Και όμως! Κρατάνε (ακόμα) Γερά! Όνομα και πράγμα αυτοί οι Hold Steady... Από το ντεμπούτο τους το 2004 έως και σήμερα η μόνη χρονιά που τους βρήκε δισκογραφικά αδρανείς ήταν το 2007. Πέντε δίσκοι (έξι με το live) σε επτά χρόνια δεν αποτελεί και μικρό επίτευγμα. Πόσο μάλλον όταν, στην πλειοψηφία τους, χαίρουν σχεδόν καθολικής αποδοχής από τα Μέσα. Μακριά από διάφορους παραλληλισμούς με το...Αφεντικό από μερίδα των τελευταίων, γενική είναι η παραδοχή πως οι Hold Steady δρουν πέρα από τα μουσικά trends, αγνοώντας τις σύγχρονες δισκογραφικές τάσεις και παίζοντας το αγαπημένο τους «bar rock» (όχι, καμία σχέση με το μπαρόκ!). Συνεχίζοντας να εξιστορούν τα ιδιαίτερα παράδοξά τους, με την τόσο ξεχωριστή φωνητική ερμηνεία του Craig Finn.

Ξεχωριστή βέβαια αλλά όχι πλέον και τόσο φρέσκια. Η μονότονη χροιά των φωνητικών του Finn –που λίγο έχουν εξελιχθεί στη μέχρι τώρα πορεία των Hold Steady– αφαιρεί από τα τραγούδια του Heaven Is Whenever την αρετή της ερμηνευτικής διαφοροποίησης, καθιστώντας τα σχεδόν ίδια στο αφτί του ακροατή. Οι Νεοϋορκέζοι συνεχίζουν βέβαια να εξιστορούν τις αστικές περιπέτειες, που αποτελούν και το μεδούλι της τραγουδοποιίας τους, με την ίδια, γνώριμη κυνική ικανότητα των παλιότερων κυκλοφοριών τους, τα πρώτα όμως σημάδια σκουριάς έχουν κάνει την εμφάνισή τους. Ο Finn συγκεκριμένα δεν παύει να φέρνει στο μυαλό μου την έτερη ιδιότυπη περίπτωση του Eddie Argos (των Art Brut), αλλά στο πιo hard rock –όντας και οι δύο τους πολύ αυθεντικοί μεν, με στυλ δε το οποίο δεν είναι και για χόρταση. Δεν είναι πάντως μόνο η συνήθεια και η επανάληψη που γκριζάρουν αυτόν τον Οψέποτε Παράδεισο.

Το συνθετικό πρόβλημα των Hold Steady στο Heaven Is Whenever οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στη φυγή του μυστακοφόρου Franz Nicolay, η οποία τους άφησε ορφανούς από keyboards, με τις ξερές κιθάρες να κάνουν πλέον όλη τη δουλειά. Και λέω ξερές γιατί λείπουν από τα τραγούδια τα ηχητικά πασπαλίσματά του Nicolay που δρόσιζαν την ατμόσφαιρα –με λίγα λόγια ξεχάστε τη Stay Positive-και-συναφή περίοδό τους. Και καθίσταται ακόμα πιο έκδηλη η απουσία του όταν απλά τον θυμίζουν οι διακριτικές παρεμβολές του πιάνο δια χειρός Dan Neustadt. Αφού λοιπόν ο κιθαρίστας Tad Kubler ανέλαβε, μαζί με τον Finn, ολόκληρο το συνθετικό βάρος, η ρότα της μπάντας γύρισε ακόμα περισσότερο υφολογικά στο hard rock. Χωρίς να είναι απαραίτητα κακό, το αποτέλεσμα δυστυχώς δεν προσομοιάζει καθόλου σε στιγμές τύπου “The Swish” (από το Almost Killed Me), όπου η μπάντα ρόκαρε με την καρδιά της.

Οπότε πού καταλήγουμε; Παρόλες τις παραπάνω δυσκολίες υπάρχουν καλά τραγούδια στο Heaven Is Whenever. Απλά δεν είναι πολλά, ούτε και ξεχειλίζουν από πρωτοτυπία –εκτός του υπέροχου “Barely Breathing”, με το ντελικάτο κλαρινέτο να σπάει τη γενικότερη μονοτονία του δίσκου. Άξιο αναφοράς και το single “Huricane J” με τις συμβουλές του Finn προς την ατίθαση Jessie («don't all the cigs make you tired?»), ενώ και το ειρωνικό “Rock Problems” έχει τη σπιρτάδα του. Έχει λοιπόν τις στιγμές του το άλμπουμ. Μπορεί να μην κρατάει, σε σύγκριση με τις προηγούμενες δουλειές των Αμερικάνων, αλλά δεν αποτελεί και καταστροφή. Με τόσο μικρά διαλείμματα μεταξύ κυκλοφοριών δεν φαίνεται άλλωστε παράλογο και κάποιο παραστράτημα. Όπως λέει και ο ίδιος ο Finn στο “Soft In The Center”... «you can't get all the girls»!

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured