Κάποιοι δίσκοι σε καταβροχθίζουν πολύ αργά, βασανιστικά και τελετουργικά, σαν την καλοκαιρινή πρωινή δροσιά που εισχωρεί από τα ανοιχτά παράθυρα του σπιτιού σου. Δεν έρχεται βίαια, ξέρεις ότι θα έρθει πριν καν χαράξει, και μόλις φέξει ο ήλιος θα σε πάρει από το χέρι, με μια ανεπαίσθητη ψύχρα, και θα σε οδηγήσει σε ονειρικά μονοπάτια που δεν ήξερες ότι υπήρχαν μέσα σου. Στην αρχή μοιάζει με ψίθυρο από κάποιο όνειρο, ένα απαλό άγγιγμα στον αυχένα. Μα όσο παραδίνεσαι, η δροσιά γίνεται πυκνή, γεμίζει τους τοίχους, τους καθρέφτες, τα βλέφαρά σου. Και παραδίνεσαι…
Το New Radiations, το δέκατο άλμπουμ της Marissa Nadler, είναι μια τέτοια εμπειρία. Μια βόλτα σε πρωινά (και σε σκοτεινά ηχοτοπία), που άλλοτε ανασαίνουν σαν φαντάσματα και κουβαλούν τον απόηχο ενός κόσμου κουρασμένου αλλά ανήσυχου για λύτρωση και άλλοτε κυλούν σαν μπαλάντες για θολή πρωινή ονειροπόληση.
Τα έντεκα κομμάτια του άλμπουμ κινούνται σαν κινηματογραφική παραίσθηση: άλλοτε λουσμένα σε folk υφές, άλλοτε βυθισμένα σε αποπροσανατολιστικές, σχεδόν ανησυχητικές ατμόσφαιρες. Η φωνή της Nadler, αλλού βαριά από μελαγχολία, σαν να κουβαλά τη σκόνη του χρόνου καθοδηγεί τον ακροατή μέσα σε μια σιωπηλή απόγνωση, και αλλού, με εκείνη την εύθραυστη υπόσχεση ανανέωσης, μοιάζει να ξεγλιστρά από αυτή. Η αίσθηση είναι σαν να ξυπνάς από την πρωινή δροσιά γιατί κρύωσες, και θυμάσαι ένα μισό όνειρο, σπασμένο σε θραύσματα, κάπου ανάμεσα στην εγρήγορση και τον ύπνο.
Η Nadler, εδώ και δύο δεκαετίες, χτίζει υπομονετικά το ιδίωμα της dream-folk. Από τα πρώιμα Ballads of Living and Dying (2004) και The Saga of Mayflower May (2005) μέχρι τα July (2014) και The Path of the Clouds (2021), το έργο της παραμένει συνεπές σε τόνο, αλλά ποτέ στάσιμο. Πάντα κάτι αλλάζει, μια νέα υφή, μια σκιά πιο βαθιά. Το New Radiations έρχεται μετά από μια σιωπή τεσσάρων χρόνων, μια παύση αναγκαία, σχεδόν σαν βαθιά ανάσα, για να απορροφηθεί το βάρος της δεκαετίας και η ταραχή των πρώτων 2020s.
Αυτός ο δίσκος δεν προσφέρει καμία εύκολη παρηγοριά, είναι σαν ένας καθρέφτης που δείχνει τις ρωγμές, το θολό βλέμμα, την κούραση. Κι όμως, μέσα σε όλη αυτή τη σκιά, η Nadler αφήνει να φανεί μια δέσμη φωτός, σαν υπενθύμιση ότι η μουσική μπορεί να είναι ο πιο σιωπηλός και ειλικρινής τρόπος να παραμείνεις ζωντανός.
Ο πολυτάλαντος Milky Burgess από το Νάσβιλ στέκεται σαν αόρατος αρχιτέκτονας δίπλα στη Nadler, χτίζοντας γέφυρες από κιθάρες και σύννεφα από συνθεσάιζερ, που αγκαλιάζουν τη φωνή της χωρίς ποτέ να την πνίγουν. Οι νότες της κιθάρας, άλλοτε προσεκτικά σμιλεμένες κι άλλοτε απαλά σπαρμένες σαν στάλες βροχής, συναντούν κύματα ρενός απόκοσμου ήχου που θυμίζουν μια θαυμάσια αύρα από άλλους κόσμους.
Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα, χωρίς τύμπανα να επιβάλλουν κανέναν βηματισμό, η μουσική αναπνέει ελεύθερα, σαν να αιωρείται σε ένα αιώνιο λυκόφως. Η φωνή της Nadler αναδεικνύεται σαν κεντρικός φάρος αυτής της διαδρομής, μια φωνή εδώ μοιάζει σαν να ψιθυρίζει εξομολογήσεις από μια εσωτερική εξορία. Το "It Hits Harder" ανοίγει το σκοτεινό αυτό τοπίο, εκεί όπου η folk κιθάρα συναντά το αιθέριο τραγούδι και χάνεται μέσα σε ένα βαρύ, σχεδόν υπνωτιστικό drone. Κι έπειτα οι στίχοι, τόσο απλοί, σχεδόν γυμνοί, μα φορτωμένοι με βάρος: "It’s never winter here, new year without snow / Wish we could talk, so far away, I know". Είναι το μήνυμα σε ένα μπουκάλι, ξεβρασμένο στην ακτή μετά από ένα άγνωστο ταξίδι, μια υπενθύμιση ότι η απόσταση δεν μετριέται σε χιλιόμετρα, αλλά σε εκείνες τις σιωπές που ποτέ δεν γεφυρώθηκαν.
Το νήμα της απόστασης, γεωγραφικής, συναισθηματικής, χρονικής, σιγά σιγά υφαίνει ένα ύφασμα πάνω στο οποίο έχει πλεχτεί το New Radiations. Κάθε τραγούδι μοιάζει με γράμμα που δεν στάλθηκε ποτέ, μια εξομολόγηση σε χαρτί ξεχασμένο σε κάποιο συρτάρι, με το μελάνι να ξεθωριάζει αλλά και να εξακολουθεί να καίει.
Στο "Bad Dreams" η κιθάρα βαραίνει σαν πέτρα στο στήθος, υπογραμμίζοντας την εξομολόγηση "I couldn’t breathe". Στο "You Called Her Camellia" η folk γλυκύτητα είναι παραπλανητική, κάτω από την επιφάνειά της σιγοβράζει μια ανησυχία, σαν κρυφή ρωγμή σε εύθραυστο κρύσταλλο. Το "Smoke Screen" σε τυλίγει σε κυματισμούς που στροβιλίζονται, ώσπου η φωνή της Nadler αναδύεται σαν μακρινό σήμα που προσπαθεί να διαπεράσει τον θόρυβο.
Το καταοπλητικό ομώνυμο κομμάτι, "New Radiations", ανοίγει μια μικρή χαραμάδα φωτός· οι κιθάρες γίνονται ελαφριές, οι φωνές στρώνονται απαλά, κι είναι σαν να βλέπεις το φως του ήλιου να σπάει την πρωινή δροσιά. Μα αυτή η ανάταση δεν κρατά πολύ. Στο "Hatchet Man" η σπαρτιατική κιθάρα στο γνώριμο ύφος της Nadler στήνει ένα τοπίο απειλής, ενώ το πανέμορφο "Sad Satellite" πολιορκείται από κάτι υπέροχα μπάσα που θυμίζουν μια ατέρμονη περιφορά γύρω από έναν νεκρό πλανήτη.
Ακόμα και στις στιγμές που η μουσική μοιάζει να ανοίγει, όπως στα "Weightless Above the Water" ή στο "Light Years", η αίσθηση θυμίζει μια απουσία. Σαν να αγγίζεις το περίγραμμα κάποιου που δεν βρίσκεται πια εκεί, σαν η ίδια η μουσική να μην προσφέρει παρουσία, αλλά να επιμένει να σου θυμίζει το κενό. Αυτό το ίδιο που έκανε με τόση μεγάλη μαεστρία ο Leonard Cohen, να μετατρέπει την απουσία σε τέχνη, να χτίζει ολόκληρους κόσμους πάνω στη σιωπή, αφήνοντας τις λέξεις και τις νότες να γίνονται σκιά αντί για φως, υπόμνηση αντί για υπόσταση.
Κι όμως, μέσα σε αυτή την αιώρηση του χρόνου, το New Radiations δεν μένει δέσμιο μόνο της σκιάς ή της απουσίας, αλλά μπορεί και ψιθυρίζει πως ακόμα και μετά από μια παρατεταμένη ακινησία, η αλλαγή μπορεί να έρχεται αθόρυβα, σαν φως που τρυπώνει κάτω από τις κλειστές πόρτες. Οι μελωδίες της Nadler μοιάζουν με μικρούς παλμούς ζωής, σημάδια ότι η ψυχή ξυπνά σιγά σιγά από τον λήθαργο. Είναι ένας δίσκος που, ενώ γεννιέται μέσα στην εσωστρέφεια και το βάρος της μνήμης, αφήνει πίσω του μια αίσθηση ανανέωσης, μια υπόσχεση ότι το καινούριο, όσο εύθραυστο κι αν είναι, ήδη έχει αρχίσει να αναπνέει. Και να ζει...