Στο χωρισμένο από το τείχος Βερολίνο, άγγελοι περιπλανιούνται στους δρόμους, ακούγοντας τις σκέψεις των ανθρώπων. Ένας από αυτούς ερωτεύεται μια ακροβάτισσα του τσίρκου. Τα αισθήματά του για αυτήν είναι τόσο έντονα που ζητά να χάσει το προνόμιο της αθανασίας και να γίνει θνητός. Επιλέγει να αφήσει την αθανασία και την αιωνιότητα και να "οξειδωθεί μες στη νοτιά των ανθρώπων", να σταματήσει να παρακολουθεί (με την ασπρόμαυρη ματιά του) τη ζωή και να τη ζήσει σαν άνθρωπος. Ο άγγελος Damiel θα "εκπέσει" με τη θέλησή του, στους περιορισμούς του χρόνου, στην αρρώστια, τον πόνο και στο θάνατο, γιατί μόνο έτσι θα μπορέσει να αγγίζει, να αισθάνεται, να ζήσει τον έρωτά του για τη Marion, να νοιώσει όλα αυτά τα απλά και καθημερινά που τα συνοψίζει ο Peter Falk μπροστά από μία καντίνα, ξημερώματα: "To smoke, and have coffee--and if you do it together, it's fantastic. To draw, and when your hands are cold you rub them together..”