Τα Up The Hammers special edition τείνουν να γίνουν θεσμός αντίστοιχος με του festival, κάτι που μόνο χαρά μπορεί να μας προσφέρει, από τη στιγμή που έχουν την αντίστοιχη αίγλη και η λέξη festival δεν προστίθεται για να κερδίσει εντυπώσεις, αλλά επειδή το event έχει τη πραγματική ατμόσφαιρα ενός festival.
Από νωρίς λοιπόν για να απολαύσουμε τους Πορτογάλους λάτρεις των MAIDEN, MIDNIGHT PRIEST, οι οποίοι έχουν ήδη κερδίσει το ενδιαφέρον μου με δύο πολύ καλές κυκλοφορίες. Μπροστά σε σχετικά λίγο κόσμο ακόμα, δεν νομίζω πως κατάφεραν να κερδίσουν νέους οπαδούς, με μια εμφάνιση που ενώ ικανοποίησε, δεν ενθουσίασε. Εκτός από τον μπουκωμένο ήχο που δεν τους βοήθησε, και αυτοί έβγαζαν μια πιο χύμα ατμόσφαιρα σε σχέση με τις στούντιο δουλειές τους. Εννοείται πως δεν τους έλειπε το πάθος, που θα έπρεπε να υπάρχει σε κάθε νέα μπάντα, ειδικά μάλιστα από τη στιγμή που τους δίνεται η ευκαιρία να παίξουν και εκτός των συνόρων τους, αλλά οι αδυναμίες οι οποίες εύκολα γίνονται αντιληπτές, εστιάζονται κυρίως στον τραγουδιστή ο οποίος δεν μπορούσε να πιάσει τη απόδοση (όχι και τίποτε το τρομερό) του δίσκου, αλλά τον «συγχωρούμε» λόγω της φοβερά cult φυσιογνωμίας του. Φυσικά ήταν παραπάνω από ένα απλό ζέσταμα, αλλά όπως φάνηκε θέλουν αρκετή δουλειά ακόμα για να ξεχωρίσουν.
Για τους WAR DANCE τα έχουμε πει. Εξαιρετική νέα μπάντα, από την οποία περιμένουμε με αγωνία τον πρώτο τους δίσκο, και μέχρι τότε απολαμβάνουμε κάθε νέα τους εμφάνιση. Για ακόμα μια φορά είμαι σίγουρος πως κατάφεραν να προσηλυτίσουν νέους οπαδούς, από τη στιγμή μάλιστα που η μουσική τους κατεύθυνση είναι εξαιρετικά λαοφιλής στους συγκεκριμένους κύκλους, και ακόμα σημαντικότερο, από τη στιγμή που οι συνθέσεις τους δεν χρειάζεται να πατήσουν σε πτώματα περασμένων μεγαλείων άλλων συγκροτημάτων, αλλά καταφέρνουν να σταθούν αυτόνομες στάζοντας καυτό ατσάλι. Ο τραγουδιστής εξακολουθεί να θέλει δουλειά στη σκηνική του παρουσία, κάτι που ισοσταθμίζεται με την σπουδαία Adams-ική φωνή του (με μερικά λαθάκια να γίνονται αντιληπτά), καθώς και με έναν σπουδαίο και τεράστια μορφάρα κιθαρίστα. Εκτός από τα τραγούδια που αγαπήσαμε από το demo, ακούσαμε και τα νέα (πολύ καλά) “War of the Titans” και “Achille’s Wardance” (γαμώ τους τίτλους), για να μας αποχαιρετίσουν με τη διασκευή στο “Lucifer’s Hammer” υπενθυμίζοντάς μας το επόμενο ραντεβού που θα είναι στους WARLORD.
Κάπου εδώ έπεσε και το ρεύμα με αποτέλεσμα το ελαφρύ κουτσούρεμα των set των δύο συγκροτημάτων που ακολούθησαν, καθώς και την περεταίρω καθυστέρηση μιας συναυλίας από την οποία ξέραμε ότι δεν θα «ξεμπερδεύαμε» νωρίς. Δεν πειράζει μερικές ανάσες θα τις χρειαζόμασταν…
Οι ETRUSGRAVE είναι μια πολύ ξεχωριστή μπάντα, που προέρχεται από τη μεγάλη Ιταλική σχολή (ω ναι, υπάρχει), με αρκετά ιδιόμορφο ήχο. Γενικότερα οι δύο δίσκοι που έχουν κυκλοφορήσει είναι ωραιότατοι, χωρίς όμως να με καθηλώνουν. Στην εμφάνιση όμως αυτή, λίγο επειδή επέλεξαν τα καλύτερα κομμάτια τους, και περισσότερο επειδή ήταν πραγματικά εκπληκτικοί επί σκηνής, με τους επιβλητικούς δυο παλαίμαχους σε κιθάρα και μπάσο, να συνοδεύονται από μια φωνή που ξεπέρασε τα εξαιρετικά ψηλά στάνταρ της στουντιακής της εκδοχής, βγάζοντας εκπληκτική καθαρότητα και δύναμη. Η καλύτερη πάντως στιγμή της εμφάνισής του ήταν όταν αποφάσισαν να «διασκευάσουν» DARK QUARTERER ("Colossus of Argil" και πεθαίνω). Με το κουτσουρεμένο τους σετ, αφού έπαιξαν μόλις 4-5 κομμάτια (άσχετα με τη μεγάλη τους διάρκεια), ήταν οι αδικημένοι της βραδιάς. Τελείωσαν ιδανικά με το φοβερό “Angel of Darkness”, και υπερέβησαν τις έτσι κι αλλιώς υψηλές προσδοκίες μου, ξεπερνώντας την προηγούμενη, επίσης πολύ καλή, εμφάνιση τους στο UTH.
Μιας και πριν μιλάγαμε για ιδιόμορφο ήχο, στην ίδια κατηγορία εμπίπτουν και οι DARK NIGHTMARE. Είχα την χαρά να τους παρακολουθήσω αρκετές φορές στο παρελθόν, και μπορώ να πω πως αυτή ήταν η εμφάνιση που ευχαριστήθηκα περισσότερο απ’ όλες, γιατί δεν ήταν μόνο ο ενθουσιασμός του κόσμου που ταίριαζε σε headliners (επιτέλους φαίνεται ότι σιγά σιγά μερικές μπάντες λαμβάνουν αυτό που τους αξίζει), ήταν και η εξαιρετική απόδοση μιας μπάντας με έναν φανταστικό frontman, που έχει να μετράει 2 πολύ καλούς δίσκους και μερικά απίστευτα demo. Η ευκολία με την οποία καταφέρνουν να αναπαραγάγουν live το συναίσθημα που αναβλύζουν οι δίσκοι τους, είναι κάθε φορά εντυπωσιακή, και χαρακτηριστική του αέρα που μόνο μεγάλες μπάντες αποπνέουν. Φοβερό set γενικότερα, αλλά ο μεγάλος χαμός ήρθε στη τριπλέτα θανάτου στο τέλος με τα “Dragonlakes”,”Hawks of War” και το “Defenders of the Borderland” που παίχτηκε ύστερα από απαίτηση κοινού. Αξέχαστη όσο και άπιαστη εμφάνιση.
Δικαίως η βραδιά μπήκε κάτω από την ταμπέλα του Up The Hammers, αφού κάθε μια από τις μπάντες είχε ουσιαστικό ρόλο ύπαρξης και δεν περιορίστηκε στον άχαρο ρόλο του τυπικού support. Όμως όταν οι MANILLA ROAD είναι headliners, είναι ικανοί, εάν το θελήσουν, να διαγράψουν από τη μνήμη σου οποιονδήποτε προηγήθηκε, ανεξαρτήτως απόδοσης, και πιστέψτε με, τα συγκροτήματα που προηγήθηκαν ήταν τουλάχιστον εξαιρετικά. Γιατί είναι γεγονός ότι ένα συγκρότημα του διαμετρήματος των Manilla (και εδώ πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι σημασία δεν έχει μόνο το πλήθος οπαδών που καταφέρνεις να αποκτήσεις, αλλά και πόσο δυνατά αγγίζεις αυτούς που σε ακολουθούν) μπορεί να σε κερδίσει σε ένα live μόνο και μόνο τη στιγμή που συνειδητοποιείς τι παρακολουθείς. Και οφείλω να ομολογήσω ότι σε μερικές από τις προηγούμενες επισκέψεις τους, αυτό το νοσταλγικό συναίσθημα υπερείχε της πραγματική απόδοσης που έβγαζε η μπάντα στη σκηνή.
Παρ’ όλα αυτά σε κανένα προηγούμενό τους live δεν είχα μείνει δυσαρεστημένος, αλλά διατηρούσα τις επιφυλάξεις μου για αυτή τους την εμφάνιση. Ότι αμφιβολίες είχα πάντως φρόντισαν να εξανεμισθούν από το πρώτο κιόλας τραγούδι, με ισοπεδωτικές μάλιστα συνέπειες. Ένα κολασμένο set-list άρχισε να ξεδιπλώνεται με το ανυπέρβλητο “Open The Gates” να ακούγεται ολόκληρο, με το συγκρότημα να συνεχίζει εξαπολύοντας τον έναν ύμνο μετά τον άλλο, με τους τελευταίους, μετριότατους ομολογουμένως δίσκους, να παραβλέπονται ευτυχώς σε ένα απόλυτα χορταστικό και ονειρικό τρίωρο set.
Εκτός από τα υπερκλασικά (σε τυχαία σειρά) "Haunted Palace", “Death By The Hammer”, “Up From The Crypt", "Hammer Of The Witches", "Divine Victim", “Taken By Storm”, "Dig Me No Grave", "Isle Of The Dead", “Necropolis", "Crystal Logic", "Flaming Metal Systems", "Spirits Of The Dead", "Mystification", "Masque Of The Red Death", "The Riddle Master" και "The Veils Of Negative Existence" (encore), ήρθαν και οι εκπλήξεις με τα “Far Side Of The Sun”, “Street Jammer” (το οποίο έπαιξαν πρώτη φορά live), “Cage Of Mirrors” και “Metal” και ένα από το τελευταίο για ξεκάρφωμα: “Brethren Of The Hammer”.
Όσο για την απόδοση, μόνο να παραμιλάμε μπορούμε, με τον Shelton να βγάζει την καλύτερη δυνατή φωνή (το ότι άρχισε να σπάει ελάχιστα προς το τέλος είναι απολύτως κατανοητό), έναν εκστασιασμένο Patrick (hellroadie ντε - και αν ξέχασε κανά στοίχο δεν ένοιαξε κανέναν) και γενικότερα ένα πάθος που σπάνια συναντάς. Παροξυσμός αντιδράσεων από την αρχή έως το τέλος, από το καλύτερο ίσως κοινό που έχω πετύχει σε συναυλία (και όχι άδικα).
Είναι αστείο να προσπαθήσω να ξεχωρίσω καλύτερες στιγμές από μια αψεγάδιαστη εμφάνιση, όπως επίσης και η σκέψη για παράπονο σε επίπεδο set-list. Βέβαια, το γεγονός ότι και πάλι έμειναν εκτός πολλά αγαπημένα τραγούδια λέει πολλά για το μέγεθος αυτού του συγκροτήματος. Όταν λέω πως αυτή η εμφάνιση ήταν η καλύτερη τους, και γενικότερα ένα από τα σημαντικότερα live που έχω παρακολουθήσει δεν μιλάει ο ενθουσιασμός και το πάθος της στιγμής (αν και υπάρχουν τόνοι και από αυτά). Τέτοιες εμφανίσεις δεν τις ελπίζεις απλά, τις ονειρεύεσαι.
Δεν ξέρω πως αντιλαμβάνεται ο καθένας το heavy metal, έτσι όπως εγώ το βλέπω όμως, στους Manilla και στον Shelton εντοπίζεται όλη του η ουσία, πεποίθηση που –αν είναι δυνατόν- αυτό το live ενίσχυσε. Ταπεινότητα που σπάνια συναντάς (όχι μόνο από μουσικούς του διαμετρήματός του), κάτι που φάνηκε (και) από τις ειλικρινείς και επανειλημμένες τους ευχαριστίες που απέχουν παρασάγγας από τις ευχαριστίες-κονσέρβες που έχουμε συνηθίσει να ακούμε.