Ένας ακόμα δίσκος από την ενδιαφέρουσα σειρά της Hermes γύρω από Πέρσες συνθέτες του σήμερα που αποκτά διανομή στη χώρα μας, έξι χρόνια μετά την αρχική του κυκλοφορία από τη Delos και πέντε από την επανέκδοσή του στη Hermes (στην οποία και άλλαξε το πρωτότυπο εξώφυλλο). Πρόκειται για την πιο γνωστή, βραβευμένη με Grammy, δουλειά του Behzad Ranjbaran, ο οποίος ανήκει σε μια γενιά νεότερων συνθετών του Ιράν, που μετοίκισαν στην πατρίδα τους αφού πρώτα σπούδασαν με διακρίσεις στη Δύση. Όχι όμως στην Ευρώπη: Αμερικανοσπουδαγμένος είναι ο Ranjbaran (Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα) κι εκεί γνώρισε τις πρώτες του διακρίσεις. Διόλου τυχαίες λοιπόν και οι καλές κριτικές για τα έργα του από αμερικάνικα έντυπα: οι Η.Π.Α. πάντα φροντίζουν τα «παιδιά» τους.

Το Persian Trilogy έχει όντως τον χαρακτήρα μιας τριλογίας –και μάλιστα μιας συγκεκριμένης τριλογίας. Πηγή έμπνευσης του Ranjbaran στάθηκε η Βίβλος των Βασιλέων (Shahnameh), το ποιητικό έπος που δημιούργησε γύρω στο 1000 ο Ferdowsi και κατέχει στο Ιράν μια θέση ανάλογη των δικών μας ομηρικών επών, αποτελώντας μια θαυμάσια σύνοψη στοιχείων από τον λαϊκό πολιτισμό της χώρας πριν την έλευση του Ισλάμ. Επικεντρώνοντας στον βασικό ήρωα, τον Rostam (τον γενναιότερο των γενναίων), ο Ranjbaran μελοποιεί τις περιπέτειές του σε τρία διακριτά μέρη: στα σχεδόν 14 λεπτά του “Seven Passages” οι νότες αναπαριστούν την αποστολή διάσωσης του βασιλιά Kavus, στη διάρκεια της οποίας ο Rostam βρίσκεται αντιμέτωπος με κτήνη, μάγους και μοχθηρά δαιμόνια• στο τριμερές “Seemorgh” παρακολουθούμε την ιστορία γέννησής του, στην οποία είχε άμεση ανάμιξη το ομώνυμο του τίτλου μυθικό πτηνό, δανείζοντας στον πατέρα του ένα κρίσιμο για τον τοκετό φτερό• και στο επταμερές “The Blood Of Seyavash” «αντικρίζουμε» έναν πιο ώριμο Rostam, να καθίσταται αρχικά προστάτης του ανήλικου πρίγκιπα Seyavash και κατόπιν σύμβουλός του, κατά τον πόλεμο κατά του Turan.

Με τη βοήθεια λοιπόν μιας συμφωνικής ορχήστρας, εν προκειμένω αυτής του Λονδίνου –σε διεύθυνση της JoAnn Falletta– το Persian Trilogy του Behzad Ranjbaran επιδιώκει την αναπαράσταση ενός έπους. Και, όσον αφορά σε αυτό αποκλειστικά το κομμάτι, το πετυχαίνει εύκολα. Ο Ranjbaran έχει χτίσει έναν προσεγμένο συνθετικό κύκλο, καλά δουλεμένο, όπου τα κεραυνοβόλα συμφωνικά ξεσπάσματα συνάδουν άψογα με την έξαρση του ηρωικού στοιχείου, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με το φινάλε του “Seven Passages”. Παράλληλα, η έμπειρη συμφωνική του Λονδίνου στέκεται στο ύψος της εκτελεστικά, με τη Falletta να διεκπεραιώνει ικανοποιητικά τα καθήκοντά της ως μαέστρος.

Όμως, απομένει η αποτίμηση του Persian Trilogy στο πιο ουσιώδες κομμάτι: το αισθητικό. Κι εδώ κρίνω πως ο Behzad Ranjbaran έχει πέρα για πέρα αποτύχει, διότι αφενός αποδείχθηκε υπέρ του δέοντος συντηρητικός κι αφετέρου δημιουργικά ισχνός. Παρά τις περσικές αναφορές του έργου, δεν υπήρξε εκ μέρους του καμία διάθεση συγκερασμού της Δυτικής συμφωνικότητας με την πλούσια περσική μουσική παράδοση: ο Ranjbaran έμεινε αυστηρά προσηλωμένος στα Δυτικά του πρότυπα. Και δεν θα είχα περαιτέρω αντιρρήσεις, αν διέθετε μια φρέσκια ματιά πάνω σε αυτά. Όμως, γίνεται φανερό πως για εκείνον αποτελούν τοτέμ αξεπέραστα, τα οποία μπορεί μονάχα να αντικρίσει με δέος, όχι να αγγίξει. Ο Βάγκνερ (κυρίως), μα και ο Μάλερ με τον Σιμπέλιους και τον Ντβόρακ έχουν τόσο έντονη παρουσία εδώ, ώστε η πρώτη σου ενστικτώδης κίνηση μετά το πέρας της ακρόασης του Persian Trilogy είναι να αναζητήσεις κάποιο έργο τους στη δισκοθήκη σου. Να αναζητήσεις δηλαδή την ανάταση του πρωτοτύπου, απέναντι στην κατάφωρη μετριότητα μιας, έστω και προσεγμένης, απομίμησης.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured