Δεν υπάρχει τρόπος να σας ερεθίσω για το ποιόν του Fearless Movement. Λοξοκοιτάζοντας την απλοποίηση στο τυπικό επτάρι*, αντιλαμβάνεστε πως δεν ακολουθούν τερατολογίες για όσα θα του προσάψω (όσοι διψάτε για αποκαθηλωτικά γραφόμενα), υποθέτετε πως ο συζητήσιμος πήχυς του Epic μακραίνει, και πως ο περιβόητος μεσσίας της jazz, ο σωτήρας του σαξοφώνου, δεν περπατά πάνω στη θάλασσα. Κι όμως, τούτο το γείωμα, πλάι στις αναπόφευκτες «υπερβατικές» σουίτες και στο μυστικιστικά μεγαλόπνοο χαλασμό, είναι που κουλαντρίζει τη συνολική εντύπωση. Ο ξέγνοιαστος στροβιλισμός της μικρής του κόρης στο εξώφυλλο (αλλά και στο βασισμένο σε μια δική της «σύνθεση» στο πιάνο, “Asha the First”), θαρρώ πως είναι το συνεκτικό κοντρολάρισμα που είχε ανάγκη, για το αναποφάσιστο μεν, cool δε, προσαρμοσμένο ξεμούδιασμα που παραδίδει.

Σας έχω ξαναμιλήσει για το Nate Chinen και το βιβλίο του “Playing Changes”, εκεί που επέμενε να εξάρει τον Kamasi ως φορέα του νέου black pride, που ορθώς διαπίστωσε τη διάθεσή του να ξεκόψει την περιφορά της jazz ως ιστορικό λείψανο, που θα την έσωζε με τη σειρά του για να την προωθήσει στο ευρύ κοινό. Πάντοτε επείγον - για τους μουσικογραφιάδες - το τελευταίο ζήτημα, αν σκεφτεί κανείς πως ο Martin Williams αναρωτιόταν το ίδιο για τον Charles Lloyd σε ένα φύλλο των Times, το Σεπτέμβρη του 1968, κάτι που σκόπιμα υπενθυμίζει ο Chinen. Ο Kamasi με το Epic, ο Kamasi που κουβαλά το west coast hip hop,  τα μαθήματα του Reggie Andrews, τον Coltrane αλλά και τον Ben Webster, που επιδιώκει μιαν υστεροφημία μεγαλύτερη από εκείνη του Eli Fontaine (πόσοι έχουν αναρωτηθεί για το alto στο “What’s Going On” του Marvin;), είναι αυτός που για το ευρύτερο κοινό πήρε τα εύσημα του ανανεωτή.

Επτά χρόνια πριν και για λογαριασμό του περιοδικού Humba! στο άρθρο  με τίτλο “Το Hype του Kamasi”, επεδίωκα την εξής συζήτηση: «Κι όμως το στερεότυπο περί αντίληψης και εμπέδωσης της δυσκολίας είναι πιο βολικό, μιας και κάπως ετερόφωτα τα εύσημα μοιράζονται και στον ακροατή. Οι όποιες παπάρες ηχογράφησαν μέσα στα χρόνια, ο Captain Beefheart, ο Frank Zappa, οι Arcade Fire ή και, στα καθ’ ημάς, οι δεκάδες έντεχνες αριστερομετριότητες, είναι de facto πιο σημαντικές από τις ύστερες λαϊκές funk-ιές του Brown, καθώς οι όποιες αντιρρήσεις για την αξία τους, καταλήγουν πιο εύκολα στη μη κατανόηση του δυσνόητου του εγχειρήματος, παρά στην κενότητα αυτού. (…) Παρακείμενα στα υπερεκτιμημένα καλλιτεχνικά έργα, στέκονται πολλαπλάσιοι αποδέκτες ως περήφανοι αποκωδικοποιητές και λογής-λογής ξεχωριστές κλίκες εκστασιάζονται με αχρείαστα kraut και new psych limited τρόπαια. Κατά κανόνα τζαμπατζήδες, με διαβρωμένο αισθητήριο και πρόσχημα το προχώ, σε μια εξίσου κίβδηλη όχθη «σοτάρουν» οτιδήποτε καινούργιο, άκριτα, για να γίνεται κατανάλωση και συμβάλλουν από αυτό το μετερίζι στην αλλοίωση και την παράθλαση της αισθητικής, όπως διαπίστωνε εύσχημα αρκετά χρόνια πριν ένας φίλος, σε μια ανάλογη ετήσια μουσικογραφιάδικη αποτίμηση.(…)Ένας καλός δίσκος, όπως χιλιάδες ακόμη, βαφτίστηκε μεγαλειώδης ελλείψει άλλων, επικός λόγω άγνοιας, σπουδαίος στα κιτάπια της εναλλακτικής μουσικής πραγματικότητας, γιατί ψάρωσε από την επιβλητική αφάνα του Kamasi στο τρίωρο έργο του, τις αράδες του Giles, το 8.6 του pitchfork. Πρόκειται για τη διαρκώς επιβεβαιωμένη ματαιότητα του μουσικού συστημικού και μη μηχανισμού, να πασχίζει με εμμονική προσήλωση να μας πείσει ότι πράγματι παράγει κάτι νεωτερικό και σπουδαίο.»

Έκτοτε, νομίζω πως με ασφάλεια μπορούμε να πούμε πια πως οι νέες jazz σκηνές (Αμερικής και Αγγλίας κατά κύριο λόγο) αποδείχθηκαν λιγότερο ρηξικέλευθες απ’ όσο νομίζαμε και πως όσο φρενήρης κι αν ήταν ο ρυθμός δημιουργίας πολλαπλών καναλιών, φτάνουμε σιγά-σιγά στο σημείο να δούμε «με ποιους θα πας και ποιους θα αφήσεις». Αναμφίβολα θα συνεχίσουμε να πορευόμαστε με τον ακάματο Kamasi. Είναι μάστορας και παίκτης δυνατός που θέλει να μπλέκει jazz, latin, funk, classical, hip-hop και soul, που εν προκειμένω επιστρατεύει κόσμο και κοσμάκη για να αντλήσει αλλά και να στερεώσει ιδέες. Thundercat, Taj Austin, Ras Austin, Patrice Quinn, DJ Battlecat, Brandon Coleman, D-Smoke, George Clinton και Bj the Chicago, και κάπως έτσι η στρατηγική  ισορροπεί ανάμεσα στα πομπώδη μανουάλια του εναρκτήριου “Lesanu” και το rap fusion-αρισμα στο “Asha The First” με Thundercat και Austin bros. Η παλιοπαρέα των Next Step με Patrice Quinn στη φωνή και Brandon Coleman στα keyboards είναι εδώ, George Clinton και D Smoke (R. Glasper, Conway The Machine) προσθέτουν coolness στο “Get Lit”, o Andre 3000 προσφέρει εκτός προσχεδίου spiritual νόημα στο "Dream State" (το οποίο ομοιάζει με το θέμα του Steve Reich στο “Music For 18 Musicians”) και είναι λίγο μετά το contemporary smooth r&b “Together” και το σκληρό fusion του “Garden Path”, όπου προκύπτει ο αναμενόμενος  Kamasi.

“Road To Self” με cosmic επίκληση σε Marvin, “Interstellar Peace (The Last Chance)” ως απόμακρη λιτανεία, “Lines In The Sand” και καταληκτικό “Prologue”. Ο Washington φορά τη βαριά φορεσιά του, μοιάζει επιβλητικός, μα έχει κι ένα ελαφρύ μειδίαμα δίπλα στο πλασματάκι που χασκογελά. Αυτή είναι περίπου κι η ισορροπία στο Fearless Movement, όπου η ουσιαστική επιτυχία του έγκειται στο ότι η προσπάθεια που καταβλήθηκε μοιάζει αβίαστη, και θα αποδειχθεί ευχάριστα εφήμερη, μακριά από τη φιλοδοξία ενός ντε και καλά μαξιμαλιστικού statement.

*για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, το 7 προέκυψε από την προς τα πάνω στρογγυλοποίηση του 6,8…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured