Η Ισλανδία δεν μπήκε τυχαία στη ζωή μας, ως η πιο σημαίνουσα περιφερειακή του αγγλοσαξονικού μουσικού κόσμου δύναμη –η τρίτη κατά σειρά στην ιστορία, μετά τα kraut ύψη της (Δυτικής) Γερμανίας και το jap rock της Άπω Ανατολής. Είναι μια υπόθεση με βαθιές ρίζες, που όχι μόνο δεν στήθηκε από χαΐστες του lifestyle ή πανικόβλητους μουσικοδημοσιογραφίσκους σε αέναη αναζήτηση του Επόμενου Μεγάλου Πράγματος, μα τους υποχρέωσε κιόλας να κάτσουν να ασχοληθούν, ακόμα και αν αρνιόταν να συνεννοηθεί μαζί τους στα Αγγλικά. Με κορυφή του παγόβουνου τη Bjork –η οποία αναντίρρητα έκανε πολλούς να ανοίξουν έναν άτλα και να εξερευνήσουν τα νερά βόρεια της Αλβιόνας και στο πλάι της Αμέρικα– και με βυθόμετρο δημιουργούς σαν τη Ragnheidur Grondal, ο πλούτος αυτού του απόμερου νησιού περιμένει υπομονετικά τον δικό του Julian Cope ώστε να αποτιμηθεί στην πλήρη διάστασή του. Μήπως κανάς Αβοπολίτης; Μήπως κάποιος από την παλιά φρουρά του Mic; Μήπως εν τη ενώσει η δύναμις; Έτσι μια ιδέα ρίχνω, προς σκέψη και συζήτηση...

Η Ragnheidur Grondal, λοιπόν, κέρδισε κάποια (μικρή) αναγνωρισιμότητα στο εξωτερικό πριν δύο χρόνια, με το πέμπτο άλμπουμ της Bella And Her Black Coffee. Οι θιασώτες της γυναικείας τραγουδοποιίας ίσως σπεύσουν να σας πούνε τα καλύτερα, θα μου επιτρέψετε όμως να ανοίξω το στόμα σε ένα επιδεικτικό χασμουρητό: πρόκειται για την πιο μέτρια δουλειά της Grondal, κομμένη και ραμμένη για να αρέσει σε όσους την ήθελαν λίγο περισσότερο Νεοϋορκέζα και κομματάκι λιγότερο Ρεϊκιαβικανή, εξυπηρετώντας ένα «άνοιγμα» προς την αγγλοσαξονική αγορά. Όπως όμως μας θυμίζει το Pjodlog, οι πλέον ουσιώδεις καταθέσεις της Ragnheidur Grondal προηγούνται, αναδεικνύοντάς την ως κάτι πιο πολυσχιδές από μία (ακόμα) συμπαθή folk pop τραγουδοποιό –το άλμπουμ φτάνει επιτέλους και στην Ελλάδα φέτος, με τέσσερα χρόνια καθυστέρηση. Δίδυμο αδερφάκι του Vetrarljod (2004), όπου είχε διαπραγματευτεί παραδοσιακά τραγούδια του χειμώνα και των Χριστουγέννων, το Pjodlog βρίσκει τη Grondal σε έναν ακόμα πιο τολμηρό διάλογο με τη λαϊκή παράδοση της Ισλανδίας. Έναν διάλογο όπου η μνήμη και η ρίζα συναντάει συνειδητά και κατά συναρπαστικό τρόπο το διεθνοποιημένο σήμερα, όπου ένας μακρινός και τριπλοκλειδωμένος στον εαυτό του κόσμος ξεκλειδώνει τα μυστικά του με τους δικούς του όρους –κι όχι με τη φιουζονάδικη λογική μούλτι-κούλτι πειραμάτων ή μέσω world ευκολιών, από εκείνες που κάνουν θραύση (και) στη χώρα μας, ανάμεσα σε εύκολα ενθουσιαζόμενους με ό,τι φοράει πολλά χρώματα και διαθέτει έναν υποτυπώδη «εξωτικό» ρυθμό.

H Grondal δεν λανσάρει λοιπόν τσεμπέρια και φρου-φρου, ούτε «φοράει» στο υλικό της οικεία folk rock σχήματα και μοδάτα ηλεκτρονικά. Επιλέγει μια μάλλον λόγια οδό, η οποία ποντάρει μεν στο πιάνο, στο τσέλο, στη βιόλα και στο κλαρινέτο, τηρώντας δε σαφείς αποστάσεις τόσο από τον κόσμο της α-λα-Garbarek σκανδιναβικής τζαζ, όσο και από την ακαδημαϊκούρα. Μελωδικά κατευθύνει δηλαδή τα πάντα προς το σύμπαν της προ-κλασικής μουσικής (της μεσαιωνικής πρωτίστως), ενώ κρατάει ως σταθερό της επίκεντρο το γυμνό συναίσθημα, το οποίο μεταδίδει περίφημα με τη φωνή της, υποδειγματικά τοποθετημένη σε πρωταγωνιστικό ρόλο κατά την ηχογράφηση: δεν σε νοιάζει στιγμή που δεν καταλαβαίνεις γρι από τους θλιμμένους ισλανδικούς στίχους.

Όπως συμβαίνει και στις καλύτερες εκδόσεις της μεσαιωνικής ευρωπαϊκής μουσικής, νιώθεις πολλές φορές πως η Grondal πρόκειται να τραγουδήσει a cappella, μέχρι που εμφανίζεται πίσω της ένα απαλό μελωδικό θρόισμα και διακριτικά, λιτά, η φωνή (την οποία η παραγωγή διατηρεί, άριστα, σε πρώτο πλάνο), αρχίζει να αγκαλιάζεται από τα όργανα, οδηγώντας πρώτα την καρδιά σου κι έπειτα το μυαλό σου σε μια ακουστική εμπειρία που μόνο με το καταχρασμένο επίθετο «μαγική» μπορεί να χαρακτηριστεί. Με αυτή τη μέθοδο η Grondal φτάνει σε κορυφές όπως το “Haustljod”, το “Blastjarnan Pott Skarti Skaer” ή το “Sofdu Unga Astin Min”, και βάζει κάτω ακόμα και τη Bjork, παραδίδοντας μια διασκευάρα στο “Visur Vatnsenda-Rosu” –λιγότερο ίσως πιστή στο αργόσυρτο πρωτότυπο από όσο έμεινε το Ξωτικό με τον Zazou, μα αφάνταστα πιο φρέσκια. Υπάρχουν βέβαια και τραγούδια διαφορετικής λογικής, περισσότερο επιβλητικά και «πανηγυρικά», όπως λ.χ. το “Fram A Reginfjallaslod”, όπου γίνεται εξίσου αξιοθαύμαστη δουλειά, ειδικά στο ενορχηστρωτικό κομμάτι.

Θαυμάζω όσους καλλιτέχνες είναι σε θέση να διαπραγματεύονται τόσο σύγχρονα και καλαίσθητα την παράδοσή τους, ξαναβάζοντάς τη στο επείγον σήμερα, κοινωνώντας τη σε ολότελα ξένα με τον τόπο ακροατήρια δίχως υποκλίσεις και κολακείες στο δικό τους μέσο(μέτριο;) αισθητήριο, ενόσω βρίσκουν συνάμα τις νοητές γραμμές διασύνδεσης με το όλον της Μουσικής. Μόλις 22 χρονώ ήταν η Ragnheidur Grondal όταν έφτιαξε το Pjodlog, γι’ αυτό και είπα παραπάνω πως την αδικεί που ο κόσμος την έμαθε ως μια δευτεροκλασάτη folk pop αρτίστα της Ισλανδίας. Σχεδόν σε υποχρεώνουν να γίνεις καλύτερος ακροατής τέτοιοι δίσκοι, αν όχι άνθρωπος.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured