Ο Δανός Trentemoller σαφώς και αποτέλεσε ένα από τα πρόσωπα τα οποία συζητήθηκαν όσο λίγα στον χώρο της σκεπτόμενης electronica, από τα μισά της προηγούμενης δεκαετίας και μετά. Συνέπεσε βεβαίως και με την άνοδο του όλου minimal techno ιδιώματος, αλλά, αντί να είναι ένας από τους καλλιτέχνες που ανεβήκανε στο trailer το οποίο έσυρε πίσω του το τελευταίο, υπήρξε ένας από όσους το βοηθήσανε εξ’ αρχής να αποκτήσει μια κάποια καλλιτεχνική υφή –εκτός από την ούτως ή άλλως κύρια κατεύθυνσή του, δηλαδή τα clubs.

Έπειτα από διάφορα singles, λοιπόν, κυκλοφόρησε πίσω στο 2006 (στην Poker Flat) το ντεμπούτο του Trentemoller The Last Resort –το οποίο, αντί να γίνει βίβλος του κάθε trendy clubber, κατάφερε το ακριβώς αντίθετο: να χαρακτηριστεί σαν ένας από τους κύριους υποψηφίους για τον τίτλο του Mezzanine των 2000s. Με σκοτεινές, κινηματογραφικές ατμόσφαιρες, καθώς και με βαθιά μπάσα, η μελαγχολία που έβγαζε αποτέλεσε το soundtrack πολλών μοναχικών νυχτών στις τάξεις των φίλων της ηλεκτρονικής μουσικής. Με βάση αυτό, λοιπόν, η φήμη του Trentemoller εκτινάχθηκε, και όχι άδικα. Έκτοτε παρουσίασε μια συλλογή με κομμάτια τα οποία δεν συμπεριελήφθησαν στο Last Resort (μαζί με κάποια remix σε άλλους καλλιτέχνες), ενώ το 2008 συνέθεσε και το soundtrack της δανέζικης ταινίας What No One Knows. Δυστυχώς όμως κουβέντα δεν γινότανε περί δεύτερου άλμπουμ, όσο κι αν περιμένανε οι πολυάριθμοι φίλοι που είχε καταφέρει να δημιουργήσει με τον πρώτο του δίσκο. Αλλά το 2010 έμελλε να είναι η χρονιά που θα γινόταν κι αυτό: ο Trentemoller ολοκληρώνει επιτέλους το Into The Great Wide Yonder και το παραδίδει στο μουσικόφιλο κοινό.

Το Into The Great Wide Yonder απομακρύνεται από συγκεκριμένα στοιχεία του Last Resort και την προέκταση ορισμένων άλλων από αυτά. Πιο συγκεκριμένα, από τον όρο «κινηματογραφικό minimal techno» αφαιρέστε τελείως το δεύτερο σκέλος, καθώς τα επαναληπτικά beats μάς άφησαν χρόνους, και προσθέστε αρκετή παραπάνω έμφαση στο πρώτο. Ο Trentemoller, λοιπόν, διάλεξε μια σαφώς πιο ταξιδιάρικη και μελωδική κατεύθυνση, η οποία σαν δισκογραφικό σύνολο φέρνει στο μυαλό τις μουσικές του Craig Armstrong με τις κιθάρες και τα μελωδικά φωνητικά να κάνουν αισθητή την παρουσία τους, αλλά και τα beats πλέον να περνούν αυτή τη φορά από τη θέση του οδηγού στις πίσω θέσεις. Εξαίρεση αποτελεί το “Silver Surfer, Ghost Rider Go!!!”, το οποίο μοιάζει σαν να είναι Prodigy εποχής Always Outnumbered, Never Outgunned υπό την επήρεια ηρεμιστικών, η οποία είναι και η μοναδική στιγμή όπου ανεβαίνουν κάπως οι τόνοι.

Κάπου εκεί, όμως, εστιάζεται και το πρόβλημα με το Into The Great Wide Yonder του Trentemoller. Σαφώς μεν καλοφτιαγμένο και όμορφο, δεν καταφέρνει δε να δημιουργήσει κάτι το εξαιρετικό ή έστω ξεχωριστό από το πλήθος των καταθέσεων παρεμφερών, υφολογικά, καλλιτεχνών. Αντιθέτως, το Last Resort, παρόλο που θα μπορούσε άνετα να χαθεί σε μια θάλασσα δίσκων οι οποίοι βγαίνανε με τη σέσουλα στην εποχή του minimal techno, κατάφερε όχι μόνο να επιπλεύσει, μα και να διακριθεί. Η σύγκριση είναι λοιπόν μοιραία και καταδεικνύει πως ο Trentemoller έρχεται κι αυτός να προσθέσει τον εαυτό του στη λίστα των ηλεκτρονικών μουσικών των 2000s οι οποίοι μετά από εντυπωσιακά πρώτα βήματα επιστρέψανε στο προσκήνιο με δουλειές κυμαινόμενες από το απλά συμπαθητικό έως το απροκάλυπτα μέτριο (βλ. Simian Mobile Disco, Vitalic, Boys Noize κτλ). Και ενώ με το φετινό του άλμπουμ δημιούργησε ένα δεύτερο πόνημα καλύτερο από τα αντίστοιχα των προηγούμενων καλλιτεχνών, εντούτοις δεν κατάφερε να φτάσει τα καλλιτεχνικά ύψη που τόσο εμείς, όσο φαντάζομαι κι εκείνος, αναμέναμε.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured