Για πρώτη φορά κυκλοφορούν σε μία έκδοση όλα τα τραγούδια του μεγάλου στιχουργού Μάνου Ελευθερίου. Στο βιβλίο«Τα λόγια και τα χρόνια, 1963-2013» (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο), ο Μάνος Ελευθερίου μιλάει για την περιπέτεια της στιχουργικής με συνθέτες που απέρριψαν στίχους του ύστερα από… 25 χρόνια. Αποκαλύπτει ότι κάποια μέτρια τραγούδια της δεκαετίας του΄70 «πολτοποιήθηκαν» από τις εταιρείες διότι «δεν πουλούσαν». Διαβάστε τον πρόλογο της έκδοσης, από τον ίδιο:
Πριν από χρόνια, ο φίλος και συνθέτης Σπύρος Κουρκουνάκης είχε την καλοσύνη να απομαγνητοφωνήσει από τους δίσκους 33 στροφών της συλλογής μου και στη συνέχεια να δακτυλογραφήσει και να ταξινομήσει όσα τραγούδια μου κυκλοφόρησαν από το 1963 ως το 1995. Δουλειά αγάπης, βέβαια, αλλά εξοντωτική, και σ’ εκείνον οφείλω την πρώτη μαγιά γι’ αυτή τη συγκεντρωτική έκδοση των στίχων μου. Τον ευχαριστώ «εκ μέσης καρδίας», όπως έλεγαν οι παλαιοί.
Τα τραγούδια παρουσιάζονται εδώ με τη χρονολογική σειρά που κυκλοφόρησαν. Η χρονολογία σημειώνεται πριν από το όνομα του συνθέτη κάθε τραγουδιού. Ακόμη πιο πριν, οι χρονολογίες μέσα σε παρένθεση, όπου υπάρχουν, δηλώνουν το χρόνο γραφής κάθε τραγουδιού και είναι όσες κράτησα. Δεν ξέρω ποιον μπορεί να ενδιαφέρει μια τέτοια επισήμανση και αν ικανοποιεί κάποια ανάγκη πέρα από τη δική μου περιέργεια να βλέπω πόσος καιρός χρειάστηκε για να μελοποιηθεί κάποιο τραγούδι.
Ειδικά γι’ αυτή τη λεπτομέρεια, θέλω να διευκρινίσω ότι καμιά φορά οι συνθέτες κρατούν πολύ καιρό στο συρτάρι τους, και πέντε και δέκα χρόνια, στίχους που τους έδωσες για μελοποίηση. Τότε τους επισκέφθηκε η έμπνευση. Μπορεί όμως και να σε ειδοποιήσουν μετά από χρόνια ότι οι στίχοι που τους έδωσες δεν τους ενδιαφέρουν, για διάφορους λόγους, και είσ’ ελεύθερος να τους δώσεις σε άλλο συνθέτη. Όλα μέσα στο πρόγραμμα και τη διαδικασία της δουλειάς.
Αξέχαστη θα μου μείνει η περίπτωση ενός συνθέτη ο οποίος μου τηλεφώνησε κάποτε ευγενέστατα και μου είπε ότι οι στίχοι που του είχα δώσει πριν από... είκοσι πέντε (25) χρόνια δεν τον εμπνέουν και μπορώ να τους δώσω αλλού. Τους στίχους ούτε τους θυμόμουν. Πρέπει να ήταν άθλιοι και τους είχα πετάξει. Αλλά ο ευλογημένος – μετά από 25 χρόνια!
Σκαλίζοντας τα κιτάπια μου γι’ αυτή την έκδοση, είδα ότι εδώ και χρόνια έχω δώσει σε συνθέτες πολλά τραγούδια για μελοποίηση. Μερικά μπορεί να κυκλοφόρησαν κιόλας και να μην το πήρα είδηση. Όλα γίνονται. Αν κυκλοφορήσουν όμως αργότερα, μετά την εποχή τους, θα τ’ ακούσει ένας άλλος κόσμος, με άλλα ενδιαφέροντα και προτιμήσεις. Ο καιρός περνάει γρήγορα, ανελέητα, όλα στον κόσμο έρχονται τα πάνω κάτω, οι αλλαγές στα πάντα είναι τέτοιες, ώστε η εναλλαγή των γενεών γίνεται πια κάθε δέκα χρόνια. Επόμενο είναι αυτά τα τραγούδια να θυμίζουν «μαραμένα γιούλια και βιόλες» και να μην ενδιαφέρουν κανέναν, ιδιαίτερα τους νέους ακροατές.
Είναι τουλάχιστον αστείο να νομίζουν ορισμένοι (και δυστυχώς είναι πολλοί, πρόσωπα που σέρνουν την ανίατη αρρώστια της αθανασίας) ότι όσα έγραψαν σήμερα ή χτες μπορούν θαυμάσια να ενδιαφέρουν και τις επόμενες γενεές.
Όμως αυτά γίνονται μόνο με τα μεγάλα έργα της ανθρωπότητας. Και τέτοιο κουσούρι δεν το είχαν ούτε οι αρχαίοι Έλληνες τραγικοί ούτε ο Σαίξπηρ.
Πρέπει να δηλωθεί ακόμη ότι απ’ αυτή την έκδοση απορρίφθηκαν (από εμένα, βέβαια) οι στίχοι 30 τουλάχιστον τραγουδιών. Ήταν αδύνατο να σταθούν οπουδήποτε. Το γιατί τα μελοποίησαν οι συνθέτες και γιατί τα ερμήνευσαν οι τραγουδιστές, είναι άλλη ιστορία. Πάντως τους ευχαριστώ θερμά.
Άλλα τόσα πρέπει να είναι και τα τραγούδια που παραμένουν «εν υπνώσει», όπως λένε για ορισμένα μέλη τους οι τέκτονες. Έχουν κυκλοφορήσει, βέβαια, αλλά είναι αδύνατο να τ’ ανακαλύψω, αφού ούτε αντίγραφο των στίχων κράτησα ούτε δίσκο απέκτησα. Το χειρότερο: δεν τα άκουσα ποτέ. Το τρισχειρότερο: δε θυμάμαι ποιοι συνθέτες τα μελοποίησαν και ποιοι τραγουδιστές τα ερμήνευσαν. Θα τα έχουν ξεχάσει, ευτυχώς, κι εκείνοι. Όλα αυτά, τη δεκαετία του 1970. Μακρινά πράγματα. (Κάποτε που ζήτησα από μια δισκογραφική εταιρεία να με βοηθήσει σε κάτι, με πληροφόρησαν ότι τα CD αυτών των τραγουδιών τα είχαν δώσει για πολτοποίηση γιατί δεν πουλούσαν. Δεν κράτησαν για το αρχείο τους ούτε ένα δείγμα. Δεν είχαν καν αρχείο, για τίποτα και για κανέναν. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ κάποιοι άνθρωποι που έγραψαν τραγούδια και κάποιοι που τα τραγούδησαν.)
Απ’ την άλλη, σκέπτομαι ότι αργότερα ίσως κάποιος αιθεροβάμων αποπειραθεί να συμπληρώσει αυτή την έκδοση, για να είναι πλήρης η τράπουλα και για «να δούμε ολοκληρωμένο το πρόσωπο του στιχουργού». Χαμένος κόπος, νομίζω.
Δεν ξέρω ποιος μπορεί να ενδιαφέρεται για τέτοιες αποκαταστάσεις. Και δε χάθηκε ο κόσμος αν δε βρεθούν τα τραγούδια. Είτε επιτυχημένα είτε αποτυχημένα, θα συνεχίσουν να ταξιδεύουν στα μεγάλα πελάγη, μαζί με τα άλλα, τα γνωστά και τα άγνωστα, δίπλα στα υπόλοιπα φανερά ή κρυφά της ζωής μας.
Όσο ετοίμαζα προς έκδοση αυτούς τους στίχους, χωρίς να το θέλω άρχισα να διορθώνω μερικά πράγματα που μου ξέφυγαν στην πρώτη τους μορφή, η οποία ήδη κυκλοφορεί. Μάταιος κόπος. Τα τραγούδια έχουν πάρει το δρόμο τους. Τ’ άφησα όπως ήταν. Μερικά τετράστιχα μπορεί να φανούν αφασικά – δυστυχώς, έτσι κυκλοφόρησαν. Ας τα διορθώσει όποιος θέλει, κι αν τα τραγουδήσει, ας τα λέει με τις δικές του αλλαγές. Υπάρχουν βέβαια και σφήνες ηθελημένα «αφασικές». Εκεί έχω κρύψει, φαίνεται, ορισμένα μυστικά, που όμως τώρα ούτ’ εμένα μου λένε τίποτε.
Πρέπει όμως να παραδεχτώ κι ότι δεν μπορείς να τα λες και να τα γράφεις όλα με λεπτομέρειες. Πρέπει ν’ αφήνεις κι ένα παράθυρο για να συμπληρώσει ο ακροατής όσα θέλει, εφόσον έχει κι αυτός κάποιο ταλέντο. Γιατί αυτό ακριβώς χρειαζόμαστε, ειδικά σ’ αυτούς τους άγριους καιρούς: ακροατές με ταλέντο. Και στο θέατρο, θεατές με ταλέντο. Και στη λογοτεχνία, αναγνώστες με ταλέντο. Ανθρώπους που μπορούν να σε βοηθήσουν με μια χρήσιμη παρατήρηση.
Θα μπορούσα να παραπέμψω σε πολλές εικόνες και περιστατικά που με κατοίκησαν, που ζω μαζί τους επί χρόνια και τα πέρασα στα τραγούδια μου. Αν τα εξηγούσα, θα βάραινε το πράγμα – με εσώψυχα, με κρυμμένα πράγματα, δήθεν μυστικά κι ακατανόητα. Όσο κι αν ορισμένα τραγούδια είναι πράγματι σουρεαλιστικά, δεν είναι παρά πιστή αντιγραφή της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας, και ειδικά της δικής μου περιπέτειας σ’ αυτό το χώρο και σ’ αυτό τον τόπο.
Το κακό σ’ αυτή την περιπέτεια είναι ότι υπέκυψα συνειδητά στην τρομοκρατία της ομοιοκαταληξίας (για να είμαι πιο απλός, πιο προσιτός;). Μέγα λάθος. Έπρεπε να χρησιμοποιήσω όλα τ’ αποθέματα της αντοχής και την όποια επιρροή μου για να πείσω τους συνθέτες ν’ αλλάξουν κάτι. Δεν το τόλμησα. Και ίσως είν’ αργά. Άλλωστε τώρα πια γράφουμε τραγούδια μόνο για την ψυχή μας – και, επιτέλους, όπως τα θέλουμε.
Κάμποσοι συνθέτες της γενεάς μου, από διαίσθηση κι αμηχανία μπροστά στα αδιέξοδά τους, και φυσικά από την ώθηση του σπουδαίου ταλέντου τους, προκειμένου ν’ αλλάξουν δρόμους και ορίζοντες, αφού περπατούσαν επί χρόνια στο ίδιο μονοπάτι, πρότειναν και τόλμησαν να φυσήξουν στο έργο τους άλλον αέρα. Ακριβώς τον αέρα που και σήμερα χρειάζεται το νέο ελληνικό τραγούδι. Εκείνοι μπορεί να ζουν τώρα από τη σύνταξή τους, αφού ολόκληρη η γενεά μετά τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη είναι πλέον στο περιθώριο, το έργο της όμως ξεπέρασε σε ποιότητα όλη τη γλυκανάλατη μεταπολεμική ιστορία. Ό,τι έγινε το αποδίδω στη διαίσθησή τους, κι οπωσδήποτε στις επιτακτικές φωνές που έρχονταν «απέξω». Οι «έξω» στάθηκαν δάσκαλοι και οδηγοί. Και το μεγάλο ταλέντο των δικών μας πάντα τους δίδασκε τι έπρεπε να κρατήσουν και πώς ν’ αξιοποιήσουν μέσα στον ελληνικό χώρο αυτή την επιρροή.
Οι νέοι τραγουδοποιοί έχουν πάρει το μήνυμα των ουρανών κι άρχισαν τη δική τους μεγάλη πορεία. Είναι η αρχή ενός μέλλοντος που δεν ξέρουμε πόσο θα διαρκέσει. Εξαφανίζονται πια το παγωμένο κουπλέ και το ρεφρέν, κι εμφανίζεται κάτι εντελώς καινούργιο. Μακάρι να συνεχιστεί. Κανένας ζωγράφος δε ζωγραφίζει πια αρνάκια και βοσκοπούλες με τον τρόπο του Θωμόπουλου, κανένας ηθοποιός δεν παίζει όπως οι ηθοποιοί του 1960. Μόνον ορισμένοι αγιογράφοι έμειναν προσκολλημένοι σε μια δήθεν βυζαντινή εποχή (σε ποιον αιώνα άραγε της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας;). Με τους πολύ νεότερους συνθέτες που συνεργάστηκα, από το 2000 και μετά, φαίνεται αυτή η ιδιαιτερότητα. Ήταν κάτι που το ζητούσα από πάντα, αλλά κι εδώ με κυνηγάει η ομοιοκαταληξία.
Τα τελευταία χρόνια, το ελληνικό τραγούδι συντηρείται με τα σωληνάκια. Δε φταίνε οι δημιουργοί. Φταίνε προπάντων όλοι εκείνοι που προστάτευαν κάποτε και βοηθούσαν την πορεία του. Είναι όσοι πρωτοστάτησαν επί δεκάδες χρόνια στην ανάδειξη και την προώθηση της ελληνικής μουσικής, παρουσιάζοντας κάθε νέα εργασία παλαιού ή νέου συνθέτη, φιλοξενώντας συνεντεύξεις τους κι αποκαθιστώντας, επιτέλους, τη «σκοτεινή» (τι λέξη!) γενεά των ρεμπέτηδων και των λαϊκών συνθετών, στιχουργών και τραγουδιστών, αποδίδοντας έτσι έστω κι αργοπορημένα τις τιμές και τα παράσημα που άξιζαν και σβήνοντας τους λεκέδες της ζωής τους. Ήρθε λοιπόν ένας καιρός που αυτοί οι ίδιοι με τη συνδρομή τους υπογράψανε τη ληξιαρχική πράξη θανάτου τού ελληνικού τραγουδιού. (Και για να μιλήσουμε με τους ψυχρούς κι ανελέητους αριθμούς: ανάμεσα στα άλλα που μας δυναστεύουν, είναι ντροπή κι εξευτελισμός να πουλάς ένα CD με 12 τραγούδια σου σε 76.000 αντίτυπα και να εισπράττεις σήμερα ως πνευματικά δικαιώματα 328 ευρώ!)
Δεν ήταν πάντα ρόδινες οι συνεργασίες μου με τους συνθέτες. Είχαν κι αυτοί τα φεγγάρια τους, όπως όλοι μας. Παρατήρησα όμως ότι όσο σπουδαιότερος είναι κάποιος, τόσο περισσότερο τον βασανίζουν οι ιδιαιτερότητές του. Φυσικά, η μπάλα παίρνει κι εσένα, το συνεργάτη του, και τους δικούς του ανθρώπους. Φαίνεται ότι μόλις γεννηθούν, κάποιο αόρατο χέρι τούς κάνει μια ένεση και τους αναγκάζει ν’ ακολουθήσουν αργότερα αυτή την οδυνηρή περιπέτεια που λέγεται ελληνικό τραγούδι. Το οποίο, βέβαια, εκδικείται τη θεία δωρεά που έχουν και τους δίνει συνεχώς τα παράσημα της ανασφάλειας, του άγχους, της αναγκαστικής συνεργασίας ακόμα και με άσχετους ή ελεεινούς ή γραφικούς ανθρώπους. Πρέπει να έχει κανείς δαιμονική διαίσθηση, για να τον βοηθήσει να ξεφύγει λίγο πριν τον ρίξουν στον γκρεμό. Και μόλις περάσει η κρίση, πάντα υπάρχει η δυνατότητα για καινούργιες κατακτήσεις.
Στα χρόνια που ήμουν στα κέφια μου με το τραγούδι, είχα τη φαεινή ιδέα να καταγράφω όλα όσα μου συνέβαιναν, και τα ευχάριστα και τα δυσάρεστα. Όσο απίστευτα κι αν φαίνονται σήμερα που τα ξαναδιαβάζω, εντούτοις ήταν όλα αληθινά. Από τη μια, αδιανόητες ανοησίες ή κακογουστιές. Κι από δίπλα, συγκινητικά περιστατικά που σε γονατίζουν με την ομορφιά και τη μεγαλοσύνη ορισμένων καλλιτεχνών.
Σήμερα μένουν στον αέρα οι εντελώς νέοι τραγουδοποιοί, στιχουργοί κι ερμηνευτές. Με δικά τους έξοδα πλέον κυκλοφορούν ένα CD και το δίνουν στα βιβλιοπωλεία να το πουλήσουν (αφού μετά τις δισκογραφικές εταιρείες έκλεισαν και τα δισκοπωλεία), μήπως και εισπράξουν κάποτε κάτι ελάχιστο. Οι περισσότεροι, αν δεν έχουν μια δεύτερη δουλειά, ζουν από τη σύνταξη των γονιών τους. Τα καλοκαίρια όμως έχουν τη δυνατότητα να κάνουν μερικές συναυλίες στην επαρχία και να νομίζουν ότι εισπράττουν, αφού και οι μαγαζάτορες νομίζουν ότι τους πληρώνουν. Το σπουδαίο είναι πως η νεολαία τούς αποθεώνει.
Παράλληλα γίνονται και συναυλίες με τα εναπομείναντα μεγάλα ονόματα και είδωλα της νύχτας. Τραγουδούν τα παλιά τους τραγούδια, εκείνα που τιμήθηκαν κάποτε από χιλιάδες αγοραστές με χρυσούς και πλατινένιους δίσκους. Και παρ’ όλο που σήμερα ειδικά θα χρειάζονταν και μερικά «πολιτικά» τραγούδια, για να ξεσηκώσουν περισσότερο το κοινό (καθώς δεν υπάρχει από πάνω η τρομερή μαύρη χειρ ενός αόρατου κράτους και το κυνηγητό της αστυνομίας εναντίον όλων εκείνων που τολμούσαν να τα τραγουδήσουν), εντούτοις τη θέση τους παίρνουν ακόμη μια φορά τα αθάνατα ερωτικά τραγούδια. Καλά ή άσχημα, σοροπιασμένα ή όχι, μπορούν άνετα να συντηρούν ένα γονατισμένο λαό, καθώς είναι από τις ελάχιστες ανάσες της βασανισμένης ζωής. Μου φαίνεται μάλλον παρατραβηγμένο αυτό που θα πω, αλλά κανείς δεν ξέρει τι ανταπόκριση θα είχε σήμερα αν άρχιζε κάποιος, όχι απαραίτητα κουλτουριάρης, τη συναυλία του με τον ύμνο της Διεθνούς ή το «Στ’ άρματα, στ’ άρματα»! Βέβαια, υπάρχει η πάντα επίκαιρη Ρωμιοσύνη, των Θεοδωράκη - Ρίτσου, όμως αυτή την κρύβουν οι καλλιτέχνες μας, φαίνεται, για τις πρώτες μέρες της επανάστασης.
Τελειώνοντας: Το μεγάλο ευχαριστώ ανήκει πρώτα πρώτα σε όλους ανεξαιρέτως τους συνθέτες, που είχαν την τέχνη να δώσουν φτερά σ’ αυτούς τους στίχους μου, και φυσικά στους ερμηνευτές, πολλοί από τους οποίους έδωσαν και την ψυχή τους.
Ιδιαιτέρως θέλω να ευχαριστήσω το λαμπρό φίλο μου Χρήστο Λεοντή, ο οποίος, νέος κι εκείνος τότε, το 1963, μελοποίησε το πρώτο μου τραγούδι, τους «Ρημαγμένους κήπους». Νομίζω πως ήταν και το πρώτο δικό του που κυκλοφόρησε. Ένα τραγούδι για το οποίο πήραμε και προκαταβολή, τότε, 500 δραχμές ο καθένας!
- Πληροφορίες
- news.team