Όπως και για τις δύο μεγάλες (ναι, μεγάλες) ελληνικές συναυλίες που προηγήθηκαν δεν είχα σκοπό να γράψω κάτι, πρωτίστως επειδή για τη πλειοψηφία των συγκροτημάτων που έπαιζαν τα έχουμε πει αρκετές φορές και πλέον επαναλαμβάνουμε πάνω κάτω τα ίδια πράγματα, και δευτερευόντως λόγω έλλειψης διάθεσης τον τελευταίο καιρό. Το εορταστικό live της Iron On Iron μου έδωσε μια σειρά από ερεθίσματα για το κείμενο που ακολουθεί. Μιας όμως που (κακώς) προσπεράσαμε τα δύο ελληνικά live που προηγήθηκαν ας πούμε και δύο πραγματάκια. Πρώτον, το live των SPITFIRE ΔΕΝ ήταν το πρώτο μεγάλο live του 2012. Αυτό έλαβε χώρα στις 6 Ιανουαρίου από τους WRATHBLADE (τους έχουμε αποθεώσει πολλάκις οπότε μια εκτεταμένη αναφορά δεν κρίνεται αναγκαία), SACRAL RAGE (ίσως η καλύτερη εμφάνισή τους), οι NOISE DISORDER (ωραιότατοι) που άνοιξαν το live και τέλος οι MENACE που πραγματοποίησαν μια ισοπεδωτική εμφάνιση, δημιουργώντας μια ακατάσχετη επιθυμία σε οποιονδήποτε τους παρακολούθησε για εκτεταμένη καταστροφή. Περιμένω πολλά από αυτούς.
Δεν κατανοώ απλά τους λόγους για τους οποίους οι SPITFIRE χαίρουν μεγαλύτερης αναγνώρισης από την πλειοψηφία ελληνικών συγκροτημάτων, τους ασπάζομαι κιόλας, απλά μην σταματάμε την υποστήριξη σε ένα δύο συγκροτήματα (επαναλαμβάνω, υποστήριξη που την κέρδισαν με την αδιαφιλονίκητη αξία τους). Δεν είναι ανάγκη όμως να περάσουν χρόνια και να μας που τρίτοι ότι ένα συγκρότημα είναι μεγάλο, υπάρχουν αρκετά συγκροτήματα αυτή τη στιγμή στην ελληνική σκηνή που δεν επαιτούν καταξίωση, την κερδίσουν με κάθε τους εμφάνιση και κυκλοφορία. Ο λόγος ύπαρξης της συγκεκριμένης παραγράφου είναι προφανώς η επιλεκτική προώθηση της ελληνικής σκηνής.
Έλεγα ότι υπήρξαν συγκεκριμένοι λόγοι για τους οποίους αποφάσισα τελικά να γράψω αυτό το κείμενο. Ο εορτασμός της πρώτης τριετίας ζωής μιας τίμιας δισκογραφικής που υποστηρίζει το ελληνικό και ξένο underground θα μπορούσε να είναι ένας λόγος, απλά δεν ήταν.
Η εμφάνιση των RUTHLESS STEEL, ενός παθιασμένου νέου ελληνικού συγκροτήματος με γυναικεία αρχιδάτα φωνητικά και συνθέσεις που έχουν περάσει το στάδιο του απλά υποσχόμενου, θα μπορούσε επίσης να είναι ένας λόγος για να γράψω πέντε κουβέντες. Απλά δεν ήταν. Παρ’ όλα αυτά να προτρέψω τους απανταχού WARLOCK-ο-λάτρες (και όχι μόνο φυσικά) να ακούσουν την πολύ καλή παρθενική τους κυκλοφορία “Die In The Night”. Από κει και πέρα λίγο παραπάνω δουλίτσα στα live (και με αυτό εννοώ ότι ήταν κάπως κουμπωμένοι στη σκηνή) είναι καλοδεχούμενη.
Ο πρώτος λόγος που με ώθησε τελικά να μεταφέρω τις σκέψεις μου στο χαρτί (λέμε τώρα) είναι ο απαίσιος συναυλιακός χώρος του Bat City. Σαν club είναι μια χαρά, αλλά σταματήστε επιτέλους να κάνετε live σε ένα μέρος που όπου και αν αποφασίσεις να κάτσεις θα βρίσκεται κάποιος να σε σκουντάει ανά λεπτό γιατί δεν χωράει να περάσει, γκαρσόνες να σου πρίζουν το πούτσο να πάρεις ποτό όλη την ώρα, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια κατάσταση που στέλνει το live στο background με το κοινό να είναι σφιγμένο. Και επιτέλους, ένα καλό που δημιουργεί η μικρή προσέλευση σε underground συναυλίες είναι ότι μπορούμε να έχουμε την άνεσή μας (δε μιλάμε φυσικά για τους ψυχρούς και ξενέρωτους άδειους χώρους, να μην τρίβετε το πουλί μας στο κώλο του μπροστινού θέλουμε), στο Bat City με 100 άτομα είμαστε πίτα. Και αυτή η αγανάκτηση ήρθε τη μέρα που το club είχε τον καλύτερο ήχο που έχω ακούσει εκεί. Ουσιαστικά μάλλον η πρώτη φορά που ο ήχος ήταν πάνω από ανεκτός.
Τέλος πάντων, αυτός ο αρνητισμός μπορεί να πυροδότησε την επιθυμία για την δημιουργία αυτής της ανταπόκρισης, αλλά σαν σκέψη θα έμενε να δεν πάταγαν τη σκανδάλη (πολλές απανωτές φορές) οι DARK NIGHTMARE. Πάντα πίστευα πως μια μπάντα κρίνεται στο σανίδι, και όταν βλέπεις ένα συγκρότημα να βγάζει τέτοια ενέργεια σε live, καταφέρνοντας να ξεσηκώσει ακόμα και στον συγκεκριμένο χώρο, τότε πρέπει επιτέλους να συνειδητοποιήσεις ότι έχεις να κάνεις με μια πραγματικά μεγάλη μπάντα. Κομμάτια που έχουμε αγαπήσει από τους δίσκους τους, έρχονται στα Live να σε ωθήσουν να τα ερωτευτείς ξανά. Απλά καθηλωτικοί.