Το θάρρος είναι μια ιδιότητα που, με βάση τα ως τώρα δεδομένα, δεν πίστευα ότι θα προσμετρούσα μια μέρα στα υπέρ της Katie Melua. Μιας τραγουδίστριας με εκτιμητέες φωνητικές και ερμηνευτικές δυνάμεις, η οποία όμως ποτέ ως τώρα δεν είχε πείσει για κάτι πέρα από αυτό, αρκούμενη σε καλοζυγιασμένα μα χλιαρά και μεσοβέζικα jazz pop τραγουδάκια. Μολαταύτα, στο πιο κρίσιμο ίσως σημείο της καριέρας της, η Melua πραγματοποιεί με το The House μια καθοριστική στροφή προς την ποιοτική pop, εμφανίζοντας ένα ολότελα νέο πρόσωπο, σε αρκετά επίπεδα. Η ίδια προειδοποίησε μάλιστα και τους fans της ότι ενδεχομένως να σοκαριστούν. Και πραγματοποιεί την απειλή της από το πρώτο κιόλας τραγούδι, όταν δεν απευθύνει τα αναμενόμενα ζαχαρωμένα λογάκια στον αγαπημένο, μα εκφράζει μια διεστραμμένη, δολοφονική επιθυμία: «I’d love to kill you as you eat/The pleasure would taste so sweet»…

Το The House δεν έχει πια ως υψηλό μέντορα τον Mike Batt. Ο πρώην κινητήριος τροχός της καριέρας της Katie Melua (και αφεντικό της Dramatico) βάζει το χεράκι του μόνο στο χειρότερο τραγούδι του νέου της άλμπουμ (“God On Drums, Devil On The Bass”), δηλώνει παρουσία σε κάποιες συγκεκριμένες ενορχηστρώσεις και τοποθετεί το όνομά του κάτω από την ταμπέλα «executive producer», που, ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, δεν σημαίνει τίποτα όταν στην κονσόλα κάθεται –επιτυχώς– ο William Orbit. Απελευθερωμένη από τον Batt, η Melua παίρνει πάνω της το παιχνίδι της σύνθεσης (με ενεργή αρωγή από τον Guy Chambers, εγκέφαλο αρκετών επιτυχιών του Robbie Williams για όσους παρακολουθούν τα βρετανικά pop δρώμενα), ενώ παράλληλα βρίσκει κάποια νέα ερμηνευτικά πατήματα, κινούμενη σε βάθος και όχι σε έκταση. Το “I’d Love To Kill You”, το πρώτο single “The Flood”, το “Happy Place”, το “A Moment Of Madness”, έτσι ειδικά όπως παρατάσσονται στην αρχή του άλμπουμ, κερδίζουν από το ξεκίνημα ήδη την παρτίδα για τη νεαρή Γεωργιανή ερμηνεύτρια, επιτρέποντας έτσι να παρακάμψεις κάποιες πιο αδύναμες στιγμές, που χαλάνε τη μαγιά του δίσκου από τη μέση και έπειτα –χωρίς πάντως το γενικότερο επίπεδο να πέφτει ποτέ ιδιαιτέρως χαμηλά, αφού τα καλά τραγούδια δεν στερεύουν (βλέπε π.χ. τη διασκευή της στο “The One I Love Is Gone” του Bill Monroe ή το ομώνυμο του άλμπουμ).

Ως έναν βαθμό βέβαια, το θάρρος της Melua προκύπτει δανεικό, με την έννοια ότι ξεφεύγοντας από τον Batt δεν ξέφυγε και από την ανάγκη για έναν μπούσουλα, την οποία μετακίνησε απλά σε ένα πιο νοητό επίπεδο: κάθε γωνιά αυτού του Σπιτιού κρύβει, με διάφορους τρόπους, την Kate Bush, που αναδεικνύεται σε μια ισχυρή φιγούρα καθοδηγητή για την παρούσα στροφή καριέρας της Melua. Προσέξτε όμως τι συμβαίνει: η Bat For Lashes διέπρεψε μετερχόμενη μέσω ενός προσωπικού φίλτρου το ίδιο πρότυπο, κερδίζοντας υπερβολικά κατά τη γνώμη μου εύσημα από όσους ξέχασαν, αγνοούν ή βαριούνται να ψάξουν την Kate Bush. Η Katie Melua, παρότι εύκολα μπήκε στο βρετανικό Top-5 (κάτι το αναμενόμενο), δεν θα έχει καμία τέτοια τύχη, παρότι η δική της κατάθεση διαθέτει ίσο καλλιτεχνικό εκτόπισμα με αυτό της Bat For Lashes –ίση μερίδα από φιλεράκια και ίση μερίδα προσωπικού στοιχείου στο πώς μεταχειρίζεται την κληρονομιά της Bush. Πρόκειται για μια συνθήκη η οποία δεν έχει σε τίποτα να κάνει με το αμιγώς καλλιτεχνικό μέρος της υπόθεσης, αλλά με το πώς διαμορφώνονται οι συμπάθειες όσων αναλαμβάνουν τον ρόλο του ειδήμονα περί των μουσικών και με το ποιο είναι, βέβαια, το επίπεδο των γνώσεών τους. Και είναι άδικο, γιατί στο The House η Katie Melua προκύπτει ως μια από τις πιο άξιες ερμηνεύτριες της γενιάς της, βάζοντας επιτέλους την καθάρια φωνή της με αυτή την υπέροχη άρθρωση στην υπηρεσία του αυθεντικά συγκινησιακού.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured