Μετά το ομώνυμο ντεμπούτο τους (2002) και το Blackout Love (2005), οι Hazy Malaze επιστρέφουν δισκογραφικά με το Connections μετά από πενταετή απουσία, προσφέροντάς μας άλλη μια δόση από americana rock. Οι Νεοϋρκέζοι αποτελούν ουσιαστικά ένα ακόμη βήμα έκφρασης για τον Neil Casal, ο οποίος –εκτός από μέλος της περίφημης μπάντας των Καρδιναλίων που συνοδεύει τις περισσότερες ηχογραφήσεις του Ryan Adams από το 2005 και έπειτα– φαίνεται πως βρίσκει χρόνο για παρεμφερή πειράματα με τους Hazy Malaze, ενώ ταυτόχρονα συντηρεί και τη διόλου ευκαταφρόνυτη καριέρα του ως σόλο καλλιτέχνης (όπως και ξεκίνησε). Εννέα προσωπικοί δίσκοι από το 1995 και μετά δεν είναι και λίγοι άλλωστε.

Πέρα από τις εμφανείς αναφορές στο rock ‘n’ roll των Rolling Stones και των Black Crowes και μια στιλιστική προσομοίωση στα άλμπουμ του Ryan Adams, οι Hazy Malaze στηρίζονται σχεδόν εξολοκλήρου στον κύριο Casal και στις συνθετικές, στιχουργικές αλλά και ερμηνευτικές του ικανότητες. Ικανότητες που ναι μεν είναι αδιαμφισβήτητες αλλά στο παρόν δισκάκι δεν διατηρούν μια στάνταρ ποιότητα, ούτε και φτάνουν σε εντυπωσιακά επίπεδα στις καλές στιγμές του δίσκου. Και αυτό γιατί ο Casal είναι περισσότερο τραγουδοποιός της country και φαίνεται ολίγον τι αμήχανος απέναντι στα ροκάκια της μπάντας του. Όχι γιατί δεν είναι καλός στις κιθάρες όταν αυτές ψιλο-αγριεύουν αλλά γιατί η ιδιοσυγκρασία του δεν είναι τέτοια. Άλλωστε το μεγαλύτερο μέρος της προσωπικής του δισκογραφίας, μέσω της οποίας «ανδρώθηκε» μουσικά, εμπεριέχει περισσότερα στοιχεία παραδοσιακής folk μουσικής παιδείας παρά indie rock επιρροές.

Έτσι, όταν ο ίδιος χρωματίζει τον καμβά των Hazy Malaze του Connections με πινελιές εναλλακτικής country, τότε όλα βαίνουν καλώς. Όμως δεν συμβαίνει σε όλα τα τραγούδια και μεγάλο μέρος του άλμπουμ αφιερώνεται σε αναλώσιμες στιγμές. Slide κιθάρες, μάγκικα ριφάκια, βρώμικα αργόσυρτα σόλο, φυσαρμόνικες και λοιπά στοιβάζονται όλα μαζί σε δέκα τραγούδια, τα οποία η μπάντα αδυνατεί να εναρμονίσει γιατί δεν μπορεί να αποφασίσει αν επιθυμεί να ροκάρει ή να ακολουθήσει μια πιο bluesy προσέγγιση. Ας πάρουμε για παράδειγμα το εναρκτήριο “Get Free” ή το “Josephine”, όπου τα αποτελέσματα είναι ακριβώς τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα. Αντί η μπάντα να μπολιάσει τις συνθέσεις με περίσσια ροκ ενέργεια και ύφος –όπως θα τους ταίριαζε– καταλήγει να παρουσιάζει αδιάφορα δομημένα τρίλεπτα τραγουδάκια του σωρού, βασισμένα σε επαναλαμβανόμενα μοτίβα, τα οποία γρήγορα καταλήγουν βαρετά. Σαν τόσα άλλα που ακούγονται μηχανικά θαρρείς, καταδικασμένα να ξεχαστούν πριν καλά-καλά προλάβουν να ξεψυχήσουν από τα ηχεία από όπου εκπέμπουν.

Στον αντίποδα των παραπάνω στέκονται όσες στιγμές αποφεύγουν τις μπασταρδεμένες αναφορές σε ληγμένες ιδέες και τολμούν να κινηθούν στα πιο γνώριμα (για τον Casal) λημέρια. Κομμάτια όπως τα “On The Tarmac” και “Can't Just Give It Away” αντηχούν με πολύ μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, καθώς το συγκρότημα επιδίδεται στο εναλλακτικό country rock που του ταιριάζει –μαζί με τα “My Black Cloud” και “Scavengers” αποτελούν τις καλύτερες στιγμές του Connections. Δυστυχώς όμως δεν αρκούν μόνο αυτά για να ανυψώσουν τον δίσκο από τη μετριότητα στην οποία κινείται στο μεγαλύτερο μέρος του. Και το γεγονός πως ποτέ δεν καταντά επώδυνος δεν φαίνεται να σώζει τα προσχήματα...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured