Οι Cinematic Orchestra, το κορυφαίο όνομα της περίφημης Ninja Tune και ένα από τα σπουδαιότερα της downtempo / trip hop / electronic / nu jazz σκηνής, επιστρέφουν στην Ελλάδα για δύο μοναδικές συναυλίες την Παρασκευή 24 Οκτωβρίου στο Fix Factory of Sound (Θεσσαλονίκη) και το Σάββατο 25 Οκτωβρίου στο Fuzz Live Music Club (Αθήνα)!
Κινηματογραφική ατμόσφαιρα, jazz ρυθμοί, αυτοσχεδιαστική διάθεση και visuals συνθέτουν ένα άκρως γοητευτικό οπτικοακουστικό θέαμα από το συγκρότημα που δημιούργησε ο Jason Swinscoe πριν από 15 χρόνια, μαγεύοντας κοινό και κριτικούς από την πρώτη στιγμή!
Η προπώληση ξεκινάει στα 22 ευρώ και για περιορισμένο αριθμό εισιτηρίων. Μετά την εξάντλησή τους, θα συνεχιστεί στα 25 ευρώ. Στο ταμείο, η τιμή θα είναι 28 ευρώ.
Διάθεση: τηλεφωνικά στο 11876, στα καταστήματα Public, Seven Spots, Παπασωτηρίου, Ιανός,
Reload και το www.viva.gr.
Οι Cinematic Orchestra σχηματίστηκαν το 1999 από τον Jason Swinscoe, ο οποίος εκείνη την εποχή ήταν υπεύθυνος για τις εξαγωγές της Ninja Tune, μίας από τις πιο ονομαστές και κραταιές ανεξάρτητες εταιρείες της Βρετανίας. Ο Swinscoe είχε πλούσιο background, τόσο ως μουσικός – παίζοντας μπάσσο και κιθάρα σε διάφορες μπάντες – όσο και ως DJ. Έτσι, την ίδια στιγμή που έστελνε στο εξωτερικό τους δίσκους των Coldcut και του Mr. Scruff, άρχισε να δουλεύει στο μυαλό του το πρώτο album των Cinematic Orchestra χρησιμοποιώντας όλες τις πολυποίκιλες ιδέες και επιρροές που είχαν "αποθηκευτεί" σε αυτό τα προηγούμενα χρόνια, με επίκεντρο την αγάπη του για τους μπασσίστες της jazz, τις rhythm sections και τα κινηματογραφικά soundtracks.
Το αποτέλεσμα ήταν το "Motion", ένα album που καθιστά το όνομα της μπάντας που σχημάτισε ο Swinscoe, μαζί με ορισμένους ανήσυχους jazz μουσικούς, απόλυτα εύστοχο. Το Uncut έγραψε χαρακτηριστικά πως "κάθε σκληροτράχηλο, φωτισμένο από το neon του Hollywood, thriller που έχετε δει, ο ήχος χιλίων femmes fatales, καταραμένων detectives και σκοτεινών συνωμοσιών παρουσιάζεται ανανορφωμένος σε μια ιδιοφυώς σαμπλαρισμένη ηχητική αφήγηση".
Αυτή η πρώτη δουλειά των Cinematic Orchestra εξέπληξε τους πάντες και ψηφίστηκε ως η καλύτερη της χρονιάς από τους ακροατές του Radio One. Παρόμοια αντιμετώπιση είχε και το album που ακολούθησε, το οποίο περιείχε remixes που έκαναν σε άλλες μπάντες και μουσικούς. Τιτλοφορημένο απλά "Remixes 98 – 2000", προκάλεσε καινούργια διθυραμβικά σχόλια από τον Τύπο, με τον Guardian να λέει πως "είναι τρομακτικά σπάνιο για έναν σύγχρονο καλλιτέχνη να διαθέτει τόσο βαθιά γνώση και αναμορφωτική δύναμη, ώστε να σε παρασύρει στον κόσμο του γνωρίζοντάς σου έναν καινούργιο τρόπο για να ακούς μουσική".
Όμως, η απόλυτη αναγνώριση ήρθε με το δεύτερο, ουσιαστικά, album τους, "Every Day", το οποίο κυκλοφόρησε το 2002. Με λιγότερη έμφαση στην "κινηματογραφική" πλευρά της μπάντας και περισσότερη στην καθαρά μουσική, αποτέλεσε την απαρχή της συνεργασίας του Swinscoe με τον σπουδαίο μπασσίστα της jazz, Phil France.
Στο album συμμετέχουν, επενδύοντας φωνητικά τρία από τα κομμάτια του, η θρυλική Fontella Bass (μέλος του Art Ensemble of Chicago και ερμηνεύτρια του διαχρονικού "Rescue Me") και ο διάσημος rapper από το Νότιο Λονδίνο, Roots Manuva. Η πρώτη τραγουδά στο "All That You Give", το υπέροχο single του album, καθώς και στο απόλυτο highlight του, το συγκλονιστικό "Evolution", ενώ ο δεύτερος δίνει μία πολύ διαφορετική εκδοχή του ταλέντου του – σε σχέση με το παρελθόν – στο πιο ενδοσκοπικό "All Things To All Men".
Στο single, "Horizon", που ακολούθησε και δεν περιέχεται στο "Every Day", φωνητικά κάνει η νεαρή Niara Scarlett, η οποία περιοδεύει με τη μπάντα τα τελευταία τρία χρόνια, ακολουθώντας την στα ταξίδια της ανά τον κόσμο, από τη Γερμανία στην Ιαπωνία και από την Ιταλία στην Πορτογαλία.
Η επόμενη κυκλοφορία των Cinematic Orchestra ήταν το soundtrack της βουβής ταινίας του 1929 "Man With The Movie Camera", του σκηνοθέτη Dziga Vertov, αποτέλεσμα της εξαιρετικά μεγάλης δημοτικότητάς τους στην Πορτογαλία, μιας και τους ζητήθηκε να επενδύσουν μουσικά τη συγκεκριμένη ταινία με την ευκαιρία της ανακήρυξης της πόλης του Porto ως Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης για το έτος του 2001. Έγραψαν τη μουσική και την παρουσίασαν ζωντανά στην τελετή έναρξης των σχετικών εκδηλώσεων, κερδίζοντας ένα.... δεκάλεπτο standing ovation από το ενθουσιασμένο κοινό!
Όμως, ο Jay Swinscoe, όντας φανατικός φίλος των soundtracks και ιδιαίτερα εκείνων του Bernard Hermann (“Taxi Driver”, “The Birds”, “North By North West”) και του John Lurie (“Down By Law”, “African Summer”), πέρα από τον ενθουσιασμό του για το συγκεκριμένο event, θέλησε να ηχογραφήσει μία τελειωτική version του soundtrack, με την συνδρομή εγχόρδων και του περκασιονίστα Milo Fell. Αυτό συνέβη, σε διάστημα δύο ημερών, στα περίφημα Whitfield Street Studios, στο Λονδίνο, ενώ το album κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2003.