Η «Όπερα της πεντάρας», γράφτηκε από τον Μπρεχτ το 1928, την παραμονή δηλαδή του μεγαλύτερου ως τότε παγκόσμιου οικονομικού κραχ. Αποτελεί διασκευή του έργου του Τζων Γκαίυ, «H Όπερα του ζητιάνου» (1728), από το οποίο διατήρησε το σατιρικό ύφος, όχι όμως διακωμωδώντας την ιταλική όπερα αλλά καυτηριάζοντας την αστική υποκρισία. Λίγο αργότερα, το 1931 σκηνοθετήθηκε για τη μεγάλη οθόνη από τον Γκεόργκ Βίλχελμ Πάμπστ. Ο Πάμπστ γύρισε την ταινία σε δύο εκδοχές, τη γερμανική και τη γαλλική, με δύο καστ (Γερμανούς και Γάλλους ηθοποιούς), σύμφωνα με την κοινή πρακτική που ακολουθούσαν οι δημιουργοί στις αρχές της περιόδου του ομιλούντος κινηματογράφου. Ογδόντα χρόνια μετά το γύρισμα της ταινίας, το έργο παραμένει επίκαιρο, σαρκαστικό και ένα δριμύ «κατηγορώ» στο καπιταλιστικό σύστημα, που εκμεταλλεύεται ακόμη και τους πιο αδύναμους κρίκους της κοινωνίας σε κάθε εποχή, δηλαδή τους ανέργους και την ανάγκη τους για δουλειά. Εμπόριο μπορούν να γίνουν τα πάντα, ακόμη και η ελεημοσύνη. Πρωταγωνιστές, ένας στυγνός «επιχειρηματίας» με εταιρεία-βιτρίνα που εκμεταλλεύεται τους επαίτες του Λονδίνου αλλά δηλώνει φτωχός, ένας επίορκος αστυνομικός, ένας ληστής που λιγουρεύεται τα μεγάλα «πορτοφόλια», μια διάσημη πόρνη. Μήπως σας φαίνονται κάπως γνώριμα όλα αυτά; Πρόκειται για μορφές βγαλμένες από τη φαντασία του Μπρεχτ με φόντο την αστική τάξη του βικτοριανού Λονδίνου, οι οποίες όμως παραμένουν δυστυχώς εξαιρετικά γνώριμες και σήμερα. Η ταινία είναι μια επίκαιρη επιλογή και κριτικό σχόλιο για τις εποχές που διανύουμε, εποχές όπου το σύγχρονο οικονομικοκοινωνικό σύστημα περνά την πιο βαθιά του κρίση.