Το χέβι (και όχι heavy, γιατί στα ελληνικά τα πάντα είναι ακόμα πιο βαριά) rock πάει πολύ στην Ελλάδα. Και το κοινό γουστάρει πολύ, και οι μπάντες που βγάζουμε είναι καταπληκτικές, και το κυριότερο – τα εγχώρια live αποτελούν εγγύηση αμφίδρομης επικοινωνίας (κοινώς, κοινό και μπάντα κάνουν αμφότεροι show). Οι ORANGE GOBLIN είναι από τα groups που απολαμβάνουν σε όλη της έκταση την καλή προδιάθεση του Έλληνα ακροατή. Και οι ζωντανές εμφανίσεις τους είναι από μια άλλη διάσταση. Πιθανότατα από τον “Πλανήτη Νο 10”...
Οι ASPEN είναι τρίο και το στυλ τους είναι κρύο. Τσιμουδιά δεν έβγαλαν, το instrumental doom/heavy rock που έπαιζαν ήταν ενδιαφέρον, αλλά να πω την μαύρη αλήθεια η σκηνική τους παρουσία ήταν βαρετή. Εάν τους είχα τσεκάρει από πριν, ο βαθμός απόλαυσης τους θα εκτινασσόταν, αλλά θα πρέπει να βάλουν και αυτοί το χεράκι τους γιατί το χασμουρητό πήγε σύννεφο.
Στο σανίδι ανέβηκαν οι LUCKY FUNERAL, οι οποίοι άναψαν τα αίματα με το groove της μουσικής τους. Αν και προσωπικά προτιμώ τις rock στιγμές των τραγουδιών τους, δεν μπορώ να μην παραδεχτώ ότι στα live λειτουργούν καλύτερα τα sludge μέρη. Τα τρία κομμάτια που έπαιξαν στο τέλος της εμφάνισης τους, δείχνουν ότι το γκρουπ κινείται στο σωστό δρόμο για την καταξίωση του. Εάν, μάλιστα, ο Loukas μπορέσει να “μπει” λίγο πιο ενεργά στην εικόνα της μπάντας (κοινώς να ακολουθήσει το παράδειγμα των υπολοίπων μελών και να τα “σπάει” εξίσου στα live), θα κάνουν μεγάλες ζημιές.
Οι ORANGE GOBLIN ξεκινούν το live με τα φρέσκα “Red Tide Rising”, “The Filthy And The Few” και για την υπόλοιπη μιάμιση ώρα, στο An επικρατεί κόλαση. Ο ήχος όπως αρμόζει σε ένα τέτοιο venue, το γκρουπ φαίνεται να γουστάρει τρελά, το κοινό παραληρεί και ένας Ben Ward (που κοντεύει να σαρανταρίσει) να παραδίδει μαθήματα rock star coolness. Το “Time Travelling Blues” σηματοδοτεί την πρώτη τεράστια στιγμή του live, ενώ λίγο αργότερα το “Aquatic Fanatic” θέτει σε υπερδιέγερση ακόμα και τα πόμολα στις πόρτες του club. Εξυπακούεται ότι όποιο τραγούδι και να παιζόταν από τις τρεις, πρώτους, “ιερούς” δίσκους τους θα επικρατούσε χαμός, αλλά μου προξένησε τεράστια έκπληξη που το κοινό αντιδρούσε εξίσου παρανοϊκά και στα κομμάτια του φετινού “A Eulogy For The Damned” αλμπουμ (...το riff του “Acid Trial” είναι ακόμα καλύτερο όταν το ακούς ζωντανά).
Αφού πέσει το “μπλε χιόνι”, η μπάντα ανακοινώνει encore και ο “Quincy, The Pigboy” βγαίνει παγανιά. Η κιθάρα παίζει σε αυτόν τον γνώριμο, γκρινιάρικο ρυθμό και τα κορμιά υποψιασμένων και ανυποψίαστων πάνε από δω και από κει. Moshing μέχρι τελικής πτώσης ή μάλλον καλύτερα ας πούμε, μέχρι το ήπιο “Death Of Aquarius”. Το καλύτερο κομμάτι του φετινού δίσκου βρίσκεται εκεί που του αρμόζει, αν και δεν είναι τυπική κίνηση να βάζεις mid-tempo τραγούδι στο encore. Μεγάλο γκρουπ αυτοί οι Βρετανοί, ξαναλέω εγώ και το τέλος της εμφάνισης με το “Scorpionica” απλά επιβεβαιώνει τις σκέψεις μου.
{youtube}mxL6H0pph6o&feature=g-upl{/youtube}