Ο τεράστιος, απ’ όλες τις απόψεις, Charles Mingus, όποτε έβρισκε την ευκαιρία, συμβούλευε τους Ευρωπαίους μουσικούς ν’ αφήσουν ήσυχη τη jazz και να πιάσουν τη folk μπαλάντα. Μ’ άλλα λόγια έπαιρνε σαφή θέση στο γνωστό ερώτημα περί βιωματικής ή μη σχέσης του δημιουργού με το έργο του. Για τον Mingus το βίωμα λειτουργούσε ως απόλυτη προϋπόθεση αυθεντικότητας. Φαντάζομαι, λοιπόν, πως σήμερα θα αποδεχόταν δίχως πολλά-πολλά έναν σκανδιναβό σαξοφωνίστα, τέκνο της μακράς πλέον βορειοευρωπαϊκής jazz παράδοσης. Ο λόγος για τον μίστερ Jon Klette, παίκτη και βασικό συνθέτη των Jazzmob, μα και συν-ιδρυτή της Jazzaway –σχετικά νεόκοπης δισκογραφικής, η οποία στα λίγα χρόνια ύπαρξής της τροφοδοτεί τον πλανήτη με παράγωγα του νέου κύματος jazz και αυτοσχεδιαστικής μουσικής (sic) από Νορβηγία μεριά.

Μικρή πόρτα στο κοντινό παρελθόν ανοίγει η αργοπορημένη κατά μια τετραετία ελληνική εισαγωγή του Infernal Machine. Εν τω μεταξύ, βέβαια, οι Mob έχουν κόψει και το Flashback, αλλά εμείς ας λειτουργήσουμε με το δεδομένο της χρονικής καθυστέρησης –η φάση έχει κάτι απ' τα παλιά. Το λοιπόν δεν πρόκειται να τον αποφύγουμε τον όρο fusion, υπό την έννοια αυτής της ολιστικής αντιμετώπισης/χρήσης εκ μέρους της μπάντας του συνόλου των jazz ρευμάτων από τις πρώτες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα μέχρι και τις μέρες μας. Πλάι σε τούτο το βασικό σώμα προσθέστε μια έξη κινηματογραφικής γραφής, κι ορίστε η γενική εικόνα. Από το γενικό στο ειδικό τώρα: το σεξτέτο στην περίπτωσή μας ηχοδρομεί με διπλό σαξόφωνο (άλτο και τενόρο), τρομπέτα, πληκτροφόρα, διπλόμπασο (το μόνο έγχορδο κι αυτό ρυθμικό) και βεβαίως τα διάφορα πετσιά. Δύναται δε να σουϊνγκάρει σαν μεταλλαγμένη big band με τρελή διάδραση ανάμεσα στα πνευστά, να βάλει στη σειρά τόσο κουλές όσο και cool συγχορδίες, ή να χαθεί σε free καταστάσεις για να επανέλθει στα συγκαλά της μέσω καθαρών θεμάτων ευρωπαΐζοντος blaxploitation (λέμε τώρα).

Ειδική μνεία στη διακριτική παρουσία του οργανίστα ο οποίος, αν και καταδικασμένος σε δεύτερο ρόλο, γνωρίζει πώς σπέρνουν την πληκτρονική σεβεντίλα. Μια απ' τα ίδια κι ακόμα παραπάνω στα πνευστά μέρη της ομώνυμης με το άλμπουμ σύνθεσης: οι τρεις πνευστοί μοιράζουν αρμοδιότητες κι ενώ ο ένας φυσάει βρώμικα το βασικό θέμα ξανά και ξανά, οι υπόλοιποι αρχικά τσιτσιρίζουν υπογείως τον χώρο μέχρι να μπουκάρουν και να πάρουν ομήρους. Απ' την ανάποδη, φτωχές και ολίγον μίζερες οι πιο χαλαρές/άγκρουβες στιγμές, που υποτίθεται πως χρησιμεύουν ως ανάσες μα στην πράξη αποδεικνύονται υπέρ του δέοντος γλυκανάλατες. Οπότε φτάνουμε και στη σούμα: προφανώς και δεν μιλάμε για τίποτα οριτζινάλε καταστάσεις στο Infernal Machine των Jazzmob, ωστόσο αυτό το παιχνίδι ανάμεσα σε free και ευθύ, φεύγα και υποχθόνιο, απλό και περίπλοκο λειτουργεί (μάλλον, το κάνουν τούτοι οι τύποι να λειτουργεί) κατά κύριο λόγο μια χαρά. Αν μπορούσαν να διαχειριστούν αναλόγως και την απουσία του γκρουβ...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured