Άνθρωπος που έχει σπείρει και θερίσει πολύ για τα χρόνια του ο Jack White.
Αν σκεφτούμε ότι το δισκογραφικό ντεμπούτο των White Stripes ήρθε το 1999 και από τότε ο 36χρονος Αμερικάνος έχει σχηματίσει δύο ακόμα μουσικά σχήματα και τη δικιά του εταιρεία παραγωγής, καταλήγουμε εύκολα στο συμπέρασμα ότι έκανε τα πάντα για να αφήσει το αποτύπωμά του στον χώρο, όσο ευκρινές μπορούσε, στον λιγότερο δυνατό χρόνο. Παρά τη βιάση του, όμως, οι δουλειές του έχουν πέσει ελάχιστες φορές κάτω του «Λίαν Καλώς». Το όνομά του δένει με τις παλαιότερες, θρυλικές γενιές αναίμακτα, ενώ τα νέα πρόσωπα του χώρου ακολουθούν την πορεία που τους χαράσσει –ως παραγωγός πλέον– αβλεπεί. Όλα αυτά τα χρεώνεται ο White φτάνοντας σε ένα σημείο της καριέρας του που ακόμα και οι πιστότεροι οπαδοί του αναρωτιούνται αν έχει κάτι παραπάνω να προσφέρει. Ο ορισμός του βετεράνου έχει κολλήσει πάνω του ως βδέλλα, και, όπως και το σκουλήκι αυτό, μπορεί να χρησιμοποιηθεί με θετικές ή αρνητικές συνέπειες.
O πρόσφατα διαζευγμένος White έχει ως τώρα εκφράσει εαυτώ ποικιλοτρόπως, κρύβοντας το προφανές σόλο project των White Stripes πίσω από μία υποτιθέμενη αδελφική σχέση με τη Meg White, μοιραζόμενος το «εξώφυλλο» των Raconteurs με τον Brendan Benson, και κρατώντας θορυβώδη οπισθοφυλακή στα κάλλη της Alison Mosshart στους Dead Weather. Καθυστερώντας σκοπίμως, έτσι, να εισάγει το πρώτο κεφάλαιο στην καθαρά προσωπική του δισκογραφία. Στοιχείο που σίγουρα αποτέλεσε για τους οπαδούς του ακόμα μία απόδειξη της μουσικής του διάνοιας –τουλάχιστον σε κάποιο ασυνείδητο επίπεδο. Μόνο φέτος ένιωσε επιτέλους έτοιμος ο κύριος White να αποδώσει τα του Καίσαρως τω Καίσαρι. Και το όνομα του ντεμπούτο του, Blunderbuss, έχει δανειστεί από το όνομα του όπλου που χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον στα τέλη του 18ου αιώνα.
Το περιεχόμενο του δίσκου κρατάει θέση φιλικά προσκείμενη στον συνήθη μουσικό καμβά του White. Οι μπλουζ περγαμηνές είναι και εδώ η βασική πηγή έμπνευσης. Η παραμόρφωση στην κιθάρα μειώνεται εμφανέστατα, ενώ τα δάχτυλα του Jack κοπανάνε αμέριμνα τα πλήκτρα καθ' όλη τη διάρκεια του Blunderbuss. Όσοι δε πιο «θερμόαιμοι» έτυχε να ακούσουν το δεύτερο single “Sixteen Saltines”, καλά θα κάνουν να συγκρατήσουν τον ενθουσιασμό τους. Χρησιμοποιώντας White Stripes ορολογία, ο δίσκος φέρνει περισσότερο σε Get Behind Me Satan, παρά σε Elephant. Καταλήγοντας έτσι σε ένα πρώτο συσχετισμό και συμπέρασμα, το περιεχόμενο του Blunderbuss φαίνεται αρκετά εσωστρεφές. Το σύνολο των συνθέσεών του δημιουργήθηκε με πρωταρχικό σκοπό την επαφή του ίδιου του καλλιτέχνη με τη μουσική του ταυτότητα, παρά για την αναθέρμανση των σχέσεων με το κοινό του. Λίγο το ότι αυτές οι σχέσεις δεν κρύωσαν ποτέ, λίγο το ότι όλοι οι καλλιτέχνες χρωστάνε έναν τουλάχιστον τέτοιο δίσκο στον εαυτό τους, του το συγχωρούμε του κύριου White το ολίσθημα (αν, βέβαια, μπορεί να χαρακτηριστεί ως τέτοιο).
Αλλά το παρόν κείμενο βρίσκεται εδώ για να υπογραμμίσει όποια λάθη στο τελευταίο δημιούργημα του John Anthony Gillis. Γι' αυτό οφείλω να εναποθέσω ένα δεδομένο, για να εξηγήσω τη μετέπειτα σκέψη μου: στη μουσική, όπως και γενικότερα στην τέχνη, το φαινόμενο την παρθενογένεσης κάνει φειδωλά αισθητή την παρουσία του. Τις περισσότερες φορές ένα αξιομνημόνευτο μουσικό έργο δεν διαφέρει σε περιεχόμενο από άλλα. Παρόμοιες νότες, παρόμοια όργανα, ακόμα και ίδιοι μουσικοί και ίδιο καλλιτεχνικό ύφος μπορούν να συνοδεύουν δύο συνθέσεις με έντονες διαφορές στην αποδοχή τους από κοινό και κριτικούς. Τη διαφορά συνήθως την κάνουν «αθώες» λεπτομέρειες στη δημιουργία και παρουσίαση του υλικού, που θα έχουν τεράστια αντίκτυπο στην τελική αναπαραγωγή της δημιουργίας: από τη χρησιμοποίηση ενός φίλτρου στην παραγωγή και την τοποθεσία της ηχογράφησης, μέχρι το γεγονός ότι ο τραγουδιστής ήταν κρυωμένος τις δύο πρώτες μέρες ηχογράφησης ή ο κιθαρίστας δεν είχε κουρδίσει καλά μία από τις χορδές. Τέτοιες λεπτομέρειες μπορούν, πολλές φορές, να ορίσουν τη μοιρασιά μεταξύ των περιεχομένων κάδου και της εισαγωγής σε κάποιο πάνθεον.
Προσπάθησα έτσι επίμονα να αλιεύσω τις λεπτομέρειες εκείνες, που, στη δική μου συνείδηση, θα ανέβαζαν το Blunderbuss του Jack White πάνω από το επίπεδο ενός αξιοπρεπούς δίσκου. Επί ματαίω. Η προσπάθεια σίγουρα έχει γίνει. Το αποτύπωμα του καλλιτέχνη είναι ευκρινές, με τη μουσική να συντελεί στο συνηθισμένο, εσκεμμένα προχειροφτιαγμένο ύφος παραγωγής του. Από εκεί και πέρα, όμως, μετράμε αρκετές συμπαθητικές συνθέσεις και ελάχιστες που να ξεχωρίζουν. Ο δίσκος δύναται να χαρίσει μερικές ευχάριστες ακροάσεις και κάνα-δυο κομμάτια ίσως τρυπώσουν στην προσωπική σας playlist, αλλά μέχρι εκεί πιστεύω ότι φτάνει και η δυναμική του. Η ήδη βαριά και εκτενής σκιά των δημιουργιών του White δεν αφήνει παρά ελάχιστο χώρο στη μουσική μας μνήμη για το περιεχόμενο του Blunderbuss.
{youtube}DsixWMdScUI{/youtube}