Η δεύτερη χιλιετία για την ανθρωπότητα, ξεκινάει μουσικά/δισκογραφικά, με υψηλά ντεσιμπέλ έντασης, κάπως θορυβώδες ατμοσφαιρικά, με έντονο το urban στοιχείο είτε αυτό μεταφράζεται σε σαλονάτο R'n'B είτε σε εφηβικό punk με pop περιτύλιγμα. Η εναλλακτική σκηνή ψάχνει να βρει την ταυτότητα της και περιφέρεται ασκόπως με τουπέ σε διάφορες υποκατηγορίες ειδών μουσικής. Κάποια standards μουσικών ειδών και καλλιτεχνών έχουν φθαρεί με το πέρασμα του χρόνου – αφού ο ίδιος ο χρόνος τα έχει ξεπεράσει – και έχουν μουσειακή όψη με άρωμα ναφθαλίνης.
Ταυτόχρονα, οι εξελίξεις στον τομέα των τηλεπικοινωνίων φέρνουν υψηλότερες οικιακές ταχύτητες internet, το βινύλιο αντιμετωπίζεται κάτι σαν τον δίσκο της Φαιστού, η κασέτα θεωρείται οικογενειακό κειμήλιο και το CD ως φυσικό μέσο ακρόασης παραμένει κυρίαρχο στο παιχνίδι. Αλλά με ένα PC (τουλάχιστον) σε κάθε σπίτι και με στοίβες από CD-R να περιμένουν ανυπόμονα κάποιο Nero για να καούν, ποιος θα πάει να αγοράσει άλμπουμ; Οι πωλήσεις είναι απογοητευτικές και πανικός διαχέεται στα meeting room των μεγάλων εταιριών. Η δισκογραφία ξεκινάει μια νέα Σταυροφορία κατά της πειρατείας που “σκοτώνει τη μουσική” με δυνατή εκστρατεία ενημέρωσης στα Μέσα, στην τηλεόραση, στο σινεμά, παντού. Αλλά η μάχη των πνευματικών δικαιωμάτων με την εύκολη-γρήγορη-ελεύθερη πρόσβαση σε καλλιτεχνικά έργα, είναι εξ αρχής μια χαμένη υπόθεση.
Ο κόσμος ανέκαθεν άλλαζε και δεν έμενε στάσιμος, απλά εκείνη την περίοδο η «εξέλιξη» είχε μόλις ανέβει την πρώτη ανηφόρα στο roller coaster τρενάκι. Ο «ψηφιακός κόσμος». Τα ‘00s. Και μέσα σε αυτή την περίοδο, σε μια εποχή δυαδικού συστήματος βασισμένη σε κώδικα ASCII, μια Τεξανή κοπέλα το ‘99 αφήνει την πόλη που μεγάλωσε και μετακομίζει στη πολύβουη Νέα Υόρκη για να κυνηγήσει το όνειρο της. Θέλει να κάνει καριέρα στη μουσική παίζοντας πιάνο και τραγουδώντας jazz, blues, folk. Το όνομα της Geethali Norah Jones Shankar.
Είναι κόρη του μεγάλου Ινδού μουσικοσυνθέτη Ravi Shankar (που με το σιτάρ του σφράγισε τη μουσική γενιά των ‘60s στην Δύση) και της Αμερικανίδας χορεύτριας/διοργανώτριας συναυλιών Sue Jones. Η σχέση του ζευγαριού δεν κράτησε πολλά χρόνια, όπως και η σχέση της Norah με τον πατέρα της. Πέρασαν σχεδόν 23 χρόνια για να συναντηθούν ξανά στο Νέο Δελχί, μετά από ένα κάλεσμα μέσω γράμματος που της έστειλε.
Ενοικιάζει ένα μικρό διαμέρισμα και προσπαθεί να συντηρηθεί με τα χρήματα που βγάζει απ’ τις live εμφανίσεις σε restaurant. Όσο η φωνή της αγκαλιάζει στοργικά στίχους που έχει τραγουδήσει η αγαπημένη της Billie Holiday και προσπαθεί να προσεγγίσει το άγγιγμα του Ray Charles στα πλήκτρα του πιάνου, οι παρευρισκόμενοι δεν είναι κοινό, αλλά πελάτες που καταναλώνουν γκουρμέ μπριζόλες και ακριβά κρασιά. Απογοητευμένη απ’ τις ευκαιρίες που της δίνονται – καθώς καμία δεν φαίνεται να είναι αυτή που θα της αλλάξει την ζωή – αποφασίζει να παίξει σε μικρότερα μαγαζιά, κυρίως σε όσα live bars μπορεί. Η πόλη ζει στον φρενήρη ρυθμό της επιτυχίας του Sex & The City και η Norah απέχει απ’ αυτή την glamorous ζωή. Κυρίως, από επιλογή.
Έχει στήσει ένα μικρό σχήμα με τον φίλο της Jesse Harris και έχουν ηχογραφήσει κάποια τραγούδια σε ένα demo. Ένα απ’ αυτά το έχει γράψει ο Harris και έχει τίτλο “Don’t Know Why”. Δεν αποχωρίζεται το συγκεκριμένο CD και το έχει μονίμως στη τσάντα της. Κάποια στιγμή μια φίλη της, καταφέρνει και της κλείνει ραντεβού με έναν A&R manager (σ.σ. αυτοί που ανακαλύπτουν ταλέντα για τις δισκογραφικές) της EMI Records. Η μια συνάντηση οδηγεί στην επόμενη, το demo αρέσει αλλά δεν είναι σίγουροι τι υλικό μπορεί να δώσει η Norah. Υπάρχει κάτι διαφορετικό στην περίπτωση της; Θα τα καταφέρει στις υψηλές απαιτήσεις; Την ίδια περίοδο, έχει τραβήξει τα βλέμματα κάποιων αξιοσέβαστων μουσικών στον χώρο του blues-rock όπως ο Peter Malick και μαζί ηχογραφούν κάποια τραγούδια που αργότερα, το 2003, θα κυκλοφορήσουν με το άλμπουμ New York City των The Peter Malick Group.
Ένας συγκρατημένος ενθουσιασμός δημιουργείται όταν το μουσικό πνεύμα της Norah Jones ξεδιπλώνεται στα πρώτα session προβών, αφού οι μουσικές σπουδές (ωδεία, χορωδίες, μουσικές κατασκηνώσεις, σχολές Καλών Τεχνών κ.λπ.) που ακολουθούσε από μικρή ηλικία παίζουν καθοριστικό ρόλο στην αντίληψη που έχει σχετικά με το songwriting. Η EMI την προτείνει στην ιστορική Blue Note Records (σ.σ. ανήκει στο EMI – Universal Music Group) και η ίδια βρίσκεται μια ανάσα μακριά απ’ την ευτυχία. Αλλά και την τεράστια επιτυχία. Εκπνοή, και στις 26 Φεβρουαρίου του 2002 κυκλοφορεί το πρώτο προσωπικό της άλμπουμ με τίτλο Come Away With Me.
Στο εξώφυλλο το πρόσωπο της σε κοντινή λήψη. Ένα βλέμμα που φωτίζεται εσωτερικά και μαγνητίζει. Ονειρικός σχηματισμός χειλιών και σκούρα μαλλιά σε μοιραίo κυματισμό. Με χειρόγραφη γραμματοσειρά το όνομα της και χωρίς Caps Lock σε πολύ μικρό font size η ονομασία του δίσκου. Η κυκλοφορία εκπέμπει μια αυτοσχέδια αύρα, χωρίς να θέλει να τραβήξει τα φώτα της δισκογραφίας επάνω της και σίγουρα όχι αυτά της δημοσιότητας.
Το ηχητικό τοπίο των 14 τραγουδιών, θυμίζει βόλτες στο φημισμένο Central Park της Νέας Υόρκης, κυρίως το φθινόπωρο και τον χειμώνα. Jazz μοτίβα, folk χαρακτηριστικά, indie αισθαντικότητα. Στίχοι όπως “Like a flower, waiting to bloom / Like a lightbulb in a dark room / I'm just sittin' here / Waiting for you / To come on home / And turn me on” αναδεικνύουν την αναμενόμενη ερωτική φλόγα της ηλικίας (σ.σ. 23 ετών τότε η Norah Jones) και έτσι, το "Turn Me On" είναι το τραγούδι που απενoχοποιεί τη σεξουαλικότητα των «σοφιστικέ» κοριτσιών. Στο "I’ve Got To See You Again" τραγουδάει μέσα από ένα σύννεφο καπνού απ’ τα τσιγάρα του Tom Waits, για το συναισθηματικό κενό που αφήνει πίσω του ο πόθος που σε εγκαταλείπει. “Lines on your face don't bother me / Down in my chair when you dance over me / I can't help myself / I've got to see you again”. Το ομώνυμο τραγούδι του άλμπουμ λειτουργεί με έναν λυτρωτικό τρόπο, κάτι σαν ερωτική εξομολόγηση που καθυστέρησε να ειπωθεί. Η φωνή της έναστρος ουρανός που σε μαγεύει και πως να μην την ακολουθήσεις σε αυτό που σου ζητάει. “And I want to wake up with the rain / Falling on a tin roof / While I'm safe there in your arms / So all I ask is for you / To come away with me in the night / Come away with me”.
Με ελάχιστο promotion από την Blue Note (συγκριτικά πάντα με τις mainstream κυκλοφορίες άλλων εταιριών), το όνομα της Norah Jones μεταφέρεται από στόμα σε στόμα και αυτό δημιουργεί ένα σχετικό hype εντός μιας κοινότητας ανθρώπων κάποιας hip κουλτούρας, που αναζητά ένα νέο πρόσωπο για να ταυτιστεί. Το άλμπουμ την πρώτη εβδομάδα της κυκλοφορίας κάνει 10 χιλιάδες πωλήσεις και μέχρι το τέλος του χρόνου φτάνει στα 18 εκατομμύρια (!) -αριθμός ρεκόρ (σχεδόν) εικοσαετίας βάσει των μετρήσεων της IFPI. Το κοινό της Norah Jones προς έκπληξη όλων, είναι και αγοραστικό κοινό. Στον ήχο της Τεξανής τραγουδίστριας, η δισκογραφία βρίσκει μια ευκαιρία να ανακάμψει και αρχίζουν να στηρίζουν αυτό το είδος μουσικής δίνοντας «χώρο» σε περιπτώσεις όπως Melody Gardot, Madeleine Peyroux κ.α. αλλά το Come Away With Me φαίνεται (και συνεχίζει) να είναι αξεπέραστο.
Στα Grammy του 2003 ισοφαρίζει το ρεκόρ των Lauryn Hill και Alicia Keys, κερδίζοντας τα πιο 5 σημαντικά βραβεία: Album of the Year, Best Pop Vocal Album, Best Engineered Album, Non Classical για τον δίσκο γενικότερα, Song of the Year και Record of the Year για το τραγούδι "Don’t Know Why". Ρεκόρ που θα καταρρίψει αργότερα η Beyonce το 2010 με το άλμπουμ “I Am... Sasha Fierce” και θα ισοφαρίσει η Adele το 2012 με το άλμπουμ “21”.
“Ήταν λίγο τρελό όλο αυτό και συνέβησαν όλα πολύ γρήγορα. Δεν ήξερα τι έκανα και ίσως γι’ αυτό πέτυχε” θα δηλώσει η Norah Jones λίγα χρόνια αργότερα. Είκοσι χρόνια μετά, το Come Away With Me θεωρείται, πια, ένας κλασικός δίσκος. Μια στιγμή στο δισκογραφικό timeline, απ’ αυτές τις μοναδικές και χαρακτηριστικές, που δημιουργούν ένα legacy και λειτουργούν αυτόφωτα χωρίς να υπάρχει ανάγκη για προωθητικές ενέργειες από marketing managers. Κατά κάποιον τρόπο, το ντεμπούτο άλμπουμ της Norah Jones στα ‘00s λειτούργησε όπως το “Tapestry” της Carole King για τα ‘70s. Αλλά αυτή είναι η δική μου άποψη. Έτσι, ζήτησα απ’ τον Jay Newland, παραγωγό του Come Away With Me, να μου πει την γνώμη του σχετικά με αυτό αλλά και να συζητήσουμε για εκείνες τις μέρες των ηχογραφήσεων στα στούντιο της Νέας Υόρκης.
Πως γνωρίστηκες με την Norah Jones; Αρχικά με προσέλαβε ο Brian Bacchus, ένας A&R απ’ την Blue Note, για να ηχογραφήσω κάποια demo για το άλμπουμ της. Ήταν το φθινόπωρο του 2000. Τελικά, δόθηκε η έγκριση για την δημιουργία του άλμπουμ της και ήμουν ένας απ’ τους τέσσερις παραγωγούς. Οι υπόλοιποι ήταν ο Arif Mardin, η Norah Jones και ο Craig Street.
Η λίστα με τους καλλιτέχνες που έχεις συνεργαστεί σε επίπεδο παραγωγής/ηχογράφησης και τα πρότζεκτ στα οποία έχεις συμμετάσχει, είναι αξιοσημείωτη. Τεράστιες προσωπικότητες, δισκογραφικές επιτυχίες, βραβεία Grammy, υψηλές πωλήσεις. Πως ένιωσες όταν μπήκε στο studio η Norah Jones, μόλις 23 χρονών τότε, και την άκουσες να τραγουδάει και να σας παρουσιάζει τις ιδέες της για το Come Away With Me; Η πρώτη φορά που άκουσα τη Norah να τραγουδάει ήταν σε μια πρόβα σε ένα διαμέρισμα στο Μπρούκλιν. Αμέσως κατάλαβα ότι ήταν ξεχωριστή. Την πρώτη μέρα στο στούντιο ηχογραφήσαμε το Don’t Know Why και είχα μείνει έκπληκτος. Αυτή είναι και η έκδοση που υπάρχει στον δίσκο.
Η μεγαλύτερη επιτυχία της μέχρι στιγμής είναι αυτό το τραγούδι. Η αρχική σύνθεση (και κυκλοφορία του τραγουδιού) είναι του Jesse Harris, ο οποίος συμμετείχε και στον δίσκο ως session μουσικός. Σωστά; Ποιος είχε την ιδέα για την συγκεκριμένη προσέγγιση σε αυτή την διασκευή; Απ’ το αρχικό indie folk ύφος σε έναν ήχο ο οποίος έμελλε να είναι χαρακτηριστικός για την Norah Jones; Δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα. Είχε κάνει πρόβες του τραγουδιού με την μπάντα της, η οποία ήταν ένα μαγικό σύνολο μουσικών. Σε συνδυασμό με την μοναδική φωνή της και το χαρακτηριστικό παίξιμο στο πιάνο, προέκυψε αυτός ο ήχος.
Το βάθος της φωνής αλλά και η χροιά της, ήταν το σημαντικότερο και δυσκολότερο φυσικό «όργανο» για την μίξη του άλμπουμ; Θέλω να πω, η φωνή της είναι (στα αυτιά μου) κάτι παραμυθένιο και μπορεί να σταθεί μόνη της. Πόσο εύκολο ήταν να την πλαισιώσεις με τα υπόλοιπα όργανα και να κρατήσεις αυτή την εξαιρετική ισορροπία; Για μένα, μια ιδιαίτερη φωνή όπως της Norah Jones, κάνει τη διαδικασία της μίξης πολύ πιο εύκολη. Τα πράγματα φαίνεται να μπαίνουν στη θέση τους με έναν φυσικό τρόπο. Το γεγονός ότι οι άλλοι μουσικοί ήταν τόσο συντονισμένοι με αυτό που η ίδια ήθελε να κάνει, επίσης βοήθησε πραγματικά την όλη διαδικασία.
Υπάρχει κάποια στιγμή που σου έχει μείνει ανεξίτηλη κατά την διάρκεια των ηχογραφήσεων; Η ηχογράφηση του "Don’t Know Why" με την πρώτη.
Μπορείς να μας εξηγήσεις τους λόγους που επέλεξες το συγκεκριμένο τραγούδι ή ίσως να μας δώσεις περισσότερες λεπτομέρειες; Προηγουμένως ανέφερες ότι ήσουν έκπληκτος. Απλώς ήξερα ότι είχαμε ηχογραφήσει κάτι απίστευτα ξεχωριστό. Και αυτό δεν συμβαίνει συχνά. Δεν είναι μια καθημερινότητα στις ηχογραφήσεις. Οπότε όταν ζεις μια τέτοια στιγμή, αυτή αποτυπώνεται για πάντα μέσα σου.
Μπορούσατε να φανταστείτε (ως σύνολο ανθρώπων) πως ο δίσκος θα σημειώσει τόσο μεγάλη επιτυχία, τοποθετώντας βραβεία Grammy στην βιβλιοθήκη σας; Προσωπικά μιλώντας, όταν ολοκληρώθηκε το άλμπουμ ήξερα ότι είχαμε κάτι ιδιαίτερο, αλλά ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα ήταν τόσο απίστευτα επιτυχημένο.
Στα περισσότερα τραγούδια, νιώθω πως υπάρχει μια μεγάλη επιρροή απ’ την Carole King. Ισχύει αυτό; Είναι δύσκολο να πω κάτι τέτοιο, αλλά σίγουρα καταλαβαίνω την άποψή σου. Νομίζω ότι οι άνθρωποι είμαστε διαφορετικοί μεταξύ μας και έτσι ο καθένας θα ακούσει διαφορετικά πράγματα, θα βρει διαφορετικές επιρροές. Για μένα η Norah ήταν και παραμένει μοναδική, με τον δικό της ξεχωριστό ήχο.
Πως θα περιέγραφες με λόγια αυτόν τον μοναδικό και χαρακτηριστικό ήχο; Έχει εμπνεύσει αρκετούς καλλιτέχνες. Νομίζω ότι είναι ένας συνδυασμός επιρροών. Ίσως Billie Holiday, Etta James και Τέξας απ’ όπου κατάγεται. Είναι μια πραγματικά γνήσια μουσικός.
Χρειάστηκε κάποια καθοδήγηση η Norah Jones κατά την διάρκεια των ηχογραφήσεων ή όλα προέκυπταν αυτόματα και εύκολα, σαν κάτι απόλυτα φυσικό που πηγάζει εσωτερικά; Απ’ όσα μπορώ να θυμηθώ, όλα έμοιαζαν να προέρχονται από μια εσωτερικότητα και εντελώς φυσικά.
Υπήρχαν άλμπουμ ή τραγούδια άλλων καλλιτεχνών (σαν επιρροή) που είχες στο μυαλό σου για την προσέγγιση των ηχογραφήσεων και της παραγωγής; Όχι, πραγματικά. Επειδή όμως έχω πλούσιο ιστορικό στη ηχογράφηση και παραγωγή άλμπουμ της jazz, η τεχνική μου προσέγγιση ήταν κοντά σε αυτό που γνώριζα να κάνω καλά. Όλοι οι μουσικοί έπαιζαν μαζί στον ίδιο χώρο και σε κάποιες περιπτώσεις χρησιμοποιήσαμε απομονωμένα booth. Η δυνατότητα να ακούμε και να βλέπουμε ο ένας τον άλλον όσο το δυνατόν καλύτερα κατά την διάρκεια των ηχογραφήσεων ήταν πολύ σημαντική. Επίσης, η ικανότητα της Norah και της μπάντας της να δρουν εντελώς αυθόρμητα, ήταν καθοριστική.
Μπορείς να μας περιγράψεις τα στιγμιότυπα μιας τυπικής ημέρας απ’ τις ηχογραφήσεις του άλμπουμ; Ακολουθούσατε κάποια συγκεκριμένη διαδικασία; Καμία συγκεκριμένη διαδικασία με την αυστηρή έννοια, δεν υπήρχε που να ακολουθήσαμε. Ήμασταν τυπικοί όμως στα session ηχογράφησης. Εμφανιζόντουσαν οι μουσικοί, η Norah, οι παραγωγοί, έπιναν ένα φλιτζάνι καφέ ή τσάι, συζητούσαν για το τραγούδι με το οποίο θα ήθελαν να ξεκινήσουν. Έκαναν soundcheck και μετά ξεκινούσαν κάποιες πρόβες. Όταν κάτι ακουγόταν καλό σε όλους, μαζευόμασταν στο control room του στούντιο και ακούγαμε το αποτέλεσμα. Αν όλοι ήταν ευχαριστημένοι, προχωρούσαμε στο επόμενο τραγούδι. Αν όχι, θα κάναμε ακόμα μία-δύο προσπάθειες. Η Norah και ο Arif Mardin είχαν μια πολύ καλή αίσθηση του πότε ήταν κάτι σωστό.
Θα μπορούσε ένας τέτοιος δίσκος να είναι προϊόν μιας 100% ψηφιακής παραγωγής/ηχογράφησης; Δεν το νομίζω. Αυτός ο δίσκος ήταν 100% αναλογικός και στην ηχογράφηση και στη μίξη, με μια 24καναλη κονσόλα. Οι αποφάσεις έπρεπε να ληφθούν στο στούντιο επί τόπου. Όχι “ας ηχογραφήσουμε είκοσι σόλο κιθάρας και θα βρούμε λύση στο πρόβλημα μας αργότερα”. Επίσης, η ηχητική καθαρότητα της φωνής της Norah αποτυπώνεται καλύτερα σε κασέτα.
Κλείνοντας, τι πιστεύεις πως έκανε αυτό τον δίσκο τόσο επιτυχημένο και είναι ένα must-listen άλμπουμ; Σίγουρα οι πολλοί ταλαντούχοι και συναισθηματικοί άνθρωποι που συνεργάστηκαν μεταξύ τους. Αλλά στο τέλος, περισσότερο απ’ όλους και όλα, η Norah Jones.