Πέμπτος δίσκος για την Καναδή τραγουδοποιό Amelia Curran, η οποία πέτυχε φέτος να αποσπάσει και το βραβείο Juno στον τομέα του σόλο παραδοσιακού άλμπουμ της χρονιάς που μας πέρασε –βλέπετε ο δίσκος είναι περσινής σοδειάς και μόλις προσφάτως βρήκε το δρόμο προς τα ελληνικά δισκοπωλεία. Για άλλη μια φορά η γεννημένη στο St. John's (μα με βάση πλέον το Halifax) Amelia χρησιμοποιεί τις μινιμαλιστικές συνθέσεις της ως μουσικό χαλί για αλλεπάλληλες στιχουργικές εξομολογήσεις. Η επιστροφή στη γενέτειρά της για την ηχογράφηση του Hunter Hunter της έδωσε την έμπνευση που τόσο είχε ανάγκη, για να ξεδιπλώσει σαν χείμαρρος λόγια πικραμένα αλλά και κυνικά, αντιπαραβάλλοντας τη φωνή της με το γνώριμο λιτό της παίξιμο στην κιθάρα.

Η νευρικότητα της μεταπήδησής της από τις ανεξάρτητες παραγωγές των πρώτων τεσσάρων δίσκων της σε μια μεγάλη εταιρεία, μαζί με τη δυνατότητα να φτάσει στα αυτιά πολύ μεγαλύτερου αριθμού ακροατών –όχι πλέον μόνο στον Καναδά και στις Η.Π.Α. αλλά και στον υπόλοιπο πλανήτη– στάθηκε πρωτόγνωρη εμπειρία για εκείνη, εντούτοις φαίνεται πως απέδωσε καρπούς. Τουλάχιστον όσον αφορά στην κατάκτηση του προαναφερθέντος βραβείου αλλά και στις τέσσερις στον αριθμό υποψηφιότητες στα East Coast Music Awards, το άνοιγμα της Amelia Curran στον κόσμο σίγουρα στέφθηκε από επιτυχία. Είναι όμως και το Hunter Hunter ένας δίσκος αναφοράς; Ή πρόκειται για ένα απλό αναμάσημα (έστω ιδιοφυές στην απλότητά του) πάγιων folk και country ακουσμάτων και επιρροών;

Η δύναμη της Curran κρύβεται –κακά τα ψέματα– όχι στη συνθετική της ικανότητα, ούτε στη μουσικότητα και μελωδικότητα των τραγουδιών της. Αυτά τα στοιχεία είναι αρκετά περιορισμένα, μη προσφέροντας τίποτα καινούργιο εδώ. Το ατού της είναι η στιχουργική και ερμηνευτική της ευγλωττία. Η παραπονιάρικη χροιά της φωνής που αποχαιρετά το Μόντρεαλ, τα απλά αρπίσματα και τα δεύτερα φωνητικά του τρίο των Once που την συνοδεύουν, συνθέτουν μια απέριττη εικόνα η οποία διαρκεί και στα σαράντα–κάτι λεπτά διάρκειας του δίσκου, χωρίς όμως πολλές εκπλήξεις. Τα country τσιμπήματα στην κιθάρα, η βασική ρυθμική των κρουστών και το επαναλαμβανόμενο ρεφρέν με τη γλυκιά εκφορά του λόγου στο “Ah Me” δίνουν πόντους, όπως και το hit (αν μπορεί κάποιο τραγούδι της Curran να φέρει αυτόν τον χαρακτηρισμό) “The Mistress”, όπου καταθέτει τα εσώψυχα και τις αγωνίες μιας ερωμένης ενώ βρίσκεται σε αναμονή απάντησης σε μια κλήση προς τον εραστή της –σε ένα αφοπλιστικό όσο και απολαυστικό κρεσέντο.

Υπαρξιακές αναζητήσεις και κυνικές παρατηρήσεις λοιπόν φαίνονται βούτυρο στο ψωμί της Amelia Curran και στο Hunter Hunter, μα δυστυχώς δεν συνοδεύονται από ιδιαίτερη πρωτοτυπία. Τώρα το να αναζητάς τέτοια στοιχεία στη folk είναι κάπως δισυπόστατο ως αποστολή, πάντως δεν θα ήταν κακό για εκείνη να δώσει ακόμα μεγαλύτερο στίγμα του προσωπικού της ύφους, καθώς και περισσότερο βάρος στα σημεία που την ξεχωρίζουν. Να το δουλέψει κάπως παραπάνω το υλικό της δηλαδή, δίνοντάς του το κάτι αξιομνημόνευτο, που θα κρατήσει το άλμπουμ σε τροχιά ακροάσεων για περισσότερο από μερικές εβδομάδες. Τα “Τhe Company Store” και “The Dozens” αποτελούν μια καλή αρχή προς αυτή την κατεύθυνση. Προς το παρόν και ως έχει θα προτείνω το Hunter Hunter μόνο στους φανατικούς εραστές της παραδοσιακής folk τραγουδοποιίας. Οι υπόλοιποι μπορούν να περιμένουν...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured