Μα καλά... Τρελάθηκε σύσσωμος ο μουσικός Τύπος ή είναι καθαρά δική μου εντύπωση; Μια ματιά στο Metacritic αρκεί για να βγει το συμπέρασμα: το ομώνυμο ντεμπούτο των ΧΧ είναι η κυκλοφορία της χρονιάς! Mojo, Uncut, NME, Pitchfork, All Music Guide, όλοι γράφουν διθυράμβους! Τι στο καλό; Τι το διαφορετικό, πρωτότυπο, επαναστατικό περιέχει αυτή η κυκλοφορία του κουαρτέτου (πλέον τρίο, καθώς οι τελευταίες πληροφορίες θέλουν τη Baria Qureshi να αποτελεί παρελθόν από το συγκρότημα) από το νότιο Λονδίνο; Μην εκπλαγείτε, αλλά η απάντηση στην ερώτηση είναι τόσο απλή και αβίαστη όσο και οι μελωδίες που περιέχονται εδώ. Τίποτα...

Έλα όμως που αυτό το «τίποτα» δεν σημαίνει πως δεν έχουμε να κάνουμε με μια πέρα ως πέρα αξιόλογη κυκλοφορία. Το ΧΧ αποτελεί μία άσκηση ύφους σε ένα εντελώς μινιμάλ πεδίο έκφρασης, όπου ο εντυπωσιασμός δεν αποτελεί άμεση αντίδραση για τον ακροατή, αλλά φυσικό και σταδιακό αποτέλεσμα. Απαλές μελωδίες, βασικά ρυθμικά μέρη, σκοτεινή ατμόσφαιρα και μελαγχολική διάθεση είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της μουσικής των ΧΧ. Τίποτα καινούργιο λοιπόν, όταν όμως τα υλικά δένουν τόσο καλά μεταξύ τους και μάλιστα στο πρώτο κιόλας άλμπουμ μιας μπάντας δεν μπορείς παρά να παραδεχτείς πως κάτι καλό ενυπάρχει σε αυτό το νέο αγγλικό γκρουπάκι. Χωρίς να σημαίνει βέβαια πως δεν έχω συγκεκριμένες ενστάσεις ή διατίθεμαι να τις παραβλέψω.

Ο δίσκος ξεκινάει με την καλύτερη σύνθεσή του, το απολαυστικό και ατμοσφαιρικό – αλλά ατυχώς επονομαζόμενο – “Intro” (αν παρεμπιπτόντως βλέπετε την τηλεοπτική εκπομπή του… Top Model, τότε σίγουρα το έχετε ακούσει, καθότι αποτελεί το «σήμα» του σόου). Το “Intro” πετυχαίνει, μέσα σε μόλις δύο λεπτά, να αποκαλύψει το ύφος και την ηχητική ταυτότητα των ΧΧ, μείον τα φωνητικά. Στοιχεία τα οποία, στο υπόλοιπο του δίσκου, εναλλάσσονται μεταξύ της Romy Madley Croft (κιθάρα) και του Oliver Sim (μπάσο) σε ένα χαλαρό πινγκ πονγκ λυρικών ανταποδόσεων αθώου ρομαντισμού, άλλοτε με μεγάλη επιτυχία – όπως στα highlights “Crystalised” και “Islands” – και άλλοτε με μικρότερη, κυρίως όταν το ηχητικό φόντο μοιάζει υπερβολικά υποτονικό (“Fantasy”). Πρόκειται για ένα ρίσκο που παίρνουν οι ΧΧ και η αλήθεια είναι πως, ενώ τους προσφέρει ομοιογένεια, ταυτόχρονα τους καθιστά αρκετά προβλέψιμους και καθόλου περιπετειώδεις. Δεν συμβαίνει πάντως συχνά και τα εύσημα για αυτό πρέπει να αποδοθούν στον παραγωγό και sampler του γκρουπ, Jamie Smith, ο οποίος πέτυχε να δώσει στο ΧΧ την ξεχωριστή ηχητική του προσωπικότητα, χαρίζοντάς του γλυκό ήχο και επιλέγοντας τα beats, blips και τα ηλεκτρονικά κρουστά που υποστηρίζουν τα τραγούδια. Χαρακτηριστικά αναφέρω το υπέροχο “Infinity”, που ξεχωρίζει χάρη στη ρυθμική του λεπτοδουλειά.

Οπότε, πού καταλήγουμε; Πέρα από το δυσανάλογα μεγάλο hype το οποίο απολαμβάνουν οι ΧΧ και το σπρώξιμό τους ως το next best thing του σύγχρονου εναλλακτικού μουσικού τοπίου – γεγονότος που με έκανε να αντιμετωπίσω με δυσπιστία το ντεμπούτο τους – έχουμε να κάνουμε με μια μπάντα η οποία στο πρώτο της κιόλας άλμπουμ πετυχαίνει και να αποκτήσει μια δικιά της μουσική ταυτότητα, μα και να κατακτήσει τις καρδιές πολλών μουσικόφιλων. Αν λοιπόν οι τρεις τους πλέον XX πετύχουν, στις μελλοντικές τους κυκλοφορίες, να περιορίσουν όσα χαρακτηριστικά τους καθιστούν ολίγον τι διάφανους και προσθέσουν λίγο νεύρο στο παίξιμό τους, θα καταφέρουν πιστεύω να πορευθούν αναλόγως του καλωσορίσματος που τους επιφύλαξαν τα αγγλοσαξονικά μουσικά media. Αλλιώς, το πιθανότερο είναι να ξεφουσκώσουν μαζί με το hype που τους τρέφει προς το παρόν, όπως τόσες άλλες μπάντες πριν από αυτούς.

Υ.Γ.: Για όσους τυχόν ενδιαφέρονται, στην έκδοση των iTunes αλλά και σε αυτήν του βινυλίου θα βρείτε σαν μπόνους μια διασκευή του “Hot Like Fire” της εκλιπόντος Aaliyah.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured