Μία από τις σημαντικότερες μπάντες της Αμερικανικής indie/alternative σκηνής τα τελευταία είκοσι χρόνια, έρχονται για πρώτη φορά στην Αθήνα για μία μοναδική συναυλία, το Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2015, στο Fuzz Live Music Club.
Η προπώληση ξεκινάει στα 20 ευρώ και για περιορισμένο αριθμό εισιτηρίων. Μετά την εξάντλησή τους, θα συνεχιστεί στα 23 ευρώ. Στο ταμείο, το βράδυ της συναυλίας, η τιμή θα είναι 26 ευρώ.
Διάθεση: τηλεφωνικά στο 11 876, στα καταστήματα Public, Seven Spots, Παπασωτηρίου, Ιανός, Reload και το www.viva.gr
Έχοντας πίσω τους μία εικοσαετή πορεία –σχηματίστηκαν το 1993, στο Duluth της Minnesota– ο Alan Sparhawk, η Mimi Parker και ο Steve Garrington θα βρεθούν για πρώτη φορά στη χώρα μας, φέρνοντας μαζί τους τις σαγηνευτικές μελαγχολικές μελωδίες που έκαναν γνωστούς τους Low ως τους βασικότερους εκφραστές της slow tempo rock μουσικής. Οι ίδιοι προτιμούν να μη χρησιμοποιούν τον όρο slowcore, που οι κριτικοί επινόησαν για να τους περιγράψουν, παρότι θεωρούνται ως ένα από τα ονόματα που έδωσαν τις κατευθύνσεις στο συγκεκριμένο είδος, μαζί με τους Galaxie 500, τους Red House Painters, τους Codeine, την Cat Power.
Τα αρμονικά φωνητικά του Alan και της Mimi, οι χαμηλοί ρυθμοί και οι μινιμαλιστικές ενορχηστρώσεις αποτελούν το σήμα κατατεθέν του σπουδαίου αυτού συγκροτήματος, που κατά καιρούς ενσωμάτωσε στοιχεία και από άλλα μουσικά είδη, όπως το post rock αλλά και η electronica, στον ήχο του, η ουσία του οποίου παραμένει πάντοτε στην απλότητα – το drum kit που χρησιμοποιούν αποτελείται, συνήθως, από μόλις δύο κομμάτια τα οποία η Parker… χαϊδεύει με τα σκουπάκια της - και τις λιτές απέριττες συνθέσεις. Ταυτόχρονα, όμως, στη μουσική τους υπάρχει ένταση και συναισθηματική φόρτιση. Δεν είναι τυχαίο πως ηχογραφούν για λογαριασμό της περίφημης Sub Pop, εδώ και χρόνια, ούτε πως στην παραγωγή των δίσκων τους έχουν συνεργαστεί με ανθρώπους όπως ο Steve Albini, o Jeff Tweedey, o Dave Fridmann και στις περιοδείες τους με ονόματα όπως οι Nick Cave and the Bad Seeds, Wilco, Radiohead, Swans, Soul Coughing.
Μέχρι στιγμής, έχουν στο ενεργητικό τους δέκα studio albums, από το θαυμάσιο ντεμπούτο “I Could Live In Hope” (1994), το “Long Division” (1995), το εμβληματικό “Things We Lost In The Fire” (2001), το υπέροχο “The Great Destroyer” (2005), το πολύ επιτυχημένο “C’mon” (2011), μέχρι το πιο πρόσφατο “The Invisible Way” (2013). Αν θέλαμε να ξεχωρίσουμε μερικά τραγούδια μέσα από αυτά, που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως “highlights” μιας τόσο συνεπούς και σταθερής σε πολύ υψηλά ποιοτικά standards καριέρας, θα αναφέραμε το “Lullaby”, το “Over The Ocean”, το “Sunflower”, το “Canada”, το “Monkey” και το “Silver Rider” (τα οποία διασκεύασε ο Robert Plant στο album του “Band Of Joy”, το 2010), το “Try To Sleep”, το “Especially Me”, το φοβερό “Witches”, το “Just Make It Stop”, το “Amethyst”.
Επίσης, έχουν κυκλοφορήσει πολλά EPs και singles, ενώ έχουν συμμετάσχει σε αρκετές συλλογές, όπως το “A Means To An End: The Music of Joy Division” (στις live εμφανίσεις τους συχνά διασκευάζουν το “Transmission”, ενίοτε και το “Last Night I Dreamt That Somebody Loved Me” των Smiths).
Προφανώς, οι Low ποτέ δεν υπήρξαν μια ιδιαίτερα εμπορική μπάντα, παρότι τα τελευταία albums τους βρήκαν το δρόμο για το Top 100 τόσο των ΗΠΑ όσο και της Βρετανίας, όμως μέσα στα χρόνια έχουν κατορθώσει να κερδίσουν την υποστήριξη ενός μεγάλου πυρήνα φίλων (τους κριτικούς τους έχουν σχεδόν μόνιμα στο πλευρό τους – ότι κι αν σημαίνει αυτό), ακόμα και στην Ελλάδα, όπου οι δίσκοι τους κυκλοφορούσαν μέσω της πολύ σημαντικής ανεξάρτητης Hitch Hyke Records.
Παράλληλα με τις δραστηριότητες της μπάντας, οι Low έχουν δημιουργήσει το δικό τους δισκογραφικό label, Chairkickers Union, έχοντας μετατρέψει σε studio μία εγκαταλελειμένη εκκλησία στην ιδιαίτερη πατρίδα τους, η οποία αποτελεί το ιδανικό σκηνικό τόσο όσον αφορά στην ατμόσφαιρα όσο και στον ήχο των albums τους.
Κατά καιρούς, τα μέλη της μπάντας έχουν συνεργαστεί με άλλα groups ή ασχοληθεί με side projects. Χαρακτηριστικότερες είναι οι περιπτώσεις των Retribution Gospel Choir, με ένα πιο classic rock ήχο, και των Hospital People, που κατά κάποιο τρόπο αποτελούν φόρο τιμής στη synth pop των 80’s και, κυρίως, τους Orchestral Manoeuvres in the Dark. Ο Sparhawk ηγείται και των δύο σχημάτων.
“Είναι εύκολο να ξεχάσεις και δύσκολο να πιστέψεις ότι οι Low κάνουν αυτό που κάνουν εδώ και 20 χρόνια. Το slowcore είναι ένας πολύ ιδιαίτερος ήχος ώστε να κατορθώσεις να έχεις μία τόσο μακρά και αξιοσημείωτη καριέρα. Όμως η πιο μπάντα με το πιο ταιριαστό – σε σχέση με την αισθητική της - όνομα στον κόσμο, έχει καταφέρει να νικήσει τους όποιους περιορισμούς της.”
Pitchfork
“Η μουσική των Low υπήρξε ανέκαθεν ευλαβική. Η ενέργειά της βρίσκεται περισσότερο στην ηρεμία, παρά στην κίνηση. Πανέμορφα τραγούδια που κινούνται ανάμεσα στον πόνο και τη χαρά, που μπορεί να ηχούν σαν εξομολογητικά ή σαν μικροί ύμνοι.”
Wire
“Η μπάντα από το Duluth έχει κάνει μουσική τόσο απόκοσμη και πνευματική όσο μπορεί να βρεθεί στις ρίζες των blues και των gospel.”
Uncut
“Η μουσική των Low ανέκαθεν ήταν αυτό που περιγράφει ο τίτλος ενός από τα κομμάτια τους: Nothing But Heart”
Pop Matters
{youtube}Grrsh7rGzv4{/youtube}