λογοκρίθηκαν από τη δημόσια ραδιοτηλεόραση. Ξεκίνησε τότε να παράγει και να διακινεί ο ίδιος «παράνομες» κασέτες, που πουλούσε σε διάφορα σημεία της Αθήνας, καθώς και από το ημιυπόγειο της οδού Αραχώβης 41, την περίφημη «υπόγα» του. Από το 1978 έως το 1987 κυκλοφόρησε οκτώ τέτοιες κασέτες.
Η αντισυμβατική του προσωπικότητα τον έκανε γνωστό στα Εξάρχεια ως «Άγιο», «Ποιητή» ή «Τρελό» της περιοχής. Το 1976 απέκτησε μια κόρη, τη Λίλιαν, την οποία μεγάλωσε μόνος του, μέχρι τα δώδεκα της χρόνια, όταν έδωσε τέλος στη ζωή του. Την έπαιρνε μαζί του παντού και ήταν το αγαπημένο παιδί των Εξαρχείων.
Το "Παπάκι" που ερμήνευσε η Χαρούλα Αλεξίου, ο Νικόλας το έγραψε ως νανούρισμα για την κόρη του. Ο Λάμπρος Παπαευθυμίου θυμάται από την ηχογράφηση του τραγουδιού: «Άσιμος και Αλεξίου έκαναν πρόβα στο στούντιο οι δυο τους, υπό τις “οδηγίες” του ενορχηστρωτή του πρώτου, Θανάση Μπίκου. Ο ηχολήπτης Γιάννης Παπαϊωάννου ηχογραφούσε, καθ’ υπόδειξη του Ηλία Μπενέτου, διευθυντή της ΜΙΝΩΣ. Στο μέσον της πρόβας ο Άσιμος σηκώθηκε, άνοιξε την πόρτα του στούντιο και μπήκε μέσα. Προσπάθησε να συνδέσει και να φορέσει ένα ζευγάρι ακουστικά, απέτυχε πλήρως, οπότε αρκέστηκε στο να περιφέρεται γύρω από την Αλεξίου. Ο ήχος όμως που έφτανε στα αυτιά της ερμηνεύτριας είχε μια διαφορά από αυτόν που άκουγε ο Άσιμος, έτσι μόλις άκουσε την κιθάρα του Μπίκου ξεκίνησε να τραγουδά μαζί της, στο δικό του όμως τέμπο, χωρίς καν να πλησιάζει το μικρόφωνο. Όπως ανέφερε και σε μια συνέντευξη του ο Μπενέτος: Φαντάσου την Αλεξίου να απέχει από το μικρόφωνο 20 – 30 εκατοστά, να μεσολαβεί το σώμα της και ακόμη πιο πίσω, ή στο πλάι της, τον Άσιμο. Στο δεύτερο μέρος του τραγουδιού η φωνή του αλλού υπάρχει και αλλού δεν υπάρχει. Αυτό κρατήθηκε στο δίσκο».
O Γιώργος Αλλαμάνης στο βιβλίο του για τον Άσιμο "Δίχως καβάτζα καμιά – Βίος και Πολιτεία του Νικόλα Άσιμου" γράφει: «Πράγματι, ενώ το Παπάκι διαρκεί 3 λεπτά και 13 δευτερόλεπτα, ο Άσιμος αρχίζει να τραγουδάει μόλις 1 λεπτό και 17 δευτερόλεπτα πριν από το τέλος. Μετά ο Θανάσης Μπίκος πρόσθεσε σε κάποια από αυτές τις ηχογραφημένες πρόβες μόνο μια δεύτερη κιθάρα. Το αποτέλεσμα ήταν ένα διαμάντι από κοφτερά συναισθήματα αγάπης και θανάτου, δουλεμένο με λέξεις απλές».
Οι φυλακίσεις και τα ψυχιατρεία
Το 1977 φυλακίστηκε για δύο μήνες, κατηγορούμενος μαζί με άλλους 5 εκδότες πολιτικών εντύπων για ηθική αυτουργία σε ταραχές, αν και ο ίδιος τόνιζε ότι δεν ανήκε σε καμία ιδεολογία. «Είμαι ένας άνθρωπος ο οποίος δεν έχει καμιά ιδεολογία και καμιά προσκόλληση πουθενά. Αυτοί μου βάζουνε ταμπέλες. Άλλοι με λέγανε αναρχικό, τρομοκράτη… δεν ξέρω εγώ τι άλλο. Εγώ δε δήλωσα ποτέ τέτοιο πράμα, “βλάκας” δήλωσα».
Ενάντια σε κάθε εξουσία, δεν στηλίτευε μόνο τις κρατικές δομές, την ίδια τη φύση του καπιταλισμού χωρίς αστερίσκους αλλά και τις εξουσιαστικές στρεβλώσεις που δημιουργούσε η επαναστατική φρασεολογία της εποχής. “Η επανάσταση αποδείχθηκε ένα όνειρο, μια βολεμένη ευφυής δικαιολογία, διατηρούμε την εσώτερη τη βρώμα μας, με επαναστατική φρασεολογία”, έγραφε στο τραγούδι του “της επανάστασης”.
Το 1981 εξέδωσε μόνος του το βιβλίο "Αναζητώντας Κροκανθρώπους" και το 1982 τον πρώτο του μεγάλο δίσκο "Ο Ξαναπές", με τη συμμετοχή του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, της Χαρούλας Αλεξίου και της Αθηναϊκής Κομπανίας.
Το 1987 ο Παπακωνσταντίνου τραγούδησε πέντε δικά του κομμάτια στον δίσκο Χαιρετίσματα. Τα "Ο σάλιαγκας κι ο μάλιαγκας", "Αγαπάω κι αδιαφορώ", "Θα ‘ρθω να σε βρω", "Θα νικήσουμε (Venceremos)" και "Καταρρέω". Αντιρρησίας συνείδησης, απέφυγε τη στράτευση το 1978 δηλώνοντας ψυχική πάθηση, όμως από το 1981 ξεκίνησαν πραγματικά προβλήματα ψυχικής υγείας, που οδήγησαν σε νοσηλείες.
Παράλληλα, οι εμπλοκές με τα όργανα της τάξεως ήταν συχνές, καθώς τον είχαν στοχοποιήσει και τον έσερναν στα τμήματα με φτιαχτές κατηγορίες και αφορμές.
«Είσαι θύμα του νόμου και της τάξης, δεν ξέρεις καν τον λόγο για να με υποτάξεις», έγραφε στο τραγούδι του "'Eγώ με τις ιδέες μου". Το 1987 προφυλακίστηκε στον Κορυδαλλό κατηγορούμενος για βιασμό —κατηγορία που δεν αποδείχθηκε ποτέ— και στη συνέχεια εισήχθη με τη βία σε ιδιωτική ψυχιατρική κλινική. Ο ψυχίατρος και ποιητής Σωτήρης Παστάκας, ήταν τότε ειδικευόμενος γιατρός στο Δαφνί. Θυμάται τον Ασιμο πάνω στα δένδρα να παίζει κιθάρα, ήταν βασιλιάς εκεί. Έπειτα, όμως, μεταφέρθηκε στην Κηφισιά, σε ένα χώρο χωρίς αυλές, όπου του έδιναν πολλά φάρμακα. Όταν βγήκε, ήταν ράκος. Δεν μπορούσε καν να πιάσει την κιθάρα του και να παίξει.
«Δεν με χωράει ο τόπος, ρε παιδιά...»
Στις 17 Μαρτίου του 1988, έπειτα από δύο αποτυχημένες απόπειρες αυτοκτονίας, βρέθηκε κρεμασμένος από σωλήνα ύδρευσης στο «Χώρο Προετοιμασίας», όπως αποκαλούσε το τελευταίο μαγαζόσπιτό του στην οδό Καλλιδρομίου 55, στα Εξάρχεια. Ήταν 39 ετών.
Δίπλα στη σορό του βρέθηκε ένα σύντομο σημείωμα: «Eίχα προβλήματα, με τα νοσοκομεία δεν μπόρεσα να τα ξεπεράσω για να δουλέψω όπως πρώτα. Δεν έχω παράπονα από κανέναν». Τα έξοδα της κηδείας του στη Νέα Σμύρνη ανάλαβε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ο οποίος φρόντισε αργότερα να τοποθετηθεί και μία μαρμάρινη επιτύμβια στήλη με τους στίχους του «Μπαγάσα».
Μετά τον θάνατό του, κυκλοφόρησαν δύο ακόμη δίσκοι του: "Το φανάρι του Διογένη" με τη συμμετοχή της Σωτηρίας Λεονάρδου και το "Γιουσουρούμ – Στο Φαλιμέντο του Kόσμου", με τη συμμετοχή του Βασίλη Παπακωνσταντίνου.
Τις τελευταίες μέρες του ο Νικόλας τις βίωνε ως αβάσταχτες. Οι αρχές βρήκαν την ευκαιρία να τον τσακίσουν σε όλα τα επίπεδα.
Όμως, τελικά, πολλά είπαμε... Ας τον αφήσουμε να μιλήσει πάλι μόνος του, μέσω ενός γράμματος που έστειλε στις εφημερίδες της εποχής, λίγες μέρες πριν το φευγιό του, χωρίς να τύχει όμως ανάλογης δημοσίευσης:
«Έκανα ακόμη κι αυτούς που με χτύπησαν να γελάνε»
Μήνυμα προς όλους, για όλα
Μία είναι η βόλτα, μόνο μία, αυτή θα μας λευτερώσει.
Δε σταματάει αυτή η βόλτα, ούτε ποτέ της έχει αρχίσει.
Magic Theater fur fur.
Το μεγαλύτερο θέατρο στην ιστορία που καταργεί την ιστορία.
Εγώ που το έχω ξεκινήσει, έχω αναλάβει την ευθύνη.
Με ξέρουν όλοι οι σοφοί του κόσμου, κι όλοι οι καλλιτέχνες του πλανήτη. Στην αρχή υπήρξα μονάχος μου, τώρα υπάρχουν κι άλλοι πολλοί που μπήκανε στο θέατρό μας.
Ανθρώπους ψάχνουμε, όχι ιδεολογίες.
Ανθρώπους να’ χουν θάρρος, αγάπη, καλοσύνη.
Ανθρώπους που δεν είναι ψεύτες, ρηχοί και βολεμένοι, και ξέρουν να δίνουνε, όχι να ρουφάν και να εκμεταλλεύονται τους γύρω.
Ανθρώπους έστω με καρδιά.
Ας είναι δικηγόροι, παπάδες κι αστυνόμοι.
Ας είναι και χαφιέδες, κομμουνιστές, αναρχικοί, αρκεί να έχουν τόλμη να κρατήσουν ένα λόγο και να πούνε την αλήθεια.
Αν δε καταλαβαίνετε το θέατρό μας και μας κοροϊδεύετε ακόμα, δε φταίμε εμείς. Εμείς έχουμε τη γνώση. Αυτή που δεν έχουν όλοι μαζί οι κυβερνήτες, οι δικαστές και οι γιατροί.
Σας κολλάμε στον τοίχο μ’ ένα σελοτέιπ.
Είμαστε καθαροί γι’ αυτό ζούμε μέσα στις υπόγες και χαρίζουμε. Δίνουμε παραστάσεις στην πλατεία και χαίρονται τα παιδάκια και δεν έχουμε λεφτά. Είμαστε αυτόδουλοι της καλοσύνης, ξέρουμε να δημιουργούμε και όχι να καταστρέφουμε. Ξενυχτάμε μέρα νύχτα και φτιάχνουμε μονάχοι τα όργανά μας.
Οι άλλοι σπάνε λάμπες και μπουκάλια, εμείς τα καθαρίζουμε με σκούπες.
Οι σκουπιδιάρηδες είναι μαζί μας και όλοι άνθρωποι του πλανήτη.
Ρωτήστε στην περιοχή των Εξαρχείων που μας ξέρει. Μας αγαπάνε όλοι. Ρωτήστε αν χρωστάμε τίποτα και σε κανέναν. Σε άλλους έχουμε δώσει παραπάνω.
Μπακάληδες, ψιλικατζήδες, περιπτεράδες, ταβερνιάρηδες μας εκτιμάνε. Χαρίζουμε το γέλιο, αγάπη και ευτυχία. Κάναμε τους γέρους να αισθάνονται παιδιά. Τα πρεζόνια να κόψουνε την άσπρη και να γελάνε.
Εγώ που το ‘χω ξεκινήσει δεν έδειρα ποτέ και πουθενά κανέναν.
Με έχουν περάσει απ όλα τα μπουντρούμια και το κορμί μου είναι γεμάτο πληγές. Τα όπλα μου είναι πιστολάκια και νταούλια απ’ αυτά που παίζουν τα παιδάκια, παίζει κι η μικρή μου κόρη.
Όταν όλοι εσείς κολλάτε αφίσες και γεμίζετε σκουπίδια την Αθήνα, εγώ σας πολεμάω με μια ζωγραφιά στο τοίχο του σπιτιού μου. Εκεί που ήταν βόθρος και μπάζα και ουρλιάζανε τα κομπρεσέρ. Εκεί μένω τώρα, τρία χρόνια μαζί με τη μικρή μου κόρη, φιλοξενώντας κι άλλους που δεν είχανε να φάνε ή που να κοιμηθούνε.
Και δε φοβάμαι να δώσω τη διεύθυνσή μου, την ξέρουν όλοι: ΑΡΑΧΩΒΗΣ 41, ΕΞΑΡΧΕΙΑ. Τώρα είμαι υποχρεωμένος να έχω παράπονα, να καταγγείλω κάτι προς όλους και για όλα.
Έμαθα πως συνεχίζονται οι διώξεις εναντίον μου. Πως βάλανε εισαγγελέα για να με βάλουνε ξανά στο ψυχιατρείο και να μου κάνουν ίσως και λοβοτομή. Είμαι υποχρεωμένος να με σώσω, καταγγέλλω λοιπόν δημόσια.
Στις 6 Οκτωβρίου με πιάσανε έξω απ’ τον δρόμο του σπιτιού μου να παίζω θέατρο του δρόμου. Με σύρανε με τη μία στο αστυνομικό τμήμα, με δέσανε με χειροπέδες, μου σπάσαν τα πλευρά μου, με πήγαν στο Αιγινίτειο ψυχιατρείο, με είχανε δεμένο.
Εγώ τους έλεγα αλήθειες που δεν τις λένε τα βιβλία κι αυτοί με βγάλανε τρελό. Έκανα ακόμη κι αυτούς που με χτύπησαν να γελάνε. Αντί να τηρήσουν ένα λόγο ότι πια δε θα μ’ αγγίξουν, με σύρανε δεμένο στο Δαφνί.
Στο χειρότερο μπουντρούμι με ξάπλωσαν, με ξαναχτύπησαν και μου κάνανε ενέσεις απ’ αυτές που σκοτώνουνε βουβάλια, παρ’ όλο που πάλι μου δώσανε λόγο ότι δε θα μ’ αγγίξουν και με πάτησαν στο χαλάκι και με βάλανε με τις χειρότερες ρουφήχτρες. Τους αρρώστους που προσπάθησαν να μου πάρουν το ρολόι και ότι άλλο είχα πάνω μου, ακόμη και το τελευταίο μου τσιγάρο.
Όλοι οι γιατροί του κόσμου δε τήρησαν ένα λόγο. Αλλά εγώ κατάφερα και βγήκα και είμαι ζωντανός. Σε λιγότερο από δυο μέρες κι απ’ το χειρότερο μπουντρούμι. Ας έρθουν οι ψυχίατροι μια βόλτα μαζί μου και θα τους δείξω.
Γιατί εγώ δεν είμαι τρελός. Ξέρω να θεραπεύω τους πάντες και τα πάντα, μ’ ένα τραγούδι, με μια καραμούζα, με ένα κουτί σπίρτα και με αγάπη.
Ευχαριστώ την Κατερίνα Γώγου που παράτησε το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και ήρθε. Ιδίως τον Διονύση τον Σαββόπουλο καθώς και τον φίλο μου ψυχίατρο, τον Δημήτρη Μαντούβαλο.
Πήγα χθες μονάχος στο αστυνομικό τμήμα, ρώτησα αν κατά λάθος άγγιξα κανέναν, μου είπαν όλοι όχι.
Τους ζήτησα να μου δώσουν πίσω ένα μενταγιόν και μια καρφίτσα ανεκτίμητης αξίας (μου είναι χαρισμένα). Κάνανε ότι δε ξέρουνε και ούτε το σπασμένο χέρι μου δε τόλμησαν να μου σφίξουν. Ας μου τα δώσουν όλα πίσω και τους συγχωρώ όλους.
Αρκεί να σταματήσουν αμέσως τις ψεύτικες διώξεις. Αλλιώς θα εμφανιστώ μονάχος και θα σας προκαλέσω να με εκτελέσετε δημόσια σε μια πλατεία. Το προτιμάω, παρά το ψέμα, σταυρό ή κρεμάλα.
Τώρα εγώ βρίσκομαι αποσυρμένος στο προσωπικό μου νησάκι όπου κανείς δε μπορεί να πλησιάσει. Εδώ βλέπω και τη νύχτα και χρειάζεται να ξεκουραστώ και να θεραπεύσω και το πληγωμένο μου κορμί. Ταχυδρομώ αυτό το γράμμα στον πληρεξούσιό μου δικηγόρο, προς όλους και για όλα. Ακόμη και στους ψυχιάτρους και τον τυχόντα εισαγγελέα. Βοηθήστε με να επανέλθω στο κόσμο και να παίξω τη μουσική που δεν έπαιξα ακόμη. Κι ας μου σπάσανε τις κιθάρες και τα μηχανήματά μου. Δε ζητάω αποζημίωση, ένα μονάχα συγνώμη, εγώ ζήτησα χιλιάδες. Καλώ τους φίλους δημοσιογράφους που με ξέρουν όλοι. Τώρα που κινδυνεύω να δημοσιεύσουν το γράμμα, όλο, χωρίς περικοπές. Τόσες συναυλίες έχω δώσει και δε γράφτηκε γραμμή.
Κάντε το τώρα και σας συγχωράω. Πολεμήστε για την αλήθεια, είναι αυτό που έχετε ξεχάσει.
Το μήνυμα της βόλτας είναι για όλους και για όλα.
Για όσους δε καταλαβαίνουν και με θεώρησαν τρελό, ας κάνουν το κόπο να μελετήσουν βιβλία.
Όπως το “1984” του Όργουελ, “τον λύκο της στέπας” του Έρμαν Έσσε, τις “ιστορίες δύναμης” του Δόν Χουάν, τον Ευριπίδη, τον Αισχύλο, τον Αριστοφάνη, την Αρχαία Ελληνική Μυθολογία για τον Διόνυσο, τον Πάνα, τον Ιάσονα και άλλους. Τη “δολοφονία του Χριστού” του Βιλχεμ Ράιχ, την Αποκάλυψη του Ιωάννη, τον Διογένη με το φανάρι, τη κατσαρίδα που έμαθε να πετάει. Ή ας διαβάσουν το βιβλίο μου “Αναζητώντας Κροκάνθρωπους” και πολλά άλλα, Ζεν και Γιόγκα, ακόμη και τον Αϊνστάην.
Εγώ τα κάνω πράξη κάθε μέρα και στον δρόμο. Ενεργοποιηθείτε και θα σας αθωώσω. Αλλιώς ο άγγελος του κόσμου το είπε και θα το κάνει. Θα φύγει και θα σας αφήσει να περπατάτε μπουσουλώντας ή θα σας κολλήσω τη χειρότερη βρισιά που λέω.
ΕΙΣΤΕ ΜΠΟΥΜΠΟΥΝΕΣ.
Καλώ και τον Μίνω Βολανάκη να έρθει και να μας σφίξει το χέρι. Εμείς κάνουμε συμβάντα και χάπενινγκ και όχι όπως αυτός στα Βραχιά.
Ευχαριστώ μετά τιμής
Και όλο το magic theater fur fur
Υ.Γ. Ξεκουνηθείτε όμως αμέσως!
Ή αλλιώς πάτε μια βόλτα μέχρι το Πολυτεχνείο που εκεί είναι εκείνο το κεφάλι που προσκυνάτε όλοι.
Κάντε τον κόπο και σκύψτε να διαβάσετε:
“Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία”
Κάτω δεξιά είναι γραμμένο. Του Ανδρέα Κάλβου είναι.
Ή πάτε μια βόλτα μέχρι τον τάφο του Νίκου Καντζατζάκη, κάτι γράφει:
”Δεν έχω τίποτα να χάσω. Είμαι ελεύθερος”
Ναι αυτός είμαι. Είμαι τα πάντα και τίποτα δεν είμαι.
ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ”
Νικόλας Άσιμος”
* Τα αποσπάσματα με τα οποία “μιλάει” ο Νικόλας Άσιμος, έχουν παρθεί από το βιβλίο του "Αναζητώντας Κροκανθρώπους".