avopolis.team

Άκουσα πρώτη φορά το La Voglia La Pazzia L'Incoscienza L'Allegria των Ornella Vanoni, Vinicius de Moraes & Toquinho πέρυσι την άνοιξη, σε ένα πρωινό καφέ χανγκόβερ στο σπίτι του Άσμιρ.


Το προηγούμενο βράδυ ήταν η πρώτη φορά που βρισκόμουν με πολύ κόσμο μετά από καιρό και το επόμενο πρωί θα έδινε τη θέση του σε απογευματινό ταξίδι πίσω στην Ελλάδα.

Τον είχα ρωτήσει το προηγούμενο βράδυ τι είναι, αλλά δεν κατάφερα να το συγκρατήσω μέσα στη γενική θαμπάδα. Ένας δίσκος με ένα μάλλον generic εξώφυλλο με τρία πορτρέτα σε γκρο πλαν, ακουμπισμένος πάνω σε ένα ράφι, μόνος του σαν τρόπαιο.

Για κάποιο λόγο η πρώτη φορά που τον άκουσα μου έφερε στο μυαλό έναν άλλο αγαπημένο «καλοκαιρινό» δίσκο, τα Δώδεκα Βράδυα της Λίτσας Σακελλαρίου με τον Γιώργο Γεωργιάδη και τον Πέτρο Ζέρβα.

Αγαπώ την αβίαστη μουσική, που ακούγεται σαν μια ανάσα και στην περίπτωση του  La Voglia La Pazzia L'Incoscienza L'Allegria  των Ornella Vanoni, Vinicius de Moraes & Toquinho, ακούγεται ακριβώς έτσι. 

Μόνο μια φωνή που κουβαλάει μέσα της σεφαραδίτικα σκέρτσα, τον ιταλικό ρομαντισμό, το coolness του ανοιχτού μυαλού, με σιγουριά 100 cantores και θρησκευτικό σεβασμό στη φόρμα του είδους που υπηρετεί, θα μπορούσε να τραγουδήσει σε ένα τέτοιο δίσκο. 

Η φωνή της Ornella Vanoni σε συνεργασία με τον θρυλικό στιχουργό, πρωτεργάτη της bossa nova και της tropicalia Vinicius de Moraes και με τη μουσική και η ενορχήστρωση του εξίσου επιδραστικού και σχεδόν αποκλειστικού συνεργάτη του de Moraes, Toquinho που ακροβατεί μεταξύ bossa, tropicalia, ναπολιτάνικης καντάδας και συμφωνικής pop, υπογραμμίζει τέλεια την αίσθηση της καλοκαιρινής απέραντης μεσογειακής θλίψης που ξεροψήνεται κάτω από τον καυτό ήλιο, σαν τα κοστούμια από τα τζιτζίκια στα βράχια ενώ στα νερά που τη βρέχουν συμβαίνουν όλα την ίδια στιγμή.

Αυτά τα νερά που τώρα βλέπουν ορδές ανθρώπων να επαναπροωθούνται από μια εγκληματική πολιτική χαμένοι, στοιβαγμένοι σε βάρκες, χωρίς πρόσωπο.

Τα βράχια που το στολίζουν στα οποία αφήνονται ημιθανή στο έλεος της τύχης τους τραγικά θύματα γυναικοκτονίας.

Τα τζιτζίκια που καλύπτουν με το βόμβο τους, τον υπόκωφο παλμό μιας παραζεσταμένης μηχανής που είναι έτοιμη να σκάσει και να γίνει μαύρος καπνός. 
 
Ας βουτήξουμε τη μηχανή μέσα μέχρι όλα να γίνουν νερό λοιπόν.  Χωρίς φόβο, όπως λέει και το τραγούδι που ανοίγει το δίσκο.
 
 
O Jay Glass Dubs είναι μουσικός.
 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured