Αν θα μπορούσαμε να δώσουμε στον όρο “morning glory” ακόμα μία προέκταση – που ουδεμία σχέση έχει με τους Oasis ή με κάποιο σεξουαλικό ευφημισμό -, τότε σημαίνει αυτόματα ότι μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτές τις δύο λέξεις για να περιγράψουμε την κατάσταση ευφορίας στην οποία βρέθηκα Παρασκευή πρωί, όταν και τελείωσα την ακρόαση του Fear of the Dawn, τον τελευταίο δίσκο του Jack White, ο οποίος κυκλοφόρησε την ίδια (προαναφερθείσα) μέρα. Έχοντας βγει από ένα σερί φρέσκων, ωραιότατων κυκλοφοριών αυτή την περίοδο, όπως ο δίσκος του Carpenter Brut καθώς και το γιγάντιο, σχεδόν 7λεπτο single των dälek, ο δίσκος του White έρχεται με ορμή και αποφασιστικότητα αφού πρώτα είχε προϊδεάσει με ένα υπέροχο ποιοτικά αψεγάδιαστο 3/3 στα singles – κάτι που μόνο οι Fontaines D.C. κατάφεραν φέτος (αν και ο δίσκος δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμα ώστε να αξιολογηθεί στην πληρότητά του).
Κάθε φορά που ο εν λόγω κύριος αποφασίζει, ενόψει κάποιας καινούριας του κυκλοφορίας, να μας θυμίσει πως αυτός είναι ο πραγματικός “Jack”-superstar του Tennessee (αφήνοντας τον συνονόματό του, "Daniel’s" να ωριμάζει σιωπηλά σε κάποιο βαρέλι), προκύπτει η συζήτηση εάν η larger-than-life προσωπικότητά του αποτελεί τη μοναδική ευκαιρία του ροκ να επανέλθει σε μια – εμπορική – κορυφή. Όχι να επιβιώσει – το ροκ δεν πέθανε ποτέ στην πραγματικότητα. Μήπως όμως το Billboard 200 ξεκινήσει να αυξάνει τη συχνότητα με την οποία βλέπουμε ροκ δίσκους στην κορυφή του; Μήπως ο Jack White είναι ο βασικός αρχιτέκτονας αυτής της επιστροφής στην κορυφή;
Μιλώντας με τέτοιους όρους και νούμερα, να υπενθυμίσουμε κάπου εδώ ότι οι τελευταίοι τρεις (σόλο) δίσκοι του White όντως πάτησαν την κορυφή του Billboard 200 – το Lazaretto μάλιστα κατείχε το ρεκόρ της πλέον ευπώλητης κυκλοφορίας σε βινύλιο για 7 χρόνια μέχρι να ξεπεραστεί από την έτερη Τενεσιώτισσα Taylor Swift. Αυτό που προκαλεί τη μεγαλύτερη εντύπωση βέβαια είναι πως, δεδομένης την γνωστής, τεράστιας επιτυχίας που σημείωναν οι White Stripes επί δέκα περίπου συναπτά έτη, το 2012 είναι η πρώτη φορά που σκαρφαλώνει ο White στο εν λόγω νο. 1 με τον πρώτο σόλο δίσκο του, Blunderbuss. Μια κορυφή απολύτως αναμενόμενη που ήρθε νομοτελειακά για να αποδείξει και με τη βούλα ότι το αλήτικο ροκ που πατάει σε πατροπαράδοτη blues φόρμα έχει ακόμα τη δύναμη να κοιτάξει τον Γαργαντούα του σύγχρονου hip-hop/R&B κατάματα.
Σύγχρονο hip-hop/R&B είπαμε; Ακόμα και σε αυτό το (απόλυτα κραταιό στις μέρες μας) είδος έχει καταφέρει να αφήσει το στίγμα του ο κύριος White. Η φιλία του με τον Jay-Z, εκτός της κυκλοφορίας του δίσκου του τελευταίου, Magna Carta Holy Grail, σε συλλεκτική βινυλιακή έκδοση από το label του πρώτου, Third Man Records, οδήγησε επίσης και στο να γράψει/επιμεληθεί εξ’ ολοκλήρου το κομμάτι “Don’t Hurt Yourself” για λογαριασμό του περιβόητου δίσκου της Beyonce ονόματι Lemonade. Και το αποτέλεσμα; Το αδιαμφισβήτητο highlight ενός δίσκου που κατά το γράφοντα έχει λάβει αμετροεπείς διθυράμβους που ανασκοπικά φαίνονται περισσότερο να αυτό-σατιρίζουν (ακουσίως, φυσικά) την ίδια τους την υπερβολή παρά να εξυμνούν όντως «έναν από τους καλύτερους δίσκους της δεκαετίας» (φευ!).
Αξίζει δε να σημειώσουμε ότι από την άλλη, το κομμάτι του “Another Way To Die” για την ταινία Quantum of Solace, στο οποίο συμμετέχει η Alicia Keys, πράγματι φαντάζει ως μια αταίριαστη επιλογή για Bond theme, εντούτοις μάλλον έλαβε πολύ περισσότερο μίσος απ’ όσο του άξιζε (όπως και η ίδια η ταινία στην τελική).
Αμέσως μετά την σχετικά άμεση και υπέροχα ανώδυνη απεμπλοκή του από τους White Stripes, ο Jack White αποφασίζει να εδραιώσει το όνομά του ως ένα μουσικό brand για το οποίο η διατήρηση μιας αμόλυντης καλλιτεχνικής δημιουργικής διαδικασίας αποτελεί μια εκ των ων ουκ άνευ παραδοχή – η εμπορική επιτυχία, αν και δεδομένη, έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Συνεχίζει να χτίζει περαιτέρω το πάντα ενδιαφέρον label Third Man Records, που τρέχει σχεδόν από τις απαρχές των White Stripes, με κυκλοφορίες που καλύπτουν ένα φάσμα που ξεκινάει από το blues rock και την country για να φτάσει μέχρι το hip-hop και… την ακαδημαϊκής φύσεως χαρτογράφηση του επαρχιακού ελληνικού κλαρίνου του πρώτου μισού του 20ου αιώνα (Why The Mountains Are Black: Primeval Greek Village Music 1907-1960).
Οι εκάστοτε παραξενιές του επί σκηνής φυσικά προσθέτουν μπόνους πόντους στο μύθο του: είτε έχει να κάνει με την πιο σύντομη συναυλία που δόθηκε ποτέ – διάρκειας μόλις μίας νότας (τουτέστιν ένα χιλιοστό του δευτερολέπτου) στο Newfoundland του Καναδά τον Ιούλιο του 2007, προφανώς και εισήχθη αμεσότατα στα Ρεκόρ Γκίνες. Όχι ότι εμείς οι Εν Ελλάδι υπήρξαμε πιο τυχεροί, ντε – ξεχνιέται το γεγονός ότι η μία και μοναδική (απόπειρα) συναυλία(ς) των White Stripes στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 2005 διακόπηκε μετά από 45 λεπτά επειδή… έβγαλε αεράκι;
Ο άνθρωπος μόλις προχθές αποφάσισε να παντρευτεί επί σκηνής τη session μουσικό της δισκογραφικής του, Olivia Jean – η ίδια του η σκηνική ύπαρξη συνεχίζει να τροφοδοτεί το σεμιναριακής αξίας μάρκετινγκ που κάνει για τον εαυτό του και φυσικά μπαίνει στο πάνθεον αντίστοιχου κάλλους χειρισμών, όπως το γεγονός ότι χρόνια μας άφηνε μετέωρους σχετικά με το αν η Meg White είναι αδερφή του ή σύζυγός του ή το γεγονός ότι οι ελάχιστες φορές που συμμετείχε στον κινηματογράφο ήταν πάντα αξιομνημόνευτες – είτε μιλάμε για το Coffee & Cigarettes του Jim Jarmusch ή για το κιθαριστικό ντοκιμαντέρ It Might Get Loud όπου τον απολαμβάνουμε να ανταλλάσσει χαλαρές κουβέντες (και riffs) με τους αξιότιμους κυρίους Jimmy Page και The Edge.
Προηγουμένως ανέφερα ότι δεν τίθεται θέμα επιβίωσης του ροκ σήμερα. Τίθεται, ωστόσο, θέμα πρωτοκαθεδρίας (ή έστω ενεργής διεκδίκησης αυτής) στα charts και γενικά στις συνειδήσεις. Κι αν ικανές, «παραδοσιακές» δυνάμεις όπως οι Foo Fighters και οι Red Hot Chili Peppers (μαζί με το νεόκοπο εικοσαετές British Invasion των, ας πούμε, Arctic Monkeys ή Muse) συμβάλλουν σε αυτό το σκοπό – ακόμα και υπό την αδιάκοπη χλεύη μιας ευρύτερης high-brow κοινότητας -με την οποία, να είμαι ειλικρινής, εν πολλοίς συντάσσομαι εν προκειμένω -, είναι προσωπικότητες όπως ο Jack White και ο Josh Homme που, φερόμενοι να ενδιαφέρονται περισσότερο για την τέχνη παρά για το σταριλίκι, είναι αυτοί που εν τέλει καθορίζουν το rock του 21ου αιώνα. Παραθέτω ένα παράδειγμα: όπως ο Jack White είχε γράψει κομμάτι για τη Beyonce προ πενταετίας, την ίδια εποχή κάτι αντίστοιχο έκανε ο Josh Homme για τη Lady Gaga -πληροφορία που εικάζω πως δεν έπιασαν τα ραντάρ πολλών.
Σχετικά με τον φετινό δίσκο του, Fear of the Dawn (να σημειώσουμε ότι το προσεχές καλοκαίρι έρχεται και δεύτερος δίσκος από τον ίδιο που θα καλύπτει ένα γενικότερο folk ύφος), για να κλείσει κάπως κυκλικά το παρόν κείμενο, αυτό που σίγουρα μπορεί να δηλώσει (τουλάχιστον) ο γράφοντας είναι ότι ο Jack White περνάει υπέροχα. Πειραματίζεται και του βγαίνει με σαφέστατα μεγαλύτερη επιτυχία απ’ ό,τι στο (διόλου κακό κατά τ’ άλλα) Boarding House Reach, τα αναλογικά synthesizers διεκδικούν πρωταγωνιστικό ρόλο, τα drums γκρουβάρουν με motorik ρυθμούς κάνοντας το rhythm section να ακούγεται ενίοτε σαν, ας πούμε, “kraut on steroids”, τα samples του “Into the Twilight” λειτουργούν σαν να υπήρχαν στο κομμάτι ήδη από τις απαρχές της σύλληψής του σαν ιδέα, συμβάλλοντας στη γενικότερη spooky ατμόσφαιρα, ενώ το dub του “Eosophobia” λειτουργεί, σαν φιλοσοφία, όσο καλά λειτούργησαν τα οριακά ρέγκε πλήκτρα του “I Cut Like a Buffalo” από το Horehound των Dead Weather – κατ’ εμέ ο με διαφορά καλύτερος δίσκος του White μέχρι το σημερινό για πολλούς και διάφορους λόγους. Highlights έχει ο δίσκος; Σαφέστατα. Δύο από αυτά είναι αφενός η mosh pit ατμόσφαιρα από το χαοτικής έντασης ομότιτλο κομμάτι, αφετέρου το γενικότερο πείραμα του “Hi-De-Ho” που ξεκινά με ανατολίτικους αμανέδες για να παραδώσει την σκυτάλη σε μία από τις σπουδαιότερες μορφές του hip-hop παγκοσμίως (ακούει και στο όνομα “Q-Tip” επίσης), δίνοντάς μας μια από τις πιο εμβληματικές συνεργασίες που έκανε ποτέ ο White στην καριέρα του.
Αναμένουμε τώρα πώς θα μεταφραστούν όλα αυτά σε νούμερα στο Billboard. Όχι ότι έχει ιδιαίτερη σημασία, η ετυμηγορία (που μετράει) έχει ήδη βγει.