Το νέο άλμπουμ των Depeche Mode, Spirit, αποδεικνύεται κλάσεις ανώτερο από το αδιάφορο Delta Machine (2013) και από το αναιμικό Sounds Of The Universe (2009). Έχουμε, λοιπόν, την ευκαιρία να τους δούμε ζωντανά σε μια καλή φάση τους, σε μια περίοδο που συζητιούνται (με κομμάτια που μας καλούν να καβαλήσουμε το τρένο της επανάστασης και μπόλικες καλές συνθετικές ιδέες), που ακούγονται και που φαίνονται ανανεωμένοι.
Οι Depeche Mode φυσικά δεν είναι μόνο παρόν, είναι και παρελθόν, ζωντανό κομμάτι της ιστορίας της μουσικής, γι' αυτό και κάθε live τους είναι must. Η περιοδεία τους ξεκινά στη Stockholm’s Friends Arena, στη Στοκχόλμη, στις 5 Μαΐου 2017 και περιλαμβάνει στάσεις σε μοναδικά venues όπως τα: Paris’ Stade de France, San Siro στο Μιλάνο, και το Berlin’s Olympiastadion. Την Τετάρτη 17 Μαΐου, λοιπόν, οι Depeche Mode θα βρεθούν στην Αθήνα και στο TerraVibe Park, σε μια συναυλία που μας έρχεται με τη χορηγία της Visa - stay tuned γιατί τις επόμενες μέρες θα έχουμε περισσότερα για τις εκπλήξεις που σε περιμένουν εκεί (αλλά και πριν), αλλά και ένα μεγάλο διαγωνισμό από τη Visa!
Το Avopolis, με την ευκαιρία της επίσκεψης των Depeche Mode στη χώρα μας, με τη βοήθεια κειμένων που γράφτηκαν και στο Sonik, αφιερώνει τον επόμενο μήνα στην αγαπημένη μπάντα που θα δούμε ζωντανά... Πριν, όμως, ξεκινήσουμε με την ιστορία των Depeche Mode και τις διαφορετικές φάσεις τους, καλό είναι να δούμε το περιβάλλον, τη μήτρα από την οποία ξεπήδησαν οι Depeche Mode. Ο Αντώνης Ξαγάς επιχειρεί να μας βάλει στο κλίμα.
Οι επαναστατικές αλλαγές είναι γεγονότα πολύ σπάνια στην ιστορία της μουσικής (μην κοιτάτε που η βιομηχανία και τα μουσικά έντυπα ‒οι …παρόντες εξαιρούνται‒ μπερδεύουν διαρκώς τη μόδα με την επανάσταση). Βέβαια στον (κατά Hobsbawm) αιώνα των άκρων το ρολόι της ιστορίας γνώρισε πολλές και πρωτόγνωρες επιταχύνσεις, με κύριο δράστη και υπαίτιο την επιστήμη και την τεχνολογία. Και μία από τις σημαντικότερες, από άποψη εύρους και πλάτους επιρροής, αλλαγές Παραδείγματος στον ήχο ήταν η εφεύρεση και διάδοση των ηλεκτρονικών μέσων.
Μπορεί βέβαια το δίλημμα «η μουσική ακολουθεί την τεχνολογία ή η τεχνολογία δημιουργεί τις ανάγκες της;» να σας θυμίζει εκείνο της κότας και του αβγού, εν προκειμένω, όμως, το μέσο δεν υπήρξε απλά το μήνυμα, αλλά προηγήθηκε αυτού. Η ηλεκτρονική μουσική γεννήθηκε σε σοβαρές ακαδημίες, σε πανεπιστήμια με αυστηρή αρχιτεκτονική, μέσα στα κλινικά εργαστήρια του Δόκτορος Stockhausen και άλλων τέτοιων στρυφνών τύπων. Η πραγματική ρήξη όμως επήλθε μέσα από τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο επιβάλλονται οι επαναστάσεις και αλλάζουν (και) τα οικονομικά συστήματα: δώσε τα μέσα παραγωγής (βλ. σύνθια) στο λαό.
Ακολουθώντας δε το διαχρονικό σύνθημα της τεχνολογίας «όλο και πιο μικρό», οι υπολογιστές που κάποτε καταλάμβαναν ολάκερα δωμάτια και απαιτούσαν ...τριαξονικές νταλίκες για τη μεταφορά, έγιναν πλέον προσιτοί για το κάθε εφηβικό δωμάτιο, με ολοένα αυξημένες, σχεδόν απεριόριστες, δυνατότητες έκφρασης.
Η ηλεκτρονική pop έχει τις ρίζες της στις πρωτόλειες απόπειρες τύπων σαν τον Gershon Kingsley ήδη στη δεκαετία του ’60 («Popcorn»), ανδρώθηκε με τους Kraftwerk και τις μετρονομικές τους λειτουργίες στον θεό της τεχνολογικής ουτοπίας και βρήκε μια σωματική έκφραση στον «χορό για μουσική» του Ιταλού μάγου Giorgio Moroder.
Ήταν όμως το πανκ εκείνο που απελευθέρωσε τα καινά δαιμόνια, το πανκ το οποίο μπορεί μεν μουσικά να κοίταζε πίσω, έφερε όμως και μια νέα απελευθερωτική νοοτροπία, το περιβόητο «d.i.y.» πνεύμα. Από αυτό το ίδιο καζάνι βγήκαν και τα παιδιά της συνθετικής (sic) ποπ. Ο πρώτος πυρήνας των Depeche Mode (με το όνομα No Romance in China), κάπου στη βαθιά αγγλική επαρχία του Essex, στο άσημο Basildon (μπύρα, παμπ, μπάλα και ανία), κιθάρες και μπάσα κρατούσε στην αρχή.
Έτσι ξάφνου εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ‘70, μια πλημμυρίδα νέων συγκροτημάτων με παράξενα ονόματα, ακόμη πιο παράξενα χτενίσματα, με τα μικρά roland-άκια και korg-άκια τους να βγάζουν ήχους πρωτάκουστους («φουτουριστικούς»), ενέσκηψε στη μουσικο-χώρα, εισέβαλε στα charts και έφερε την ηλεκτρονική μουσική στα μαζικά mainstream ακροατήρια.
Βέβαια κάθε τι νέο σέρνει μαζί του αναπόφευκτα και τις αντιδράσεις: οι Λουδίτες βρικολάκιασαν, τα κομπιούτερ και οι αριθμοί θεωρήθηκαν κάτι σαν συνώνυμο του 666, «Video Killed the Radio Star», το MTV και η επιβολή της εικόνας έφερε θρήνους για το «τέλος της μουσικής», στην Αγγλία το σωματείο των μουσικών προσπάθησε ...συνδικαλιστικά να περιορίσει τη χρήση των synthesizer γιατί υπήρχε κίνδυνος «απώλειας θέσεων εργασίας». Πόσες και πόσες φορές δεν έχει επαναληφθεί αυτό το ιστορικό μοτίβο;
Δεν είναι τυχαίο ότι τα περισσότερα συγκροτήματα της electropop υιοθέτησαν μια αντι- (ή καλύτερα μη-) ροκ στάση. Ο κατά βάση πουριτανικός και ενίοτε ομοφοβικός χώρος του ροκ δεν ήταν άλλωστε το πιο φιλόξενο περιβάλλον για την «χαρούμενη» νεολαία (φαντάζεστε τη δερμάτινη φούστα του Martin Gore σε πανκ συναυλία;). Τα πλήκτρα δρούσαν κατά κάποιο τρόπο «απελευθερωτικά», πέρα από τον φαλλικό συμβολισμό της κιθάρας (δεν είχαν εμφανιστεί ακόμη τα κιθαρόμορφα σύνθια – θυμάστε Modern Talking;), ο δε David Bowie είχε ήδη δείξει τον δρόμο της φυλετικής αποενοχοποίησης για τα «παιδιά που δεν γίνονται άντρες».
Κι αν αναζητώντας τη δική τους θέση και ταυτότητα στον κόσμο, πολλά υιοθέτησαν κάποιες φορές μια ποζεράδικη στάση (μία από τις αιτίες που τα ‘80s κατοχυρώθηκαν στο συλλογικό συνειδητό ως η δεκαετία του κιτς), κι αν οι μελωδίες τους ακούγονταν κάποιες φορές απλοϊκές και ατσούμπαλα εφηβικές (ελαφρυντικό κ. Πρόεδρε: η μη-εξοικείωση με τα νέα μαραφέτια), πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι δεν έλειψε το πάθος, το συναίσθημα αλλά και το ταλέντο.
Αυτή ήταν σε γενικές γραμμές η μήτρα από την οποία ξεπετάχτηκαν οι Depeche Mode (όνομα με ευφυείς ομολογουμένως συμπαραδηλώσεις). Η ιστορική εξέλιξη των οποίων απέδειξε για πολλοστή φορά το αξίωμα «πας μετά Χριστόν προφήτης γάιδαρος εστί». Γιατί ποιος πραγματικά μπορούσε τότε να φανταστεί ότι αυτοί οι περιφρονημένοι «φλώροι» μετά από λίγα χρόνια θα μεταμορφώνονταν στο αντικειμενικά μεγαλύτερο συγκρότημα ηλεκτρονικής μουσικής στον πλανήτη; Με διείσδυση μάλιστα και στο ροκ ακροατήριο, σε μια απολαυστικά ετεροχρονισμένη εκδίκηση για ολόκληρο το είδος. Κανένα πάντως φανταστικό στοιχηματικό γραφείο δεν θα τους έδινε στα πρώτα φαβορί. Οι OMD ήταν πιο τολμηροί τεχνικά, οι Tears for Fears είχαν πιο ουσιαστικές μελωδίες, οι Ultravox πολύ πιο στέρεες μουσικές βάσεις. Άλλες όμως ήταν οι βουλές της μοίρας...
Στα επόμενα άρθρα θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε την εξέλιξή τους, από τα πρώτα, "άγουρα" χρόνια, σε ένα από τα μεγαλύτερα και σημαντικότερα group του πλανήτη. Και να προετοιμαστούμε έτσι για το live τους, την Τετάρτη 17 Μαΐου στην Αθήνα (TerraVibe Park), με τη χορηγία της Visa. Θα έχουμε την ευκαιρία να μάθουμε, όμως, περισσότερα και για το live και για κάποιες εκπλήξεις που ετοιμάζονται από τον χορηγό...