Μέχρι να δεις τη μούρη του Micah P. Hinson πιστεύεις ότι έχεις να κάνεις με ακόμα έναν από εκείνους τους ξεχασμένους στον χρόνο (και στο ράφι) folk τροβαδούρους της δεκαετίας του 1960, που απλώς εσύ δεν έτυχε να ξέρεις. Η βαριά, στιβαρή φωνή του, η οποία «σπάει» όπως η φωνή του Johnny Cash και του Woody Guthrie, σε στέλνει κατευθείαν πίσω στα περασμένα. Σε τόπους όπως οι απέραντες φυτείες της Νότιας Καρολίνας την ώρα που ο ήλιος δύει κι ο κουρασμένος εργάτης πιάνει την κιθάρα του και χτυπάει μερικά ακόρντα ψιθυρίζοντας σκόρπιους στίχους, σαν προσευχή. Folk, blues και gospel μελωδίες ξεχύνονται από μια σκεβρωμένη κιθάρα, ενώ η φωνή ακούγεται δωρική, βαθιά και συναισθηματική, απαλλαγμένη από περιττή, άχρηστη φόρτιση.

Καθώς η ακρόαση του All Dressed Up And Smelling Of Strangers προχωράει, σκέφτομαι ότι αυτή η φωνή μπορεί να ανήκει μόνο σε κάποιον ο οποίος διανύει το πεντηκοστό έτος της ζωής του. Όμως ο Micah P. Hinson είναι μόνο 28 χρονών, με πατομπούκαλα γυαλιά, τσαλακωμένα ρούχα, κολλημένα μαλλιά στο μέτωπο και ύφος ξερόλα απουσιολόγου. Και τραγουδάει το “My Way” σαν να είναι η τελευταία του μέρα. Με μια κιθάρα και τη βαριά φωνή του, αυτός ο σπασίκλας από το Τέξας τραγουδάει εδώ Dylan, Cohen, Patsy Cline, Sinatra, Presley, Denver και σε αφήνει ενεό.

Όπως ένας πολύ καλός μεταφραστής ξαναγράφει ένα καινούργιο κείμενο χωρίς να χάνει κάτι από την ουσία και την ατμόσφαιρα του αυθεντικού βιβλίου, έτσι και ο Hinson εμπλουτίζει τα μουσικά κείμενα με τα οποία καταπιάνεται εδώ. Με σκανδαλιστική άνεση σου σπάει την καρδιά όταν μιλάει για τη Suzanne και για τους καιρούς που αλλάζουν – χωρίς να νιαουρίζει όπως ο Dylan – και σβήνει τη μηχανή του αυτοκινήτου για να σου τραγουδήσει ένα σκοτεινό “Are You Lonesome Tonight?”. Μετά χαμηλώνει τα φώτα και βάζει στο τζουκ-μποξ ενός εγκαταλελειμμένου μοτέλ το “Sleepwalk”, για να χορέψει αργότερα το “Running Scared”, κάνοντας τον Orbison να χαμογελάει στη γωνία κρυμμένος πίσω από τα μαύρα γυαλιά του.

Ο Hinson δεν εξαντλείται ωστόσο στον ακουστικό ήχο. Έρχεται η στιγμή που πιάνει την ηλεκτρική κιθάρα και ροκάρει πάνω στην Patsy Cline η οποία θέλει να σταματήσει τον Κόσμο, για να θυμηθεί σε λίγο το punk παρελθόν του, ρίχνοντας αρκετή δόση παραμόρφωσης στο μπλουζ “In The Pines” του Leadbelly. Στο δε “While My Guitar Gently Weeps” των Beatles απλώς ακούς ένα ροκ ρέκβιεμ, καθώς η φωνή μόλις και ακούγεται μέσα σε μια εφιαλτικά μελωδική παραμόρφωση. «Η μουσική που παίζω λέγεται violent folk», λέει ο ίδιος ο Hinson. Violent, γιατί διάλεξε από πολύ νωρίς τον δύσκολο δρόμο. Άφησε τη φιλήσυχη ζωή του πατρικού του για να περάσει ένα μεγάλο μέρος της νεότητάς του στα παγκάκια (και ενίοτε στη φυλακή), έπαιρνε για πρωινό ναρκωτικά και για βραδινό μια βόλτα πάνω στο skateboard – που ήταν η αδυναμία του – και άκουγε τον Cobain άλλοτε να ουρλιάζει κι άλλοτε να ψιθυρίζει τη ματαιοδοξία του.

Ο Micah P. Hinson όχι μόνο ξέρει τι θέλει να παίξει στο All Dressed Up And Smelling Of Strangers, αλλά έχει και τον τρόπο να το κάνει. Μπορεί να είναι νέος αλλά αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Πρόκειται για εξαιρετικό μουσικό, με άποψη και ιδιαίτερα φρέσκια ματιά σε ολόκληρη τη μουσική του παρελθόντος. Στην πατρίδα του ωστόσο έχει περάσει σχεδόν απαρατήρητος, κάτι πάντως το οποίο δεν φαίνεται να τον απασχολεί ιδιαίτερα, μετά από 4 δίσκους στην πλάτη του και με το ευρωπαϊκό κοινό να αγκαλιάζει κάθε καινούργια του δουλειά.

Το άλμπουμ κυκλοφορεί σε διπλό cd και περιέχει συνολικά 16 τραγούδια. Ένας από τους καλύτερους δίσκους της χρονιάς που μας πέρασε...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured