Στο At Home With Friends ο νεαρός (και ικανός) βιολονίστας Joshua Bell ήθελε να μεταφέρει την ατμόσφαιρα από τις μουσικές βραδιές που διοργανώνει στο σπίτι του. Για αυτό τον λόγο προσκάλεσε πολλούς μουσικούς από διαφορετικούς χώρους και κουλτούρες, τους οποίους και συνοδεύει στο εν λόγω άλμπουμ με το παίξιμό του.

Το πρόβλημα όμως με την (όποια) τέχνη είναι η υστεροβουλία. Θα αρέσει στο κοινό αυτό που κάνω; Ή ακόμα χειρότερα πώς θα κερδίσω το κοινό; Και ήδη έχεις πέσει στο μέγιστο ολίσθημα. O Bell βέβαια είναι νέος και ικανός. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να του γίνει η κριτική που του αξίζει. Η συνταγή πρώτα-πρώτα στο At Home With Friends είναι γνωστή: κάποιες γνωστές μελωδίες, ολίγη από τζαζ, πνεύμα των Χριστουγέννων, για να είμαστε και επίκαιροι καθώς το άλμπουμ προοριζόταν να «χτυπήσει» την αγορά των εορτών, ένας κλασικός ερμηνευτής, ένας γνωστός τραγουδιστής της pop και όλα αυτά στο σέικερ μας δίνουν ένα κοκτέιλ κύρους και εμπορικού αρώματος.

Για παράδειγμα, θα παραθέσω τα παρακάτω. Το “I Loves You Porgy” είναι ίσως το καλύτερο κομμάτι της δουλειάς, με συνέπεια στην jazz αισθητική του, και με έναν εκπληκτικό – στον ήχο του – πιανίστα (Billy Childs) να επισκιάζει τους υπόλοιπους μουσικούς της, κάπως πολυπληθούς, ορχήστρας. Και από εκεί και πέρα το χάος... Το “Come Again” του John Dowland ερμηνευμένο από τον ασθμαίνοντα Sting, ο οποίος (ξανα)ταλαιπωρεί τον σημαίνοντα Άγγλο συνθέτη με μια, επιπλέον, ενορχήστρωση εκτός στυλ – μια κακόγουστη ατραξιόν ξοφλημένης τέχνης. Μετά από το πρώτο αυτό σοκ, έρχεται το “Oblivion” του Άστορ Πιατσόλα να νανουρίζει ενήλικες μετά από την κραιπάλη του χριστουγεννιάτικου τραπεζιού, έτσι ως προσφέρεται σε μια εκδοχή για σιτεμένες κυρίες και πρώην αστέρες οι οποίοι βαρέθηκαν να ζουν. Η παρουσία πάλι του “Cinema Paradiso” του Ennio Morricone έχει μάλλον να κάνει με την αναγνωρισιμότητα της μελωδίας του και της απήχησης του συγκεκριμένου έργου στο πλατύ κοινό: άλλη μια βαρετή και γλυκερή ερμηνεία, την οποία αποτελειώνουν τα σπαστά ιταλικά του Josh Groban.

Δεν έχει νόημα να συνεχίσω… Όλο το άλμπουμ κινείται μεταξύ μετριότητας και απογοητευτικής επίδοσης, που έχει σχέση τόσο με το άκαιρο και εκτός στυλ παίξιμο του Bell – ποιος άλλωστε θα απαιτούσε από αυτόν να ανταποκρίνεται σε τόσα διαφορετικά είδη – όσο και με τη διεκπεραιωτική και αδιάφορη ενορχήστρωση, αλλά και την αλλοπρόσαλλη επιλογή κομματιών, που δεν έχουν κάποια, έστω, αισθητική συνάφεια μεταξύ τους. Το φτηνό (Sting) πλάι στο τιμαλφές (Grieg). Ανακεφαλαιωτικά, 5 με 6 στιγμές του At Home With Friends παρουσιάζουν κάποιο ενδιαφέρον, χωρίς να με ενθουσιάζουν κιόλας: το “Para Ti” του Jorge Gomez, το “My Funny Valentine”, το “Maybe So” των Edgar Meyer, Sam Bush και Mike Marshall, το “Allegretto Espressivo Alla Romanza” από τη σονάτα αρ. 3 σε ντο ελάσσονα για βιολί και πιάνο του Edvard Grieg, το “Left Hand Song” της Regina Spektor και το “Look Away” των Edgar Meyer και Chris Thile.

Με λίγα λόγια, ένα ποτ πουρί χωρίς σαφή προσανατολισμό, ένα μουσικό μιξ γκριλ ξαναζεσταμένο για ανθρώπους δίχως πραγματικό ενδιαφέρον για τη μουσική, οι οποίοι μάλλον τη χρησιμοποιούν ως συνοδευτικό του ποτού τους ή του πρωινού τους κρουασάν. Μια μουσική που δεν προβληματίζει τον ακροατή, μια προσπάθεια του Bell να συνομιλήσει με το πλατύ κοινό κάπως φτηνά. Κρίμα, γιατί τόσους πολλούς και καλούς μουσικούς δεν βρίσκεις συνήθως μαζεμένους σε ένα cd. Τα πάρτυ του Bell εκεί στο Μανχάταν θα πρέπει να είναι πολύ βαρετά…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured